Το θερμόμετρο είχε χτυπήσει κόκκινο στη Μελβούρνη στις 2 Γενάρη. Σαράντα δύο βαθμοί Κελσίου και η ζέστη αφόρητη. Σε ένα παλιό εργοστάσιο στα νότια προάστια της πόλης, όμως, μία κινηματογραφική ομάδα που αποτελείτο στην πλειοψηφία της από ομογενείς, έδινε μάχη όχι μόνο με την ζέστη αλλά και την τέχνη καθώς ο πυρετός της δημιουργίας στο σετ της αστυνομικής ταινίας «Δέκα οδηγίες για να κλέψεις μία τράπεζα» εκτόξευε τα επίπεδα αδρεναλίνης των συντελεστών της στα ύψη.

Στο σετ της ταινίας, που ολοκληρώνεται εντός των επομένων ημερών και παίρνει το δρόμο της διανομής, δύο παγκοσμίως διάσημοι Ελληνοαυστραλοί ηθοποιοί, ο Λούις και ο Κώστας Μάντιλορ, που τα τελευταία 20 περίπου χρόνια δηλώνουν μόνιμοι κάτοικοι Χόλλυγουντ και βρέθηκαν στην Μελβούρνη για τα γυρίσματα. Στο τιμόνι της παραγωγής ο Γιώργος Μακρής με τον Αντώνη Μηλιώνη από τη Μελβούρνη, σκηνοθέτης της ταινίας και σεναριογράφος ο Άρθουρ Καλογερόπουλος, επίσης από τη Μελβούρνη, διευθυντής φωτογραφίας ο Αλέξανδρος Κοσκινιώτης, Μελβουρνιώτης και αυτός, ενώ στο καστ της ταινίας συμμετέχουν και οι ομογενείς ηθοποιοί, Αντώνης Μπαξεβανίδης και Τόνια Γιαννοπούλου. Να μην ξεχάσουμε τον γνωστό σεφ της Μελβούρνης, Φιλ Βάκο, που μεταμορφώνεται σε αστυνομικό και δοκιμάζει για πρώτη φορά τις υποκριτικές του ικανότητες.

Το σενάριο της ταινίας άκρως ευρηματικό. Μία μαθήτρια γράφει μία έκθεση για το πώς κάποιος μπορεί, ακολουθώντας δέκα απλές οδηγίες, να κλέψει μία τράπεζα. Η έκθεσή της δεν έχει την αναμενόμενη αντιμετώπιση από τον καθηγητή της (τον ρόλο του καθηγητή υποδύεται ο Αντώνης Μπαξεβανίδης), ο οποίος και την κατακρεουργεί βαθμολογικά. Η μαθήτρια, όμως, προκειμένου να αποδείξει ότι η ιδέα της είναι πραγματοποιήσιμη και αξίζει, θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που στηρίζεται στα γραπτά της και επιχειρεί την ληστεία.

«Όταν πρωτοείδα το σενάριο, εντυπωσιάστηκα» λέει ο Λούις Μάντιλορ, που υποδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την ληστεία. «Ήταν μία μοναδική ευκαιρία για μένα να επιστρέψω στην Αυστραλία και να κάνω έναν μακροχρόνιο στόχο μου πραγματικότητα. Ήθελα να γυρίσω μία ταινία στην χώρα που γεννήθηκα» λέει και προσθέτει ότι θεωρεί αυτήν την ταινία ως την απαρχή μίας νέας προσωπικής του καλλιτεχνικής σχέσης με την ντόπια κινηματογραφική σκηνή.
Στην ταινία, όπως προανέφερα, εμφανίζεται και ο αδερφός του Λούις, Κώστας, ενώ η Τόνια Γιαννοπούλου υποδύεται τον ρόλο της μητέρας της μαθήτριας.

ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Με μία 20χρονη καριέρα στον χώρο του κινηματογράφου ο Μάντιλορ σήμερα έχει πλέον εδραιωθεί στην ιδιαίτερα ανταγωνιστική βιομηχανία του θεάματος στην μητρόπολη του, όπως πολλοί αποκαλούν το Χόλλυγουντ. Οι ταινίες στις οποίες έχει κατά καιρούς πρωταγωνιστήσει όπως το Suckers (1998), ή το Sinners and Saints (2010) και πολλές άλλες μπορεί να είναι για ειδικά γούστα αλλά το σίγουρο είναι πως έγιναν επιτυχίες. Την ίδια οδό ακολούθησαν και οι εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές σειρές παγκοσμίου εμβέλειας όπως αυτές στην αστυνομική σειρά CSI: Miami.

Μιλώντας στο «Νέο Κόσμο» αναφέρει ότι η αναγνώριση δεν ήταν και δεν είναι εύκολη υπόθεση αλλά προσθέτει ότι όταν κάποιος τα καταφέρει, ανοίγονται πολλοί δρόμοι στην καλλιτεχνική του καριέρα, δρόμοι που όπως διαπιστώνω, τολμά να τους ακολουθήσει. Εδώ και εννιά χρόνια ο Λούις δημιούργησε την δική του εταιρία παραγωγής την Krakatau, η οποία έχει ήδη στο ιστορικό της τέσσερις ταινίες Jimmy Bones (2003), In the Eyes of a Killer (2008), Gerald (2009) και The Cursed (2010), ενώ άλλες τρείς βρίσκονται στα σκαριά.

«Μπήκα στο χώρο της παραγωγής και της σκηνοθεσίας για να προκαλέσω αν θες τον ίδιο μου το εαυτό. Εντάξει είσαι ηθοποιός, κάνεις τη δουλειά σου, τελειώνεις τα γυρίσματα και πας σπίτι σου. Η παραγωγή και η σκηνοθεσία είναι different animal» λέει καθώς μου περιγράφει τις ατέλειωτες ώρες που κλέβει αυτή η διαφορετική πτυχή κινηματογραφικής δημιουργίας από τις προσωπικές του στιγμές. «Μ’ αρέσει όμως, το απολαμβάνω» προσθέτει.

Η ταινία «Δέκα οδηγίες για να κλέψεις μία τράπεζα» και η ληστεία που επεξεργάζεται ως θέμα ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τον Λούι, αλλά και τον Κώστα Μάντιλορ να γνωρίσουν από κοντά όχι μόνο τα ντόπια ταλέντα αλλά και πολλούς ικανούς ομογενείς ηθοποιούς και σκηνοθέτες γεγονός που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λούι λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για τα μελλοντικά του σχέδια.

«Θέλω να κάνω ταινίες στην Αυστραλία, θέλω να κάνω ταινίες στην Μελβούρνη, μα πάνω απ’ όλα θέλω -και νομίζω ότι βρίσκομαι σε καλό δρόμο για να το επιτύχω- να κάνω ταινίες για τους Έλληνες της Μελβούρνης» αναφέρει και αποκαλύπτει ότι είναι πλέον σίγουρο ότι η ταινία ο «Πέτρος, ο Έλληνας – Peter the Greek», μία ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και ασχολείται με τη ζωή ενός μετανάστη που μπλέχτηκε στα πλοκάμια του υποκόσμου της Μελβούρνης, είναι πλέον «παραγωγή εν τη γεννέσει».
«Λείπω πολλά χρόνια από την Μελβούρνη, νοστάλγησα και νοσταλγώ πολλά απ’ αυτήν την πόλη. Δεν είναι τυχαίο ότι η επόμενη ταινία μου θα φέρει το όνομα Elwood, εκεί μεγάλωσα, σε εκείνες τις γειτονιές ονειρεύτηκα, έπαιξα μπάλα, καρδιοχτύπησα για πρώτη φορά. Θέλω να βάλω αυτές τις γειτονιές, αυτή την πόλη στην μεγάλη οθόνη μέσα από την δική μου οπτική γωνία και είμαι αποφασισμένος να το κάνω» καταλήγει ο Λούις.

Άγνωστες οι βουλές και η δύναμη του κινηματογράφου… σκέφτομαι. Τελικά μία καλοστημένη, έστω και κινηματογραφική, ληστεία μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για την κινηματογραφική καταγραφή της ιστορίας των ομογενών στην Μελβούρνη; Ίσως…