Οι προσεχείς εκδηλώσεις για την ημέρα ANZAC, είναι η κατάλληλη αφορμή να αναλογιστούμε τις εμπειρίες των βετεράνων του πολέμου στο μέτωπο και να αποτίσουμε φόρο τιμής στις προσπάθειες και τις θυσίες τους. Καθώς ο χρόνος αναπόφευκτα περνά, ο αριθμός των Αυστραλών βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μειώνεται και είναι λίγοι αυτοί που είναι ακόμα ζωντανοί και μπορούν να μοιράζονται μαζί μας τις εμπειρίες τους. Είναι υψίστης εθνικής σημασίας να τις καταγράψουμε. Ο ιστορικός Βασίλης Βασίλας από το Σίδνεϊ, είχε την τύχη να γνωρίσει τον Παναγιώτη Αναστάσιος Κόμινο που υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην 79η Μοίρα της Βασιλικής Αυστραλιανής Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιούσε ως βάση το μικρό νησί Μοροτάι των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών στον Ειρηνικό.

Και οι δυο γονείς του, Αναστάσης και Στρατούλα (το γένος Μαυρογεωργίου) ήταν από τα Κύθηρα. Εγκαταστάθηκαν στη Guyra, μια μικρή πόλη ανάμεσα στο Armidale και το Glen Innes, στη Νέα Νότια Ουαλία και ήταν ιδιοκτήτες του Red Rose Cafe. Ο Παναγιώτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Guyra. Ήταν η μόνη οικογένεια Ελλήνων στην πόλη.

Ήταν μαθητής Γυμνασίου όταν οι φίλοι από το σχολείο πρότειναν να δηλώσουν όλοι συμμετοχή στο τοπικό Εκπαιδευτικό Σώμα Αεροπορίας, το οποίο προετοίμαζε εφήβους για την αυστραλιανή Βασιλική Αεροπορία (Royal Australian Air Force – R.A.A.F.). Ο τότε διευθυντής του σχολείου, Charles Ebert, ήταν υπεύθυνος για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Αεροπορίας, ενώ ο υπεύθυνος του τοπικού ταχυδρομείου, κ. Jones, έκανε βραδυνά μαθήματα και δίδασκε σήματα Μορς.

Όταν ο Παναγιώτης έγινε 18 χρόνων, αποφάσισε να καταταγεί εθελοντικά στην R.A.A.F. Όταν ανακοίνωσε την απόφασή του στους γονείς του, η μητέρα του άρχισε να κλαίει, ενώ ο πατέρας του προσπάθησε να το γυρίσει σε αστείο. Ο ίδιος θυμάται και την έντονη διαφορά ανάμεσα στις οικογένειες των Αυστραλών και των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του αποχαιρετισμού στον σιδηροδρομικό σταθμό πριν ανέβουν στο τρένο για να παρουσιαστούν στο Σίδνεϊ.

«Στην αποβάθρα λίγο πριν φύγω, θυμάμαι να παρατηρώ έναν Αυστραλό στρατιώτη με τον πατέρα του. Το τρένο πλησίαζε και ο πατέρας αποχαιρέτησε το γιο του με μια χειραψία. Είπε ‘αντίο γιε μου’ και αυτό ήταν. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να σταματήσουν να με αγκαλιάζουν, δεν ήθελαν να με αφήσουν να φύγω κι έτσι ο αποχαιρετισμός ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν της τυπικής οικογένειας της Αυστραλίας» λέει.

Ολοκλήρωσε τις ιατρικές του εξετάσεις στο Woolloomooloo του Σίδνεϊ και στη συνέχεια έκανε γενική εκπαίδευση έξι εβδομάδων στην Cootamundra. Από εκεί πήγε στις βάσεις της Μελβούρνης και της Αδελαϊδας για επιπλέον εκπαίδευση στη συντήρηση αεροσκαφών και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Williamtown, όπου του δόθηκε φύλο πορείας για το Bradfield. Μια και οι λιμενεργάτες απεργούσαν, η κυβέρνηση έδωσε εντολή όλοι οι στρατιώτες να φορτώσουν τα πλοία και έτσι ο Παναγιώτης βρέθηκε να φορτώνει τα πολεμικά μεταγωγικά. Ήταν τότε που πήρε μετάθεση για την 79η Μοίρα στο νησί Μοροτάι.

Αναλογίζεται το ταξίδι του στο νησάκι αυτό του Ειρηνικού και είναι εμφανές ότι οι δυσκολίες ήταν ορατές από την πρώτη μέρα. «Ήμασταν 16 μέρες στη θάλασσα. Καθώς πλησιάζαμε στη Νέα Γουινέα και την εμπόλεμη ζώνη, δεν νιώθαμε φόβο, ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Όταν όμως φτάσαμε στο Μοροτάι, οι Ιάπωνες μας έκαναν αμέσως να καταλάβουμε τι σημαίνει φόβος» λέει.

