Ξεκίνησε η Γεωργία από το μικρό γραφικό χωριό της, κάπου στα τέλη του ’50, για να βρεθεί στην Αυστραλία, αφήνοντας μια μάνα και μια αδελφή μόνες κι έρημες. Συνηθισμένη ιστορία θα μου πείτε. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία. Δεν θα συμφωνήσω απόλυτα μια και πιστεύω ότι η κάθε ζωή, όσο κι αν μοιάζει με του… διπλανού, έχει τη δική της, τη μοναδική, την ξεχωριστή της ιστορία.

Τα περιγραφικά, θα έλεγα, προξενιά τα έκανε ένας ξάδελφος. Της έστειλε ένα γράμμα, της εξηγούσε πώς ήταν η ζωή στην Αυστραλία, πόσο μεγάλη είναι η παροικία μας, ότι έχουμε εκκλησίες και ότι με τα χρήματα που θα βγάζει εδώ, θα μπορέσει να βοηθήσει μάνα κι αδελφή. Μια φωτογραφία που ήταν μέσα στο φάκελο έδειχνε ένα συμπαθητικό νέο γύρω στα τριάντα και σ’ ένα ξεχωριστό σημείωμα λίγα συμπληρωματικά. Είναι καλό παιδί κι έχει καλή δουλειά, δικό του μαγαζί και θέλει να πάρει ελληνοπούλα από τα μέρη μας. Στείλε μια φωτογραφία, μία καλή, μια εβδομαδιαία κι αν του αρέσεις θα το τελειώσω το προξενιό. Θα ζήσεις καλά εδώ.

Η μάνα της έκλαψε βουβά σαν έφυγε. «Αν μπορέσεις να πάρεις και την αδελφή σου εκεί. Εγώ θα τα καταφέρω. Όσο κι αν ζήσω, σαν ξέρω ότι περνάτε καλά, θα είμαι ευτυχισμένη».

Στο καράβι, άλλες τρεις κοπελιές σμίξανε με την Γεωργία, γίνανε φίλες κι είχαν κι αυτές, όλες μαζί, θλίψεις, όνειρα, ελπίδες και πίκρα. Χωρίς να μιλάνε ζήταγε η μια από την άλλη ένα αστείο, ένα χαμόγελο και λίγη… παρηγοριά. Στο λιμάνι περίμεναν ο ξάδελφος και ο γαμπρός, ο Γιάννης, που έμοιαζε και ήταν κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος απ’ ό,τι φαινόταν στην πρώτη και μοναδική φωτογραφία που είχε στείλει. Είχε αρχίσει να γκριζάρει. Ήταν λίγο πιο ψηλός και πιο παχύς απ’ ό,τι τον φανταζόταν.

Την πήγε να μείνει στο σπίτι ενός φίλου του να μείνει μέχρι να παντρευτούν. «Δεν θέλω να μιλάνε μέχρι να γίνει ο γάμος. Εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος. Έχω και εγώ αδελφή. Μένει αλλού, θα την γνωρίσεις. Θα έλθει στο γάμο. Αύριο θα πάμε να δεις το σπίτι μας. Το αγόρασα και θα πληρώνουμε τις δόσεις. Καλό είναι και σε καλή συνοικία. Έχει πολλούς Έλληνες στην περιοχή».
Εκείνο που θυμότανε για πολλά χρόνια η Γεωργία ήταν ότι όταν βγήκαν μια βόλτα για να ψωνίσουν σεντόνια διπλά, τις βέρες και το όμορφο δαχτυλίδι, πήραν και… γυαλόχαρτο.

«Εγώ έχω το μαγαζί, θα το δεις. Έχω αφήσει τον παραγιό μου. Είναι καλό παιδί και δεν κλέβει. Δεν αδειάζω. Οι καρέκλες της κουζίνας θέλουν βάψιμο και πρέπει να τις ξύσουμε πρώτα. Θα σου δείξω».

