Ο εξαιρετικά αποκαλυπτικός και άκρως λογοτεχνικός τίτλος «Οδυσσείς χωρίς Ιθάκη» είναι το αξιόλογο και άρτιο πόνημα του Κώστα Σπ. Τσαντίνη, με τις 216 καλοφροντισμένες σελίδες του, σε εκτύπωση από τις εκδόσεις Π.Γ. Σοκόλης (Γραβιάς 10 , Αθήνα 1991). Αναφέρεται με προσωπική φροντίδα στους πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946–1949 στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία, με τον εύστοχο υπότιτλο «Από τη Μουργκάνα στη Βουδαπέστη».

Το έργο είναι γραμμένο αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα που είχαν συνταράξει τα νεανικά και εφηβικά χρόνια του συγγραφέα. Με ώριμη ματιά και κομψή ευγλωττία, αναφέρεται στα συγκλονιστικά συμβάντα τα οποία έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη του, ενός εμφυλίου που ξερίζωσε χιλιάδες οικογένειες και ερήμωσε πάμπολλα ορεινά χωριά, ιδίως στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, χωρίς καμία σοβαρή και εύλογη αιτία.

Οι Οδυσσείς ξεκινούν τη συγκλονιστική τους εμπειρία μετά την αυστηρή διαταγή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ): «Τα χωριά να εκκενωθούν για λόγους ασφάλειας. Οι κάτοικοί τους να μεταφερθούν στην Αλβανία». Ο αυτόπτης μάρτυρας, συγγραφέας και θύμα των περιστάσεων, ο νεαρός και αμούστακος Κώστας, στις πρώτες του σελίδες της Οδύσσειάς του (σελ. 11), περιγράφει –σαν το Όμηρο– την πρώτη μέρα του ξεριζωμού: «Ένα παράξενο ανθρώπινο κοπάδι, από γέρους και γυναικόπαιδα, ξεριζωμένο από την μπόρα του πολέμου, αποχαιρετά τις πατρογονικές του εστίες και παίρνει το δρόμο ενός ομαδικού ξενιτεμού προς το άγνωστο».

Βαδίζοντας σιωπηλοί και στενοχωρημένοι το δρόμο των χωριών Λια, Βαβούρη και Τσαμαντά, περνούν από τη Μουργκάνα στην Αλβανία. Σε δύο μέρες φτάνουν στον Άγιο Ανδρέα της περιοχής του Δελβίνου. Η πείνα θεριεύει μέσα τους και τους βασανίζει όλους. Οι ντόπιοι Βορειοηπειρώτες, φτωχοί και φοβισμένοι μουρμούριζαν μέσα τους: «Πού πάτε μωρ’ καλότυχοι, αφήνοντας τα σπίτια σας και τα καλά σας!». Πέρασαν τους Αγίους Σαράντα και έφτασαν στην παλιά πρωτεύουσα της Αλβανίας Σκόδρα, όπου «ο βαθύς πόνος είχε στερέψει στην ψυχή τους και τα λόγια και τα δάκρυα». (σελ. 32)

Να σημειώσουμε εδώ ότι την ίδια τύχη, διαδρομή και κακουχίες μέσα στη φτωχή Αλβανία, είχαν και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις παραμεθόριες περιοχές των γειτονικών νομών Καστοριάς και Φλώρινας, μέσω Κορυτσάς με καταυλισμό στο Πρέινες, με τις πελώριες ιταλικές του καζάρμες και το πολύ λιγοστό ψωμί, όπου η πείνα κυριολεκτικά θέριζε. Η μικρή Αλβανία δεν μπορούσε να επωμιστεί τη δαπάνη της διατροφής χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων και έτσι πάρθηκε η απόφαση να διαμοιραστούν σε όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες και στη Σοβιετική Ένωση. Το 1949 «ο προδότης Τίτο έκλεισε τα σύνορα». Οι μάχιμοι αντάρτες προωθήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ και οι ανάπηροι και τα γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν και διασκορπίστηκαν σε όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες.

ΤΑΞΙΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Όλα τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη Σκόδρα και από εκεί στο Δυρράχιο. Τους περίμενε εκεί ένα τεράστιο πολωνικό φορτηγό πλοίο με τεράστια, επίσης, φουγάρα που έβγαζαν μαύρους καπνούς και με το παράξενο όνομα «Κοσκούσκο».

Πάνω από δύο χιλιάδες άτομα -Έλληνες πρόσφυγες, γυναικόπαιδα τα πιο πολλά, λίγοι γέροντες και ελάχιστοι άντρες- επιβιβάστηκαν στο πλοίο αυτό με τα πελώρια βίντσια του και τους μεγάλους χώρους για τη μεταφορά, μάλλον, ζώων. Φινιστρίνια δεν υπήρχαν πουθενά. Όλα έγιναν με μυστικότητα και η αναχώρηση έγινε τα μεσάνυχτα. Από το Δυρράχιο, μέσα από τη Μεσόγειο, έφτασε το πλοίο στο Γιβραλτάρ και μπήκε στον Ατλαντικό Ωκεανό και πέρασε νύχτα και με φόβο το Στενό της Μάγχης – μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας- και πέρασε στη φουρτουνιασμένη Βόρεια Θάλασσα. Μετά, κάνοντας το γύρο της Δανίας και αφήνοντας τη Σκανδιναβική Χερσόνησο αριστερά, μπήκε στη Βαλτική Θάλασσα.

