Με στόχο να προσελκύσει και να αγκαλιάσει και τις τέσσερις γενιές των Καλύμνιων της Μελβούρνης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Καλυμνιακής Αδελφότητας επιχειρεί νέες τομές που επικεντρώνονται στην επαφή με τις σύγχρονες ανάγκες του οργανισμού, αλλά και της ευρύτερης οργανωμένης παροικίας.

Σε μια χρονική στιγμή που μεγάλο μέρος των συλλόγων της ομογένειας αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, η Καλυμνιακή Αδελφότητα με ένα ΔΣ, το οποίο απαρτίζεται και από τις τρεις γενιές Καλυμνίων και πρόεδρο τον Δημήτρη Τσέρο, προσπαθεί να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων και όχι απλώς να επιβιώσει αλλά και να διακριθεί. Να επιχειρήσει νέες τομές τις οποίες υπαγορεύουν οι αλλαγές που έχουν προκύψει με την αποχώρηση της πρώτης γενιάς και τις οποίες αντιμετωπίζει ο συνολικός σχεδόν κορμός της οργανωμένης παροικίας.

Όπως πλείστοι οργανισμοί, έτσι και η Καλυμνιακή Αδελφότητα -η οποία ιδρύθηκε το 1964- πέρασε μία κρίση με τα γνωστά κοινά αίτια, το μεγαλύτερο των οποίων είναι η μη έγκαιρη προσέλκυση της δεύτερης γενιάς, για να αναλάβει τα ηνία μετά τη φυσική απομάκρυνση της πρώτης. Τίποτε το ασυνήθιστο, καίριο χτύπημα όμως στην επιβίωση των ομογενειακών οργανισμών.

ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ

«Πιστεύουμε στους μεγάλους. Μας εμπνέουν» δηλώνει ο νέος πρόεδρος του οργανισμού, ο οποίος υποστηρίζει ότι «μόνο με τη συλλογικότητα και τη συνεργασία θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά. Μόνο αν καταφέρουμε να συνυπάρξουμε και –παρά την ηλικιακή διαφορά και τον διαφορετικό, ίσως, τρόπο σκέψης- να επικεντρωθούμε σε αυτά που μας ενώνουν: τη διατήρηση της παράδοσης και τη μετάδοσή της στις νεότερες γενιές, καθώς επίσης και την παρουσία μας στην παροικιακή, αλλά και ευρύτερη κοινωνία» λέει ο Δημήτρης Τσέρος, προσθέτοντας ότι ένας καλός πρόεδρος πρέπει να ξέρει να αφουγκράζεται. Να κινείται, να επικοινωνεί, να προσπαθεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να έχει τα χαρτιά του ανοιχτά.

Να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια και επικοινωνία με τα μέλη, ώστε να αισθάνονται και να είναι στην πραγματικότητα ένα ζωτικό κομμάτι του οργανισμού.

«Ο καλός πρόεδρος πρέπει να έχει και καλά αυτιά» λέει ο ίδιος, χαμογελώντας, αφήνοντάς σε να εννοήσεις τα υπόλοιπα, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.

Γιατί δεν θ’ αργήσει να γίνει επεξηγηματικός: «Δεν έχει σημασία αν μια ιδέα μου ακούγεται καλή. Εκείνο που μετράει είναι να βρει ανταπόκριση. Να την δουν και οι συνεργάτες μου με τον ίδιο ενθουσιασμό και να την νοιώσουν δική τους. Τότε σίγουρα θα καρποφορήσει».

Το νέο ΔΣ έχει ζωή πέντε μηνών.

Αποφεύγει να μιλήσει για την «κατάδυση» του οργανισμού, αν και ο ίδιος χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Αντίθετα, προτιμά να ρίξει το φως στις επιτυχίες που σημείωσε, λέγοντας επιγραμματικά: «Eίμαστε ένας μικρός οργανισμός με μεγάλη καρδιά».

Πιστεύοντας ότι ναι, «μπορούμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα» και να σωθούμε ως οργανωμένη παροικία, έστω και με άλλες, νέες πρωτοβουλίες και διαφορετικά σχήματα, τονίζει ότι «η δύναμη βρίσκεται στην ενότητα».

«Όποιος αγαπά πραγματικά τον οργανισμό στον οποίο ανήκει», επεξηγεί, «και έχει μπει στην ψυχή του, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να κάνει και τους ελιγμούς που απαιτούν οι καιροί. Να σκύψει, για παράδειγμα, και να αφουγκραστεί τις ανάγκες των νέων. Να ρωτήσει, αλλά να προσπαθήσει κιόλας να αισθανθεί ο ίδιος, τι τους εμπνέει.

«Είμαστε 14 άτομα στο ΔΣ. Τρεις γενιές ανθρώπων. Εκείνο που εισπράττω και είμαι πανευτυχής γι’ αυτό, είναι ότι ο καθένας έχει
κάτι διαφορετικό να προσφέρει. Και εννοώ όχι μόνο σε ιδέες, αλλά και πρακτικά. Έχουμε, για παράδειγμα, δύο καταπληκτικούς σεφ και μία κυρία που φτιάχνει στολές. Υπάρχει ένα πνεύμα συνεργασίας και πραγματικής επικοινωνίας με συγκεκριμένες αρχές και κατευθυντήριες γραμμές. Θέσαμε μεγάλους στόχους. Έχουμε αντιληφθεί ότι οι νέοι, εκτός από την αγάπη τους για τον τόπο καταγωγής τους και την παράδοση, θέλουν να αισθάνονται ότι προσφέρουν και στην ευρύτερη κοινωνία. Επιθυμούν να παίρνουν μέρος σε εκδηλώσεις, τα κέρδη των οποίων διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς».

