Η ελληνικής καταγωγής φωτογράφος Πολυξένη Παπαπέτρου, μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές μορφές του χώρου στην Αυστραλία, έφυγε στις αρχές της εβδομάδας σε ηλικία 57 ετών χάνοντας την μάχη με την επάρατο.

Η Πολυξένη διαγνώστηκε αρχικά με καρκίνο του μαστού το 2007 αλλά κατάφερε να τον ξεπεράσει και να ζήσει υγιής για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ήταν πέντε από τα πιο δημιουργικά της χρόνια και η εποχή που η δουλειά της έγινε ευρύτερα γνωστή σε όλη την Αυστραλία ιδιαίτερα όταν «προκάλεσε» όχι για καλλιτεχνικούς λόγους ακόμα και το ενδιαφέρον, του τότε πρωθυπουργού Kevin Rudd.

Αναφερόμαστε στην επίμαχη φωτογραφία της 5χρονης κόρης της Ολυμπίας, που το κοριτσάκι εμφανιζόταν γυμνό η οποία προκάλεσε την οργή του Kevin Rudd, που την είχε χαρακτηρίσει «αηδιαστική».

Ήταν το 2008 όταν η φωτογραφία της Πολυξένης δέχθηκε τα επικριτικά σχόλια του τότε πρωθυπουργού και αυτό που δεν γνώριζαν πολλοί την δεδομένη χρονική στιγμή ήταν η μάχη που έδινε με τον καρκίνο, όταν την πολιορκούσαν τα μέσα ενημέρωσης έξω από το σπίτι της ενώ  αυτή προσπαθούσε να αναρρώσει από την εγχείρηση αφαίρεσης μαστού που είχε κάνει.
Στα τέλη του 2012 οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ο καρκίνος είχε επιστρέψει, εξαπλωθεί, και ήταν πολύ πιο επιθετικός. Της ανακοίνωσαν ότι είχε ημέρες, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μερικές εβδομάδες ζωής ακόμα.

Το γεγονός ότι έζησε για άλλα πέντε χρόνια μετά από εκείνη την τραγική διάγνωση του 2012, δημιουργώντας έργα με κριτικό πνεύμα που βρίσκονται σήμερα σε συλλογές και γκαλερί όλου του κόσμου, αποδεικνύει την δύναμη της θέλησής της και της αγάπης της προς τα αγαπημένα της πρόσωπα που ήταν πολλές φορές και τα μοντέλα των φωτογραφικών της δημιουργιών.
Ο θάνατος της Πολυξένης ανακοινώθηκε την Τετάρτη από τον σύζυγό της Robert Nelson, καθηγητή του Πανεπιστημίου Monash και κριτικό εικαστικής τέχνης για την εφημερίδα The Age.

«Η Πολυξένη έφυγε, τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει ή να ειπωθεί. Το μόνο που νοιώθουμε είναι το θλιβερό κενό που άφησε στην ζωή όλων μας ο θάνατός της» έγραψε ο σύζυγός της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανακοινώνοντας τον θάνατο της αγαπημένης του και κάνοντας έκκληση στους φίλους και θαυμαστές της να μην στείλουν λουλούδια στο σπίτι της.
Η Πολυξένη Παπαπέτρου ήταν η πρωτότοκη κόρη Ελλήνων μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1950 και η μεταναστευτική της καταγωγή  όπως είχε αναφέρει έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ζωή της και στην διαμόρφωση του χαρακτήρα της.

«Ήμουν wog», είχε πει σε συνέντευξη που έδωσε στο κρατικό δίκτυο ABC το 2013. «Μεγάλωσα με την ‘ρετσινιά’ της διαφορετικής, φαινόμουν διαφορετική, το φαγητό μου μύριζε διαφορετικά. Γι’ αυτό μεγάλωσα πιστεύοντας ότι ποτέ δεν ήμουν αρκετά καλή, νοιώθοντας περιθωριακή και η ‘ξένη’ με το παράξενο όνομα που οι περισσότεροι δεν μπορούσαν καν να προφέρουν».

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως δικηγόρος. Αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και άρχισε να φωτογραφίζει και να “μεταμορφώνει” μέσα από τον φακό της τον κόσμο γύρω της, όταν είδε κάποιες φωτογραφίες της Diane Arbus.
Η παιδική ηλικία ήταν το επίκεντρο ενός μεγάλου μέρους του έργου της Πολυξένη και τα δύο της παιδιά της, η Ολυμπία και ο Σολομώντας ήταν παρόντες σε πολλές από αυτές, είτε ως πλάσματα αλλόκοτου σχήματος που φορούσαν μάσκες διαφορετικών ζώων, είτε μορφοποιημένες φιγούρες που καλύπτονταν από υλικά που αντανακλούσαν τα εκπληκτικά τοπία στα οποία στέκονταν.

