Ο «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματικής ποίησης. Γνώρισα το έργο αυτό από το ιερό πρωτότυπο τη δεκαετία του ’80, φοιτητής έτι στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Από τότε επανέρχομαι συχνά στη δροσερή πηγή του, όταν οι σκέψεις μου στεγνώνουν, όπως τα γαϊδουράγκαθα στο φθινόπωρο της ζωής τους.
Στην ίδια πηγή έσκυψε και ο θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής Sigmund Freud, για να μας δώσει το περιβόητο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα». Με αυτό ο Freud επιχειρεί να δείξει ότι σε όλους μας, βαθιά στο ασυνείδητό μας, υφέρπει ένα τρομερό απωθημένο: να συνευρεθούμε με τον γονιό μας του αντίθετου φύλου – ο γιος να σμίξει με τη μητέρα του, η κόρη με τον πατέρα της. Όμως ο δύσμοιρος Οιδίποδας αντιμετώπιζε τον Απόλλωνα.

Ο ΜΥΘΟΣ

Ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος, νυμφεύεται την Ιοκάστη. Το βασιλικό ανδρόγυνο ρωτά το Mαντείο των Δελφών να μάθει γιατί δεν αποκτούν παιδιά. Η Πυθία χρησμοδοτεί ότι θ’ αποκτήσουν παιδί, αλλά αυτό θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα νυμφευτεί τη μητέρα του.

Γεννιέται το παιδί και ο Λάιος αποφασίζει να το αφανίσει. Τρυπά τα πόδια τού νεογέννητου και τα δένει με σχοινί. Μετά το παραδίδει σ’ έναν βοσκό, με εντολή να το εγκαταλείψει στο βουνό Κιθαιρώνα. Όμως ο βοσκός το λυπάται και αντί να το εκθέσει, το παραδίδει σε άλλον βοσκό από την Κόρινθο, κι εκείνος το παραδίδει στον άτεκνο βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβο. Ο Πόλυβος και η σύζυγός του Μερόπη, υιοθετούν το βρέφος και το ονομάζουν Οιδίποδα (φουσκοπόδη ή πρησκοπόδη), επειδή είχε οίδημα (πρήξιμο) στα πόδια.

Ο Οιδίποδας μεγαλώνει, αλλά πολλοί τον αποκαλούν «νόθο». Έτσι αναγκάζεται να πάει στο Mαντείο των Δελφών για να ξεκαθαρίσει το μυστήριο της καταγωγής του. Η Πυθία αποκρύβει τους πραγματικούς του γονείς και του λέει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα νυμφευτεί τη μητέρα του.

Αυτός, θεωρώντας ως γονείς του τον Πόλυβο και τη Μερόπη, δεν επιστρέφει στην Κόρινθο αλλά προχωρεί προς τη Φωκίδα. Στον δρόμο, σ’ ένα τρίστρατο σημείο, συναντά μια βασιλική άμαξα που κατευθυνόταν προς στους Δελφούς. Σε αυτή επέβαινε ο βασιλιάς της Θήβας Λάιος, με τον οδηγό του και ακολουθούσαν συνοδοί.

Ο οδηγός σπρώχνει στην άκρη τον Οιδίποδα για να περάσει η άμαξα. Ο Οιδίποδας νευριάζει κι αρχίζει άγριος ξυλοδαρμός με τις μαγκούρες. Πέφτουν νεκροί ο βασιλιάς και οι ακόλουθοί του, εκτός από έναν που τρέχει ν’ αναγγείλει το φονικό στη Θήβα. Ο Οιδίποδας δεν ξέρει ότι σκότωσε τον βασιλιά Λάιο.

Η ΣΦΙΓΓΑ

Στη Θήβα τώρα βασιλιάς είναι ο Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης. Όμως μεγάλο κακό συγκλονίζει τους Θηβαίους: ένα ανθρωπόμορφο φτερωτό τέρας – η Σφίγγα – στεκόταν σ’ ένα ύψωμα κι ανάγκαζε τους περαστικούς να λύσουν ένα αίνιγμα. Και επειδή οι διερχόμενοι Θηβαίοι δεν μπορούσαν να το λύσουν, η Σφίγγα τους θανάτωνε.

Ο Κρέων, για να σώσει το λαό του, διακηρύττει ότι όποιος απαλλάξει τη χώρα από τη φοβερή Σφίγγα, θα του παραδώσει τον βασιλικό θρόνο και τη χήρα Ιοκάστη, για γυναίκα του. Ο Οιδίποδας λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας, απαλλάσσει τους Θηβαίους από το τέρας, ανακηρύσσεται βασιλιάς και ανυποψίαστος νυμφεύεται την Ιοκάστη – τη μητέρα του. Από αυτόν τον γάμο γεννιούνται τέσσερα παιδιά: ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής, η Αντιγόνη και η Ισμήνη.

Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Τα χρόνια κυλούν ήρεμα. Ξαφνικά ξεσπά μεγάλος λοιμός. Ο Οιδίποδας στέλνει τον Κρέοντα στους Δελφούς να πληροφορηθεί πώς μπορεί να σωθεί η πόλη. Ο χρησμός λέει ότι πρέπει να θανατωθεί ή να εξοριστεί ο φονιάς του Λάιου. Ο Οιδίποδας υπόσχεται ότι θα κάνει τα πάντα για να βρεθεί ο φονιάς.

Καλείται ο τυφλός μάντης Τειρεσίας να βοηθήσει στην αποκάλυψη του φονιά. Αρχικά ο Τειρεσίας αρνείται να μιλήσει, αλλά ο Οιδίποδας τον αναγκάζει να τα πει όλα. Έτσι το κουβάρι ξετυλίγεται και ο Οιδίποδας ανακαλύπτει πως ο ίδιος, άκων, σκότωσε τον πατέρα του και νυμφεύτηκε τη μητέρα του. Αποτέλεσμα: η Ιοκάστη αυτοκτονεί με απαγχονισμό στο νυφικό θάλαμο του ανακτόρου και ο Οιδίποδας, βλέποντας τη μητέρα του (και σύζυγό του) απαγχονισμένη, αποσπά από το ιμάτιό της τις χρυσές περόνες (καρφίτσες) και με αυτές τρυπά τα μάτια του και τυφλώνεται.

Τυφλωμένος και καταματωμένος εμφανίζεται στη σκηνή. Ο Χορός των γερόντων Θηβαίων τον βλέπει να θρηνεί και να φορτώνει την κακομοιριά του στον Απόλλωνα. Ο Οιδίποδας ζητά από τους γέροντες να τον σκοτώσουν ή να τον εκδιώξουν, αλλά αυτοί τον παραπέμπουν στον Κρέοντα.

Εμφανίζεται ο Κρέων -και πάλι ως βασιλιάς- και συγκινείται καθώς βλέπει τις θυγατέρες του Οιδίποδα να κλαίνε δίπλα στον άτυχο πατέρα τους, που είναι και αδελφός τους. Ο Οιδίποδας παρακαλεί τον Κρέοντα να τον εκδιώξει από τη Θήβα και να φροντίσει για τις θυγατέρες του που θα μείνουν μόνες.

Το δράμα φτάνει στο τέλος του με τον Χορό να βγάζει το ηθικό δίδαγμα, λέγοντας: «Θνητόν μηδένα ολβίζειν, πριν αν τέρμα του βίου περάση». Δηλαδή, κανέναν θνητό δεν πρέπει να μακαρίζουμε πριν φτάσει στο τέρμα της ζωής του. Πρόκειται για του Σόλωνα το περιβόητο «μηδένα προ του τέλους μακάριζε».