Αυτός είναι και ο λόγος, επεξηγεί, για τον οποίο έπρεπε να γίνουν αλλαγές όσον αφορά τη διάθεση των εσόδων του οργανισμού: «Πριν 60 χρόνια οι ανάγκες ήταν διαφορετικές. Τα περισσότερα έσοδα του οργανισμού πήγαιναν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς στο νησί, σε ιδρύματα ή άτομα που είχαν ανάγκη στήριξης.

Σήμερα, ως μέλη της αυστραλιανής κοινωνίας, επιθυμούμε να συμβάλλουμε, σύμφωνα με τις δυνάμεις μας πάντοτε, σε έργα κοινωφελή, όπως επιστημονικές έρευνες, αλλά και στη στήριξη αναξιοπαθούντων συμπολιτών μας του πλατύτερου αυστραλιανού χώρου».

ΧΑΣΑΜΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΚΡΙΚΟΥΣ

Κοιτάζοντας το ευρύτερο φάσμα της οργανωμένης παροικίας και το σύνηθες φαινόμενο των οργανισμών που αναγκάζονται να βάλουν λουκέτο, ο Δημήτρης παρατηρεί: « Είναι λυπηρό, γιατί όλοι οι κόποι και οι θυσίες των ανθρώπων που έβαλαν τα θεμέλια, ανύψωσαν τα κτίρια, τα ξεπλήρωσαν, κράτησαν τη δάδα της παράδοσης ζωντανή, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν, οι περισσότεροι από αυτούς, τη συνέχεια. Να κρατήσουν κοντά τους τη δεύτερη γενιά. Στην πορεία, χάσαμε αρκετούς. Για να αγαπήσεις κάτι πρέπει να το γνωρίσεις».
Είναι ίσως περίεργοo, προσθέτει, αλλά αυτοί που έμειναν και ενδιαφέρονται για τη συνέχεια σήμερα, είναι εκείνοι που οι γονείς τους, τους έπαιρναν μαζί τους στους χορούς και κατέληγαν να κοιμούνται κάτω από τα τραπέζια.

«Το μπόλιασμα με τον οργανισμό, το δέσιμο με την παράδοση πρέπει ν’ αρχίσει από νωρίς. Πάρε, για παράδειγμα, τους Κρήτες. Μαθαίνουν στα παιδιά τους χορό, αμέσως μόλις μάθουν να περπατούν. Σήμερα και οι δύο μεγάλοι οργανισμοί των Κρητών έχουν δεκάδες παιδιά στα χορευτικά τους συγκροτήματα. Παιδιά κάθε ηλικίας. Το περίεργο, όσο και ευχάριστο είναι ότι τα παιδιά τρίτης και τέταρτης γενιάς, δέχονται με χαρά και περηφάνεια να είναι οι συνεχιστές της παράδοσης».

«H δεύτερη γενιά, ίσως λόγω του ρατσισμού που επικρατούσε τότε, δεν ήθελαν να είναι ‘διαφορετικοί’ από τους συνομηλίκους τους. Με το ζόρι φορούσαν τη στολή, για παράδειγμα, ενώ σήμερα τα παιδιά βλέπεις ότι το χαίρονται. Μαθαίνουν χορό, όχι γιατί το θέλουν οι γονείς τους και τους το επιβάλλουν, αλλά γιατί το βρίσκουν ενδιαφέρον τα ίδια. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η μεγάλη πρόκληση είναι να εισπράξουμε τα μηνύματα των καιρών και να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτά» καταλήγει.

Στην προσέλκυση των νέων γενεών, ουσιώδη ρόλο φαίνεται να παίζει και η Ειρήνη Τσέρου, χοροδιδασκάλισσα, η οποία δεν περιορίζεται , όπως λέει, μόνο στα βήματα των χορών, αλλά αναφέρεται και στην παράδοση.

«Δίνω την εικόνα, πιάνοντας το νήμα της παράδοσης και ελκύοντας όχι μόνο το ενδιαφέρον των παιδιών, αλλά και των γονιών τους που τα φέρνουν εκεί. Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσει κάποιος τα ήθη και έθιμα του τόπου του, να μπολιαστεί με τις ρίζες του» τονίζει η Ειρήνη, η οποία διδάσκει χορό από την πρώτη μέρα, όπως λέει, που πάτησε το πόδι της στην Αυστραλία, τo 1997.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΗΜΑ

Στο στάδιο υλοποίησης βρίσκεται η ιδέα που είχαν αρκετοί ομογενείς για τη συνεργασία των οργανισμών που βρίσκονται γεωγραφικά σχετικά κοντά ο ένας στον άλλον, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, αν λάβει κανείς υπόψη του τις μεγάλες αποστάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται η Μελβούρνη.

Με πρωτοβουλία της Κρητικής Αδελφότητας, οργανισμοί που έχουν την έδρα τους στα βόρεια προάστεια, συναντιούνται στο Κρητικό Σπίτι και ανταλλάσσουν ιδέες σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως είναι η αύξηση των μελών και η προσέλκυση των νέων, ενώ φαίνεται να καρποφορεί και η ιδέα οργάνωσης κοινών μεγάλων εκδηλώσεων.

H Καλυμνιακή Αδελφότητα φαίνεται να έχει βρει τη χρυσή τομή, όχι απλώς για την επιβίωση, αλλά για την νέα άνθιση του οργανισμού και τη συμβολή του στο μέλλον της οργανωμένης παροικίας της Μελβούρνης.