Μετά από δεκατρία απερίγραπτα ημερόνυχτα με πείνα, απαίσια δυσοσμία, ανυπόφορη μπόχα, από εμετούς και κάτουρα, το πλοίο έφτασε στο Γκντανσκ και με το τρένο διαμοιράστηκαν οι Έλληνες πρόσφυγες. Εκατοντάδες έμειναν στην Πολωνία, άλλοι τόσοι στην Τσεχοσλοβακία και οι υπόλοιποι έφτασαν στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. «Πηγαίναμε ανερώτητοι κι αδιαμαρτύρητα, όπου μας οδηγούσε η αδυσώπητή μας μοίρα» (σελ. 62). Εδώ απολυμάνθηκαν όλοι. Ο συγγραφέας τονίζει το γεγονός ότι όλοι χωρίστηκαν σε ομάδες και κατευθύνθηκαν σε διάφορα μέρη υποδοχής στην Ουγγαρία. Έτσι έφτασαν όλοι τους σε έναν άγνωστο τόπο, ταλαίπωροι Οδυσσείς χωρίς Ιθάκη.

ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΣΕ ΟΥΓΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ

Από εδώ αρχίζει η προσφυγική ζωή στην κεντρική Ευρώπη. Πρώτος σταθμός το Μπαλατονφιούρεντ, στην ξακουσμένη «θάλασσα της Ουγγαρίας» που είναι η λίμνη Μπάλατον. Σε τέσσερα πολυτελή ξενοδοχεία εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες πρόσφυγες ως οικότροφοι του ουγγρικού κράτους. Εδώ τα περισσότερα παιδιά –λόγω της έλλειψης τροφής στην Αλβανία– υποβλήθηκαν σε εγχειρίσεις για τράχωμα στα μάτια και γλύτωσαν την τύφλωση. Εδώ γίνονταν και πολλές χοροεσπερίδες, αλλά εδώ δημιουργήθηκαν και σχολικές ομάδες για τα παιδιά που δεν έμαθαν τα στοιχειώδη γράμματα στην Ελλάδα λόγω του πολέμου.

Ακολούθησε ο καταυλισμός στο Ντόχανγκιαρ της Βουδαπέστης και άλλοι κατέληξαν στο Χιούγκες, μέχρι που χτίστηκε το Ελληνοχώρι, το Γκιούρουκφάλου, που το 1952 ονομάστηκε σε Μπελογιάννης, με πάνω από δύο χιλιάδες κατοίκους. Άλλοι πάλι κατέληξαν στο Στάλινβαρος, πάνω στον ποταμό Δούναβη και άλλοι στο μεγάλο Σχολείο στο Τσούργκο, αλλά και αλλού.
Στο χωριό Μπελογιάννης και τη Βουδαπέστη, ιδρύθηκαν παιδικός σταθμός, οκτατάξιο σχολείο, τετραετές Γυμνάσιο και Τεχνικές Σχολές όπου διδάσκονταν Ελληνική Γλώσσα, Λογοτεχνία, Ιστορία και Γεωγραφία, με διδάσκοντες την Έλλη Αλεξίου, τον Δημήτρη Χατζή και πολλούς άλλους γνωστούς δάσκαλους. Έτσι οι πρόσφυγες έμειναν για πάντα Έλληνες. Ο συγγραφέας Τσαντίνης είχε την τύχη να αντιπροσωπεύσει τους Έλληνες στο Φεστιβάλ πιονέρων του Βερολίνου το 1951 και η ζωή συνεχιζόταν στην ξενιτειά, αλλά δυστυχώς, όλα δεν χωρούν να μπουν σε μία σύντομη επιφυλλίδα.

ΟΜΗΡΙΚΟ ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ

Με ενέργειες του Ερυθρού Σταυρού, πάνω από το ένα τρίτο του Ελληνοχωρίου επέστρεψε στην Ελλάδα το 1954 μέσω Αυστρίας και Βενετίας της Ιταλίας, φτάνοντας στην Ηγουμενίτσα της Ηπείρου. Αυτοί που έμεναν πίσω μοιρολογούσαν και έλεγαν: «Καλότυχοι εσείς που φεύγετε! Τι θα γίνουμε εμείς οι μαύροι που θα μας φαν τα έρημα τα ξένα;».

Και ο συγγραφέας –ως νέος Όμηρος- τελειώνει την προσωπική του Οδύσσεια –που είναι πανομοιότυπη και με τη δική μου- με τα λόγια: « Γίναμε θύματα όλων των καταστάσεων… Στην πατρίδα δεν βρήκαμε τη θαλπωρή της μάνας, αλλά τη σκληράδα της μητριάς. Για χρόνια νιώθαμε ξένοι στον ίδιο μας τον τόπο, τόσο που αναρωτιόμαστε: Πότε θα βρούμε τη χαμένη μας Ιθάκη;

Τέλος να πούμε ότι ο ρυθμός, το ύφος, ο τόνος και η γλαφυρή διήγηση του πονήματος για ένα τόσο δραματικό σκηνικό έξι ετών, συμπληρώνεται με τη στρωτή και ζεστή δημοτική μας γλώσσα, την οποία ο συγγραφέας χειρίζεται υπέροχα.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Φρονούμε ότι το σύντομο και αποκαλυπτικό βιβλίο του Κώστα Τσαντίνη είναι μία εξαιρετική, έγκυρη και άκρως πολύτιμη και μοναδική συμβολή στη σύγχρονη Ιστορία του Ελληνικού μας Έθνους, γιατί σαν τον Όμηρο, σώζει σημαντικά και ουσιώδη στοιχεία της νεότερης ιστορίας μας, που δυστυχώς είναι τελείως άγνωστα στους σημερινούς Έλληνες, για έναν Εμφύλιο Πόλεμο που δεν έπρεπε να είχε γίνει ποτέ!