Για να δώσουμε ένα νόημα στο παρόν μας ή για να σχεδιάσουμε το μέλλον μας, οφείλουμε διαρκώς να ανατρέχουμε στα «μνημονικά εγγράμματα» του παρελθόντος. Καμία άλλη νοητική λειτουργία μας δεν παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικής μας ταυτότητας αλλά και στη συγκεκριμενοποίηση της αφηρημένης έννοιας του «εαυτού» όσο η μνήμη.

Στις 30-31 Μαρτίου στο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Παστέρ πραγματοποιήθηκε, με μεγάλη επιτυχία, μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστημονική διημερίδα με θέμα τις περίπλοκες σχέσεις εξάρτησης της Μνήμης από τον Εγκέφαλο. Η διημερίδα διοργανώθηκε από τους καθηγητές Ιωάννη Ευδοκιμίδη και Ανδρέα Παπανικολάου και σ’ αυτή συμμετείχαν διεθνούς κύρους Έλληνες και αλλοδαποί ειδικοί στην έρευνα της ανθρώπινης μνήμης.

Σήμερα, οι νευροεπιστήμονες και οι νευροψυχολόγοι διερευνούν με νέα ισχυρά εργαλεία το πώς ο εγκέφαλός μας επιλέγει ποιες από τις μυριάδες εμπειρίες που καταγράφονται πρόσκαιρα στη μνήμη μας αξίζει να διασωθούν από τη λήθη και να αποθηκευτούν ως «προσωπικές» αναμνήσεις. Ποια είναι αυτά τα νέα επιστημονικά εργαλεία για την έρευνα της μνήμης και ποια είναι τα όριά τους;

Α. Παπανικολάου: Τα νέα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση των μηχανισμών της ανθρώπινης μνήμης είναι, κατά βάση, η λειτουργική μαγνητική τομογραφία γνωστή ως fMRI, η μαγνητοεγκεφαλογραφία, η τομογραφία μέσω εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και η μέθοδος του διακρανιακού μαγνητικού ερεθισμού (ΔΜΕ). Καμία όμως από αυτές τις μεθόδους δεν έχει ώς τώρα δώσει απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημά σας, ίσως λόγω της φύσεως του ερωτήματος.

Εξηγούμαι: Λέμε συχνά, αλλά πάντοτε ποιητική αδεία, ότι, φέρ’ ειπείν, «το χέρι τιμωρεί» ή ότι «η καρδιά διαλέγει», χωρίς δηλαδή να εννοούμε ότι το χέρι από μόνο του τιμωρεί τον φταίχτη ή ότι η καρδιά από μόνη της επιλέγει τι να αποφύγει ή τι να ερωτευτεί. Απεναντίας εννοούμε ότι ο μεν άνθρωπος ως ενιαία οντότητα επιλέγει τι να πράξει, η δε υλοποίηση των επιλογών του συντελείται μέσω των οργάνων τα οποία διαθέτει.

Στον αιώνα μας όμως όταν λέμε «ο εγκέφαλος επιλέγει» συχνά εννοούμε ότι η έννοια «εγκέφαλος» είναι πρακτικά ταυτόσημη με την έννοια «άνθρωπος» και ότι, επομένως, ο εγκέφαλος μπορεί από μόνος του να δρα όπως ο άνθρωπος, αν και αναγνωρίζουμε ότι μια τέτοια πρόταση είναι (όπως και στην περίπτωση του χεριού ή της καρδιάς) λογικώς προβληματική. Παρ’ όλα ταύτα, στην προκειμένη περίπτωση παραβλέπουμε τις λογικές δυσχέρειες τις οποίες η πρόταση εγκυμονεί όντας πεπεισμένοι ότι τουλάχιστον από τη (μεταφυσική) σκοπιά του ενδημούντος στις νευροεπιστήμες υλιστικού μονισμού, ο εγκέφαλος έστω και μόνος θα επαρκούσε ως ποιητικό αίτιο επιλογών, κάτι που ενδεχομένως αληθεύει.

