Στην αρχαία Αθήνα η νεαρή ανέγγιχτη Αθηναία («άνανδρος», χωρίς άνδρα), περιορισμένη στον «γυναικωνίτη» του πατρικού της σπιτιού, δεν ξεπόρτιζε με τον άντρα των ονείρων της. Ο έρωτας σπάνια την άγγιζε. Ούτε στο σχολείο πήγαινε, ακόμη και αν ήταν πλουσιοκόριτσο, διότι η Αθήνα του 5ου π.Χ. αι. δεν ήταν η Λέσβος του 6ου π.Χ. αι., με τη γυναικεράστρια Σαπφώ να ιδρύει ιδιωτικό παρθεναγωγείο.

Ούτε το κορμί της γύμναζε η νεαρή Αθηναία, όπως το γύμναζε η Σπαρτιάτισσα με τον κοντό σχιστό χιτώνα της που άφηνε να φαίνονται ως πάνω οι μηροί της, πράγμα που οδήγησε τον ποιητή Ίβυκο (6ος π.Χ. αι.) να ονομάσει τις Σπαρτιάτισσες «φαινομηρίδες», δηλ. «αυτές που αφήνουν να φαίνονται οι μηροί τους». Ο αιδημονικός Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ανδρομάχη» (στ. 595-600), δια στόματος Πηλέα κατηγορεί τις Σπαρτιάτισσες, λέγοντας:

«Μα και να ήθελε μια κόρη από τη Σπάρτη, δεν θα μπορούσε να γίνει σεμνή. Παρατάνε τα σπίτια τους και με ξεσκέπαστα τα μηριά τους και με πέπλα που ανεμίζουν γυμνάζονται στα στάδια και στις παλαίστρες μαζί με τα αγόρια – συνήθειες σιχαμερές για μένα».

Μόνο σε δημόσιες θρησκευτικές τελετές η νεαρή Αθηναία έβγαινε έξω από το σπίτι της για να βοηθήσει στις θυσίες και να λάβει μέρος σε πομπές, όπως αυτή των «Παναθηναίων» που δείχνει η ζωφόρος του Παρθενώνα.

Όσο για την παντρεμένη Αθηναία, αυτή δεν απολάμβανε περισσότερα πολιτικά ή νομικά δικαιώματα από αυτά μιας δούλης. Ωστόσο, στο σπίτι της ήταν απόλυτα κυρίαρχη – στο βαθμό, βέβαια, που της το επέτρεπε ο σύζυγός της (ο «γαμέτης»). Σε κάθε περίπτωση, ο Αθηναίος σύζυγος ήταν πολυάσχολος: κυνήγι ή ψάρεμα, αν ήταν «άγροικος» (δηλ. ζούσε σε αγροικία), πολιτική και δίκες, αν ήταν «αστείος» ή «αστικός» (δηλ. ζούσε στο άστυ, μέσα στην πόλη).

Η «ΕΓΓΥΗΣΗ»

Ο γάμος Αθηναίου πολίτη με θυγατέρα άλλου συμπολίτη του βασιζόταν στη λεγόμενη «εγγύηση», δηλ. κάτι περισσότερο από τυπικό αρραβώνα. Ήταν μια συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων: ο υποψήφιος γαμπρός (ο «νυμφίος») από τη μια, και ο προστάτης της νεαρής κοπέλας (ο «κύριος») από την άλλη. Αν ο πατέρας τής κοπέλας δεν ζούσε, την προστασία της αναλάμβανε ο αδελφός της, και αν δεν υπήρχε αδελφός τότε κάποιος οικογενειακός προστάτης.

Οι δύο άντρες έδιναν τα χέρια και αντάλλασσαν απλές φράσεις. Ο κωμικός ποιητής Μένανδρος, στο έργο του «Περικειρομένη» (στ. 1014-5), μας παραδίδει ένα χαρακτηριστικό δείγμα. Ο Πάταικος παντρεύει («γαμίζει») την κόρη του με τον Πολέμωνα, και λέει: «Ταύτην γνησίων παίδων επ’ αρότω σοι δίδωμι» (σου δίνω αυτό εδώ το κορίτσι για ν’ αποκτήσεις γνήσια παιδιά από τα δεσμά του γάμου). Και ο Πολέμων απαντά λακωνικά: «Λαμβάνω» (την παίρνω). Αλλά ο Πάταικος προσθέτει: «Και προίκα τρία τάλαντα» (και προίκα 18.000 αργυρές δραχμές). Και ο Πολέμων, πάλι λακωνικά: «Και καλώς ποιείς» (και καλά κάνεις).