«Κινούμασταν σε μια πολύ μικρή περιοχή του νησιού, καθώς το μεγαλύτερο μέρος ήταν υπό ιαπωνική κατοχή. Το νησί Halmahera, αλλά και τα άλλα νησιά που ήταν τριγύρω, ήταν επίσης υπό ιαπωνική κατοχή. Κρατούσαμε πυρομαχικά στη σκηνή μας από το φόβο ότι θα μας επιτεθούν”.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα καθήκοντα του Παναγιώτη περιλάμβαναν συντήρηση πολεμικών αεροπλάνων και έλεγχο των πηδαλίων και των φτερών τους. Όταν ερχόταν η ώρα της βραδινής σκοπιάς, ήταν γεμάτη μοναξιά και φόβο, ειδικά η βάρδια από τα μεσάνυχτα ως τις 4 το πρωί. «Ήταν πολύ επικίνδυνη σκοπιά. Είχαμε πολύ λίγους διαθέσιμους στρατιώτες κι έτσι έκανα συχνά τη βάρδια του ‘νεκροταφείου’ όπως τη λέγαμε. Ήμουν μόνος, και κρατούσα το όπλο μου σε ετοιμότητα. Δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων ωρών. Κουραζόμουν πολύ και ειδικά τις πρωινές ώρες η κούραση παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με τα μάτια. Βλέπεις να κουνιέται ένας φοίνικας κι έχεις παραισθήσεις. Οι Ιάπωνες με έμαθαν τι σημαίνει φόβος. Ήμουν έντρομος! Λίγο μετά από την αποχώρησή μου δύο στρατιώτες βρέθηκαν με κομμένο λαιμό».

Το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή αυτό φαίνεται πολύ συχνά στον πόλεμο, καθώς οι άνθρωποι που υπηρετούν ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι σύντροφοι στρατιώτες είναι ζωντανοί τη μια στιγμή και στο επόμενο δευτερόλεπτο χάνονται. Ο Παναγιώτης θυμάται την ιστορία ενός αντικαταστάτη πιλότου που έχασε τη ζωή του λίγο μετά την άφιξή του στο νησί.

«Ο αντικαταστάτης πιλότος έφτασε στο Μοροτάι. Ένας αλεξιπτωτιστής, ένας στρατιώτης κι εγώ μιλούσαμε μαζί του. Ήταν παλιός μαθητής στο Κολέγιο Αγίου Ιγνατίου στο Σίδνεϊ. Ας πούμε ότι έφτασε Τετάρτη. Την Πέμπτη βγήκε για πτήση και δεν επέστρεψε ποτέ».

«Ο James Rodgers εξέδωσε δύο βιβλία για τους μαθητές του Κολεγίου Αγίου Ιγνατίου που πολέμησαν στον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν πήγα στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου είδα την φωτογραφία του αντικαταστάτη πιλότου μπροστά μου. Πήγα στον συγγραφέα και του είπα ‘αυτόν τον άνθρωπο, τον γνώρισα για μία μόλις μέρα’».

Όπως και πολλοί σύντροφοί του, έτσι και ο Παναγιώτης ανακουφίστηκε με τη λήξη του πολέμου. «Ήμουν στο Μοροτάι έξι μήνες. Ένας σύντροφος ισχυριζόταν ότι έξι μήνες σε αυτό το νησί ισοδυναμούσαν με έξι χρόνια στη Μέση Ανατολή».

Επιστρέφοντας στην Αυστραλία, οι στρατιώτες απολύονταν βάσει ενός συστήματος αξιολόγησης με μοριοδότηση: ο Παναγιώτης ήταν εργένης, χωρίς παιδιά και υποχρεώσεις. Είχε λοιπόν χαμηλά μόρια και απολύθηκε το 1946. Η επιστροφή του στην πόλη του ήταν έντονη και είχε πολύ χαρά. «Μπαίνοντας στο κατάστημά μας στην Guyra, φορούσα ακόμα τα στρατιωτικά. Ο κόσμος φώναξε τον πατέρα μου να έρθει. Του είπα: ”Έχεις μια δωδεκάδα λουκάνικα;” Και ο πατέρας μου έσκυψε να τα πιάσει. “Δεν με γνώρισες πατέρα;” του είπα. Κι εκείνος, μόλις κατάλαβε ότι είμαι εγώ, άνοιξε την αγκαλιά του. Ο αδελφός μου Γιώργος και η αδελφή μου Τζούντι ήταν μικρά παιδιά. Όπως προχώρησα στην κουζίνα για να δω τη μητέρα μου, σήκωσα τον Γιώργο με το ένα χέρι και την Τζούντι με το άλλο».

Το 1953, ο Παναγιώτης παντρεύτηκε τη Ματίνα Μούλου. Με τον αδελφό της ανέλαβαν το καφέ Niagara στο Singleton. Η Ματίνα και ο Πέτρος έμειναν στο Singleton 18 χρόνια και έκαναν εκεί τα παιδιά τους.

Θερμές ευχαριστίες στον Λίο Κόμινο που κανόνισε τη συνέντευξη και και τους Πολ Κόμινο και Kerry Corkill για τη βοήθεια.