Όμως, το αληθές της προτάσεως παραμένει εμπειρικώς ατεκμηρίωτο, όπως έχω επανειλημμένως επισημάνει σε σχετικά άρθρα μου (βλ. τα άρθρα «Περί των Νευρωνικών Αιτίων της Βουλήσεως» στο περιοδικό Σύναψις 2016, τχ. 41, σελ. 30-33, και στο περιοδικό Psychology of Consciousness: Theory, Research, and Practice. 2017, Vol. 4, No. 3, 310–320 και Psychology of Consciousness: Theory, Research, and Practice. 2017, Vol. 4, No. 3, 334–336).

Επιπλέον, η συγκεκριμένη πρόταση είναι μάλλον φύσει μη προσπελάσιμη με τις προαναφερθείσες επιστημονικές μεθόδους, εξ ου και η έλλειψη της τεκμηριώσεώς της εν αντιθέσει προς άλλες, προσπελάσιμες υποθέσεις σχετικά με τη φύση των εγκεφαλικών μηχανισμών απομνημονεύσεως βιωμάτων και γνώσεων, όπου οι προαναφερθείσες μέθοδοι συμβάλλουν στην ταυτοποίησή τους.

Μόνο η μνήμη «μας» μπορεί να εγγυηθεί την ενότητα και τη μοναδικότητα της ύπαρξής μας. Ομως, όπως εξηγήσατε στην πρόσφατη ομιλία σας στο Ινστιτούτο Παστέρ, τα μνημονικά ίχνη όλων των βιωμάτων μας αναδομούνται διαρκώς και αναπροσαρμόζονται στις μεταγενέστερες εμπειρίες μας. Γιατί ορισμένες αναμνήσεις διαρκούν περισσότερο, ίσως για όλη μας τη ζωή, ενώ άλλες εξαλείφονται μέσα σε λίγα λεπτά;

Α.Π.: Εξαλείφονται όμως πραγματικά; Ή μήπως όλες ανεξαιρέτως οι εμπειρίες μας διαρκούν εφ’ όρου ζωής, όπως δίδασκε τον περασμένο αιώνα ο Henri Bergson και μόνον η πρόσβασή μας σε αυτές δυσχεραίνεται από διάφορους ψυχολογικούς και νευροπαθολογικούς παράγοντες; Διότι, ως γνωστόν, αφ’ ενός είναι φύσει αδύνατον να αποδειχτεί η εξάλειψη και η ανυπαρξία τους και αφ’ ετέρου συχνά εκπλησσόμαστε όταν εμπειρίες τις οποίες θεωρούσαμε αμετακλήτως χαμένες, όπως κάποια φαινομενικώς ασήμαντα στιγμιότυπα του απώτατου παρελθόντος μας, ενίοτε αναδύονται μέσα από τη δίνη των συνειρμών μας.

Αλλωστε, οι αμνησίες που προκύπτουν από εγκεφαλικές βλάβες αποτελούν ως επί το πλείστον δυσχέρειες προσβάσεως στα ονόματα αντικειμένων ή στη σημασία ονομάτων και όχι την καταστροφή νευρωνικών κυκλωμάτων τα οποία, εξ υποθέσεως, κωδικεύουν τις αναμνήσεις. Δεδομένου μάλιστα ότι σε άλλo πλαίσιo τα φαινομενικώς διαγεγραμμένα ονόματα και γνώσεις ανακαλούνται από τους ίδιους ασθενείς. Εκτός βεβαίως από τις περιπτώσεις αγνωσίας και αφασίας όπου οι μηχανισμοί αναγνωρίσεως αντικειμένων και αυτοί της εκφοράς και προσλήψεως λόγου αποδιοργανώνονται.

Τα γεγονότα αυτά, παρεμπιπτόντως, οδηγούν στην υπόθεση που ανέπτυξα στην πρόσφατη ομιλία μου στην οποία αναφερθήκατε: την υπόθεση της αναδομήσεως και συνεχούς αναπροσαρμογής των αναμνήσεών μας, παρά της κωδικεύσεως και της εναποθηκεύσεώς τους σε κυκλώματα νευρώνων στον εγκέφαλο.