Τέτοια «γαμικά συναλλάγματα» και συμφωνίες γίνονταν μόνο με χειραψία, όχι με υπογεγραμμένο χαρτί. Ωστόσο, παρευρίσκονταν μάρτυρες. Να θυμίσουμε εδώ ότι στην ομηρική εποχή γινόταν το αντίθετο: ο υποψήφιος γαμπρός έδινε δώρα στον πατέρα του κοριτσιού.

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Ο Ξενοφών, στο έργο του «Οικονομικός» (7.5-35), μιλά για τα προσόντα και τα καθήκοντα νιόπαντρης (14χρονης κάποιες φορές) Αθηναίας. Ο Ισχόμαχος λέει στον Σωκράτη:

«Πώς είναι δυνατό, Σωκράτη, να πάρω εγώ γυναίκα μορφωμένη, αφού αυτή δεν ήταν ακόμη δεκαπέντε ετών όταν ήρθε σε μένα, ενώ το προηγούμενο διάστημα ζούσε με πολλή φροντίδα, ώστε να βλέπει τα ελάχιστα, να ακούει τα ελάχιστα και να ρωτάει τα ελάχιστα; Μήπως δεν κρίνεις ότι ήταν αρκετό, αν ήρθε γνωρίζοντας μόνο να παραλαμβάνει το μαλλί και με αυτό να φτιάχνει ρούχα και να κατανέμει τις δουλειές κατεργασίας του μαλλιού στις δούλες; Όσον αφορά τη μαγειρική, σ’ αυτό, Σωκράτη, ήρθε πολύ καλά μορφωμένη, πράγμα που εγώ θεωρώ πολύ σπουδαίο μάθημα – και για τον άντρα και για τη γυναίκα».

Στη συνέχεια ο Ισχόμαχος εξηγεί στη νεαρή σύζυγό του τον τρόπο που οδηγεί στην αρμονική ζωή και απαριθμεί τα παρακάτω καθήκοντά της:

«Βέβαια, θα είναι ανάγκη να μένεις μέσα στο σπίτι και όσοι από τους υπηρέτες έχουν εξωτερική δουλειά, να τους ξεπροβοδίζεις μέχρι την εξωτερική πόρτα του σπιτιού. Όσοι έχουν δουλειά μέσα στο σπίτι, να τους επιβλέπεις και να παραλαμβάνεις τα εισαγόμενα πράγματα. Όσα από αυτά πρέπει να δαπανηθούν, είσαι υποχρεωμένη να τα μοιράζεις κανονικά. Και όσα περισσεύουν, οφείλεις να φροντίζεις γι’ αυτά και να τα προσέχεις, ώστε να μην ξοδευτούν σ’ ένα μήνα αυτά που είναι να ξοδευτούν σ’ ένα χρόνο.

«Όταν σου φέρουν το μαλλί, εσύ πρέπει να φροντίσεις για το φτιάξιμο των ρούχων. Όσο για το ξηρό σιτάρι, επίσης πρέπει να φροντίσεις να γίνει φαγώσιμο ψωμί. Όμως ένα από τα καθήκοντά σου ίσως σου φανεί δυσάρεστο, ότι δηλαδή όποιος από τους δούλους αρρωστήσει, οφείλεις να φροντίσεις με κάθε τρόπο για τη θεραπεία του».

Κλείνοντας, να πούμε ότι στην Αθήνα η αιμομιξία δεν απαγορευόταν με νόμο. Ωστόσο, η συνεύρεση πατέρα και κόρης θωρούνταν βδελυγμία που προκαλούσε την οργή των θεών. Κι όμως, ο Οιδίποδας έσμιξε με τη μητέρα του κάτω από τη μύτη του Απόλλωνα!