Στατιστικά στοιχεία, που δημοσιοποίησε στις αρχές του Φεβρουαρίου 2018 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), δείχνουν πως η Ελλάδα είναι στην κορυφή των ευρωπαϊκών κρατών αναφορικά με τις ώρες που οι κάτοικοί της δουλεύουν κατά μέσον όρο σε έναν χρόνο. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες σε έναν χρόνο από τους εργαζόμενους άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Σύμφωνα με την στατιστική καταγραφή του ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος του χρόνου εργασίας’ αναφέρεται στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της κάθε χώρας, και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται όλες οι μορφές απασχόλησης, με άλλα λόγια η πλήρης και η μερική απασχόληση, καθώς και οι μισθωτοί εργαζόμενοι και οι αυτοαπασχολούμενοι.

Τα στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ αναφέρονται στο έτος 2016, και ο παρακάτω πίνακας δίνει, δειγματοληπτικά, σχετικές πληροφορίες για την Ελλάδα, και 6 άλλες χώρες της Ευρώπης, για το ίδιο έτος. Ο πίνακας αυτός δείχνει παραστατικά την έκταση της διαφοράς μεταξύ της Ελλάδας και 6 άλλων ευρωπαϊκών χωρών αναφορικά με τις ώρες εργασίας των κατοίκων τους.

Πίνακας 1. 2016: Ώρες εργασίας κατά μέσον όρο τον χρόνο σε ευρωπαϊκές χώρες

Χώρα             Ώρες
Ελλάδα          2.035
Ρωσία            1.978
Ιταλία             1.725
Ισπανία         1.676
Αγγλία           1.674
Γαλλία           1.482
Γερμανία       1.363

Εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι στον παραπάνω πίνακα η Ελλάδα είναι πρώτη και η Γερμανία τελευταία αναφορικά με τις ώρες εργασίας.

Οι ώρες των εργαζομένων για τις ΗΠΑ το 2016 ήταν 1,783 ώρες κατά μέσον όρο, και ως εκ τούτου τοποθετούνται στο μέσο της παραπάνω κατάταξης.

Επειδή θα μπορούσε να λεχθεί ότι από τα στατιστικά στοιχεία ενός έτους, όπως στον παραπάνω πίνακα, δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα που ισχύουν για μακροπρόθεσμες περιόδους, ακολουθεί ο δεύτερος πίνακας, που καλύπτει 11 χρόνια, από το 2006 μέχρι το 2016, και δείχνει την κατάταξη της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο αναφορικά με τις ώρες εργασίας.

Πίνακας 2. Ώρες εργασίας στην Ελλάδα και διεθνής κατάταξη, 2006-2016

2006 – 2.125 ώρες (5η κατάταξη διεθνώς)
2007 – 2.111 ώρες (5η κατάταξη διεθνώς)
2008 – 2.106 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2009 – 2.081 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2010 – 2.020 ώρες (5η κατάταξη διεθνώς)
2011 – 2.038 ώρες (5η κατάταξη διεθνώς)
2012 – 2.055 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2013 – 2.059 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2014 – 2.022 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2015 – 2.033 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)
2016 – 2.042 ώρες (4η κατάταξη διεθνώς)

Για κάθε ένα από τα παραπάνω 11 χρόνια οι Έλληνες δούλευαν πάνω από 2.000 ώρες.

Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν συγκρίνονται μόνο με τους εργαζόμενους των πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και με τους εργαζόμενους φτωχών χωρών της Ασίας και της Αφρικής, σε πολλές από τις οποίες δεν υπάρχει καθορισμένο ωράριο εργασίας για μισθωτούς εργαζόμενους.

Το γεγονός ότι στον παραπάνω πίνακα η θέση που είχε η Ελλάδα κατά την περίοδο 2006-2016 σε διεθνή κλίμακα, με άλλα λόγια σε σύγκριση με όλα τα άλλα κράτη, κυμαινόταν μεταξύ 4ης και 5ης, αποτελεί περαιτέρω επιβεβαίωση ότι πράγματι οι εργαζόμενοι δουλεύουν πολλές ώρες, σε σύγκριση με άλλες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα.

Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων σε θέσεις μερικής απασχόλησης υπολογίζεται, σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (2/2/18), στο 11% των εργαζομένων, ενώ στην Ολλανδία ο αριθμός τους ανέρχεται στο 37,7% του συνόλου, στην Ελβετία στο 27%, και στην Αυστραλία στο 25,9%.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα της Ελλάδας στο χώρο της εργασίας, σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (2/2/18), είναι ότι οι αυτοαπασχολούμενοι ανέρχονται στο 34,1% της συνολικής εργασιακής απασχόλησης, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση σε παγκόσμια κλίμακα, μετά την Κολομβία, στην οποία οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν το 51,3% όλων των εργαζομένων.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Ένα σημείο στο οποίο η Ελλάδα υστερεί στο χώρο της εργασίας, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι η παραγωγικότητα των εργαζομένων, η οποία σε γενικές γραμμές είναι χαμηλότερη.

Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα κατά κανόνα δεν έχουν την ίδια επαγγελματική κατάρτιση με τους εργαζόμενους των προηγμένων χωρών της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, η παραγωγικότητά τους είναι χαμηλότερη, γεγονός που αντανακλάται στις αυξημένες τιμές των ελληνικών βιομηχανικών κυρίως προϊόντων, με αποτέλεσμα την μειωμένη ζήτησή τους από καταναλωτές άλλων χωρών.

Αναφορικά με το θέμα αυτό ο Θ. Φέσσας, Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) της Ελλάδας, σε ομιλία του σε ημερίδα για τις σύγχρονες δεξιότητες των εργαζομένων, και τον ρόλο του ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων, ανέφερε ότι ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων που δεν μπορούν να βρουν δουλειά ανέρχεται στο 1 εκατομμύριο, 60% των επιχειρήσεων-μελών του ΣΕΒ δηλώνουν πως δυσκολεύονται να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας, εξαιτίας της έλλειψης επαγγελματικών και τεχνολογικών δεξιοτήτων μεγάλου αριθμού ανέργων.

Επιπλέον, σε πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ τονίζεται η αναγκαιότητα για την αναβάθμιση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης από τις αρμόδιες εκπαιδευτικές σχολές της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα, στο εν λόγω δελτίο του ο ΣΕΒ εκφράζει την άποψη πως είναι ‘επιτακτική ανάγκη’ να αναβαθμιστούν οι βασικές δεξιότητες των εργαζομένων, και τονίζει πως επείγει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις αρμόδιες σχολές, διαφορετικά στο κοντινό μέλλον η ελληνική οικονομία δεν θα είναι ανταγωνιστική στη διεθνή αγορά.

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι αν θα παράγει, και θα εξάγει, προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, ή θα συνεχίσει να ‘εξάγει’ μέρος από το περιορισμένης κλίμακας εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της.

Αυτή είναι μια πολύ σημαντική παρατήρηση εκ μέρους του ΣΕΒ, γιατί όπως γνωρίζουμε, τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες είναι στην πλειονότητά τους νέοι με τριτοβάθμιες σπουδές.

Η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή σε δημοσίευμά της στις 29 Οκτωβρίου 2017, μεταξύ άλλων ανέφερε και τα ακόλουθα:

{…} Μόνο σε μια οικονομία που οι επιχειρήσεις επενδύουν, πληρώνουν καλούς μισθούς και ζητούν εργαζομένους με δεξιότητες δημιουργούνται παράπλευρα και οι κατάλληλες δομές εκπαίδευσης και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Προς τον σκοπό αυτό, το κράτος, οι εργοδότες, τα συνδικάτα και οι φορείς εκπαίδευσης και κατάρτισης απαιτείται να συνεργάζονται ώστε να παρέχονται ευκαιρίες κατάρτισης στους εργαζομένους στη δουλειά τους και επανακατάρτισης σε ενηλίκους που χρειάζονται νέες δεξιότητες.

{…} Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να προσφέρουν υψηλές γνωστικές δεξιότητες σε μαθητές και φοιτητές. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει γερές γνωσιακές βάσεις, υστερεί όμως σε οργάνωση, εξωστρέφεια, αξιολόγηση και σε μηχανισμούς διασύνδεσης με την αγορά εργασίας, ώστε να κατανοεί τις ανάγκες και να παρέχει τις κατάλληλες δεξιότητες.

Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ευημερία μιας κοινωνίας, και στην προκείμενη περίπτωση της Ελλάδας, διασφαλίζεται όταν η εκάστοτε κυβέρνηση, σε αγαστή συνεργασία με τα εργατικά συνδικάτα και τους εργοδότες, μεριμνά για την συνεχή τεχνολογική κατάρτιση μεγάλου ποσοστού των εργαζομένων και των ανέργων.

Μόνον όταν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι εξοπλίζονται με τις απαραίτητες δεξιότητες, οι μεν πρώτοι θα είναι σε θέση να τις αξιοποιούν στους χώρους της εργασίας τους, οι δε δεύτεροι θα αυξήσουν τις προοπτικές εξεύρεσης εργασίας.

Παράλληλα, οι εργαζόμενοι με τις απαραίτητες δεξιότητες που απαιτούνται στους τομείς της απασχόλησής τους θα είναι πιο παραγωγικοί, με απώτερο αποτέλεσμα την αυξημένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά.

Μια τέτοια εξέλιξη θα ενισχύσει την ελληνική οικονομία με την άνοδο στην οικονομική δραστηριότητα, η οποία με τη σειρά της από τη μια θα συμβάλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, και από την άλλη στη μείωση της ανεργίας, με όλα τα θετικά συνακόλουθα που θα προκύψουν για τους πολίτες, για τους εργοδότες, και για το κράτος γενικά.