Δεν είμαι όμως βέβαιος εάν η διαχρονική συνοχή μας ως οντότητες εξηγείται ευκολότερα από την κλασική -την πάνδημο, θα έλεγα- θεωρία της μνήμης παρά από το εναλλακτικό πρότυπο το οποίο προτείνω· εάν δηλαδή η επίγνωση της ενότητας και μοναδικότητας της υπάρξεώς μας απαιτεί και προϋποθέτει την ύπαρξη μνημονικών κυκλωμάτων περισσότερο ή λιγότερο από, ότι απαιτεί την ύπαρξη νευρωνικών μηχανισμών αναδομήσεως των αναμνήσεων κάθε φορά που αυτές προκύπτουν.

Η διαχρονική συνοχή μας ως ατόμων μάλλον δεν καθορίζεται από τις επιμέρους αναμνήσεις -είτε αυτές ανακαλούνται είτε αναδομούνται- αλλά καθορίζεται, όπως κι εσείς άλλωστε είπατε, από τη μνήμη μας, δηλαδή από τη δυνατότητα να βιώνουμε (είτε μέσω της ανακλήσεως είτε της αναδομήσεως) και να εποπτεύουμε τις αλληλουχίες των προσωπικών βιωμάτων μας μέσα στον χρόνο.

H «εγγραφή» ενός νέου μνημονικού ίχνους στηρίζεται στη δημιουργία νέων συνάψεων, δηλαδή νέων δικτύων επικοινωνίας μεταξύ των νευρώνων ενός εγκεφαλικού κυκλώματος· η ανάκληση αυτού του μνημονικού ίχνους συνίσταται στην επανενεργοποίηση του συγκεκριμένου κυκλώματος ή μήπως όχι; Ποιος τελικά αποφασίζει και πώς επιλέγεται τι πρέπει να διασωθεί από τη λήθη, δηλαδή να αποθηκευτεί ως προσωπική ανάμνηση;

Α.Π.: Πολύ σωστά: στο πλαίσιο της κλασικής θεωρίας η ανάκληση της αναμνήσεως συνίσταται στην επανενεργοποίηση του συγκεκριμένου κυκλώματος, δηλαδή στη δημιουργία ενός σχηματισμού ηλεκτροχημικών σημάτων· στο πλαίσιο της εναλλακτικής θεωρίας συνίσταται στην εκ νέου δημιουργία ενός τέτοιου σχηματισμού σημάτων. Και στις δύο περιπτώσεις προκύπτει το πρόβλημα της επιλογής: τι θα ανακληθεί (ή τι θα αναδομηθεί) είτε για να διασωθεί είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ένα δεύτερο πρόβλημα που επίσης προκύπτει: τι ή ποιος θα ερμηνεύσει αυτούς τους σχηματισμούς νευρωνικών σημάτων; Καθότι τα νευρωνικά σήματα, όπως άλλωστε τα σήματα παντός είδους, αποκτούν νόημα μόνον όταν ερμηνευτούν.

Ήδη αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τον νευρωνικό μηχανισμό επιλογών και αποφάσεων, πέραν ίσως του γεγονότος ότι περιλαμβάνει μέρος των μετωπιαίων λοβών του εγκεφάλου.

Κατά τη γνώμη μου, ειδικοί μηχανισμοί επιλογής και ερμηνείας των νευρωνικών σημάτων με κατ’ ανάγκη ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά δεν υπάρχουν· δεν είναι αναγκαίοι. Δεν μου είναι όμως δυνατό να επιχειρηματολογήσω υπέρ της γνώμης αυτής στο πλαίσιο του σύντομου διαλόγου μας.

*Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολή του Πανεπιστημίου του Τενεσί, πρώην διευθυντής του περίφημου Κέντρου Κλινικών Νευροεπιστημών Χιούστον και συν-διευθυντής του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του Νοσοκομείου Le Bonheur Μέμφις. Το 2002 ίδρυσε και διηύθυνε το Θερινό Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών της Διεθνούς Νευροψυχολογικής Εταιρείας και το 2008 έγινε πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Προώθηση της Κλινικής Μαγνητοεγκεφαλογραφίας. Παράλληλα, είναι πρόεδρος του Κέντρου Εφαρμοσμένων Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.