Έγινε ο γάμος και όλα πήγαν καλά. Το σπίτι το συμμάζεψε η Γεωργία και έβαλε την νοικοκυρίστικη σφραγίδα της. Σε λίγο ο Γιάννης έδιωξε τον παραγιό και τον αντικατάστησε με την… Γεωργία. Το μικρό μπακάλικο ζωντάνεψε, νοικοκυρεύτηκε και αισθητή ήταν πλέον η σφραγίδα της δυναμικής κυρίας Γεωργίας, από την οποία ο Γιάννης έπαιρνε την άδεια προκειμένου να δώσει παραγγελία για… μπακαλιάρο. Πότε δύο κατοστάρικα πότε τέσσερα, έστελνε στη μάνα και την αδελφή και έκλεγε κάθε φορά που τους τηλεφωνούσε στο… μπακάλικο του χωριού της. Έκλεγε όση ώρα περίμενε να την συνδέσουν και δύο ώρες μετά το τηλεφώνημα.

Κάπου τρεις μήνες μετά το γάμο έμεινε έγκυος. Με την κοιλιά στο στόμα γύριζε σαν σβούρα στο μαγαζί και όταν γέννησε, περίμενε να σαραντίσει, να πάρει ευχή, και να πάει στο μαγαζί με το μωρό και το καινούργιο καροτσάκι. Σε ξεχωριστό μικρό δωματιάκι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, μεγάλωσε ο Κωστάκης, μέχρι να πάει σχολείο.

Ο Γιάννης είχε τρελαθεί από τη χαρά του γιατί ο γιος του πήρε το όνομα του πατέρα του και κάπου-κάπου ψέλλιζε «αν κάνουμε άλλο παιδί, ανάλογα τι θα είναι, να πεις δικό σου όνομα. Της μάνας ή του πατέρα σου».

Τα χρόνια περνούσαν και η ζωή τράβαγε την ανηφόρα της, πότε απότομη και πότε μαλακιά. Το μαγαζί μεγάλωσε, έγινε σουπερμάρκετ, ο Κωστάκης μεγάλωσε κι αυτός κι έγινε δικηγόρος, ο Γιάννης μεγάλωσε, κουράστηκε κι αρρώστησε. Ο Κωστάκης με την ευχή του πατέρα του και την άδεια της μάνας του παντρεύτηκε ένα καλό κορίτσι, Ελληνοπούλα, και το ζευγάρι χάρισε στον Γιάννη και την Γεωργία το εγγονάκι που ποθούσαν και περίμεναν, τον Γιαννάκη, που πήρε το όνομα του παππού.

Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, αν υποθέσουμε πως ό,τι διαβάσατε παραπάνω ήταν ένα θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω, με λίγα λόγια, την τελευταία πράξη.

Ο Κώστας με τη γυναίκα του και τον μικρό Γιαννάκη, στη γιορτή της μητέρας, θέλει να επισκεφθούν τη μητέρα του, να της ευχηθούν και να της προσφέρουν όμορφα λουλούδια. Ο Κώστας και η γυναίκα του ξέρουν ότι η Γεωργία, η μάνα του, δεν θα τους γνωρίσει, δεν θα τους μιλήσει. Ξέρουν ότι θα πικραθούν, θα κλάψουν, θα πονέσουν. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Γιάννη, η Γεωργία άρχισε να παρουσιάζει τα συμπτώματα της αρρώστιας που σκοτώνει τη μνήμη, τη μνήμη που είναι η πιο γλυκιά η μοναδική συντροφιά των ηλικιωμένων. Στην αρχή την κράτησαν στο σπίτι, με τη βοήθεια δύο φροντιστών και μετά στο καλύτερο ίδρυμα για τη φροντίδα ατόμων με την αρρώστια της φρίκης. Πήρε τα λουλούδια, τα κοίταξε και τα ακούμπησε στο τραπέζι του δωματίου.

«Θέλω να ησυχάσω» είπε ανέκφραστη, γυρίζοντας το πρόσωπό της προς το σιδερόφρακτο παράθυρο. Έφυγαν κλαίγοντας. Εκείνη κάθισε στην πολυθρόνα κι έκλεισε τα μάτια της. Ξαφνικά, σαν σίφουνας, ξαναγύρισε ο μικρός Γιαννάκης, άνοιξε τα χεράκια του και την αγκάλιασε, λέγοντας: «Γιαγιά, γιαγιά σ’ αγαπώ πολύ». Κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Άπλωσε το χέρι της, χάιδεψε το κεφάλι του μικρού και μουρμούρισε «θέλω να ησυχάσω».