Η Naomi Cass, διευθυντής του Κέντρου Σύγχρονης Φωτογραφίας της Μελβούρνης (του οποίου η Παπαπέτρου ήταν ιδρυτικό μέλος), μετά τον θάνατο της πολύ καλής της φίλης είπε ότι η Πολυξένη έζησε μια ενδιαφέρουσα και θαυμάσια ζωή ως καλλιτέχνης, ως φεμινίστρια, ως μητέρα, ως σύζυγος, ως κόρη και ένα πολύ σημαντικό μέλος της αυστραλιανής εικαστικής σκηνής».

«Ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος που δεν έχασε ούτε την δυναμικότητά, ούτε την διαύγεια νου που την χαρακτήριζε, μέχρι το τέλος. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να δουν τον θάνατο κατάματα χωρίς να τον φοβηθούν» είπε η Cass προσθέτοντας ότι όταν το 2012 βρισκόταν όπως έλεγαν οι γιατροί της στα τελευταία στάδια της ζωής της, πολέμησε με όλη της την ψυχική δύναμη να μην του παραδοθεί μόνο και μόνο για να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να είναι κοντά τους.

Την περασμένη εβδομάδα στην γκαλερί του Michael Reid στο Σίδνεϊ παρουσιάστηκε η έκθεση των τελευταίων έργων της Παπαπέτρου που την ονόμασε «Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ- είναι ακόμα γεμάτη από αυτήν» δανειζόμενη ένα στίχο από ποίημα του Γάλλου συγγραφέα του 19ου αιώνα Alfred de Musset.
Στις μεταξοτυπίες που παρουσιάζονται στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται μία αυτοπροσωπογραφία της καλλιτέχνη από το 1986 και πορτρέτα της Ολυμπίας που εκπέμπουν μία σκοτεινή και θλιβερή διάθεση κάτι που δεν συναντάται συχνά στα προηγούμενα έργα της.

Μία από τις μεταξοτυπίες που συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή Delphi, που βραβεύτηκε με το υψηλού κύρους βραβείο William και Winifred Bowness

Ο Toby Meagher, διευθυντής των γκαλερί Reid’s Sydney και Berlin, περιέγραψε την Παπαπέτρου μεγάλη μορφή στον χώρο της σύγχρονης φωτογραφίας.
Πέρυσι η Παπαπέτρου κέρδισε ένα από τα υψηλότερου κύρους φωτογραφικά βραβεία της Αυστραλίας, το Βραβείο Φωτογραφίας William και Winifred Bowness το οποίο συνοδευόταν από χρηματικό έπαθλο ύψους $30.000 για την δουλειά της Delphi από τη σειρά Eden. Τότε είχε δηλώσει έκπληκτη μεν, ικανοποιημένη δε.

Οι φωτογραφίες του Παπαπέτρου εκτίθενται σήμερα σε εκθέσεις στην Κίνα και στις ΗΠΑ, καθώς και στην γκαλερί στην περιοχή Gippsland της Βικτώριας ενώ από την Παρασκευή θα βρίσκονται και στην γκαλερί του πανεπιστημίου RMIT σε συλλογή που εκτίθεται όπου η Παπαπέτρου θα είναι η επικεφαλής δημιουργός .

Τα έργα της έχουν παρουσιαστεί σε πρόσφατες εκθέσεις στην Ιαπωνία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ολλανδία, και τους χώρους αρκετών αυστραλιανών οργανισμών.
Να αναφέρουμε επίσης ότι η Πολυξένη και το έργο της φιλοξενήθηκαν πολλές φορές στις σελίδες του «Νέου Κόσμου» τόσο σε αυτές της αγγλικής όσο και της ελληνικής μας έκδοσης.
Κλείνω με μία προσωπική ανάμνηση από τις κατά καιρούς συναντήσεις μας σε εκδηλώσεις του Ελληνικού Μουσείου Μελβούρνης που φρόντιζε πάντα να επισκέπτεται. Θυμάμαι όταν πρωτοσυναντηθήκαμε όχι μόνο το πλατύ και ζεστό της χαμόγελο αλλά την αγάπη της για κάθε τι ελληνικό. «Νιώθω πολύ ελληνίδα» μου είχε πει, σχεδόν απολογητικά, «έχουμε μία διαφορετική άποψη και αντίληψη για τον κόσμο γύρω μας».

Το κενό που αφήνει η Πολυξένη, το πνεύμα της, η δυναμική και δημιουργική της προσωπικότητα στα εικαστικά αυτής της χώρας αλλά και στην κοινότητα των ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών της Αυστραλίας είναι όντως μεγάλο.
Η μόνη παρηγοριά για την οικογένειά της αλλά και για όλους εμάς τους υπόλοιπους που καρφώναμε το βλέμμα μας στα έργα της με δέος, περιέργεια και θαυμασμό, είναι αυτά ακριβώς. Θα μας θυμίζουν πάντα αυτόν τον ζεστό και τολμηρό άνθρωπο που δεν φοβήθηκε ποτέ να εκφράσει την αλήθεια της.