Το γεροντάκι έσερνε τα πόδια του με δυσκολία. Τον θυμάμαι δυνατό, ευσταλή, καλοντυμένο και μ’ έναν αέρα που υπογράμμιζε τη λέξη προσωπικότητα. Πρόσφερε πολλά στην παροικία κι’ έδωσε ακόμη περισσότερα στους γύρω του. Δημιούργησε μια μικρή αυτοκρατορία και από έναν ευτυχισμένο γάμο απέκτησε τρία παιδιά, δύο λεβέντες και μια πανέμορφη κοπελιά. Αν πρόσεχε κανείς τα μάτια του Γιώργου, θα έβλεπε πως έλαμπαν διαφορετικά σαν κοίταζε τη γυναίκα του και την κόρη του.

«Τ’ αγόρια δεν θέλουν χάδια είναι και πρέπει να είναι σαν τον βράχο σκληρά και… κοφτερά». Του άρεσαν οι ποιητικές εκφράσεις του Γιώργου. Στο σπίτι που είχε δίπλα στη θάλασσα, καρσί στο κύμα, καθόταν στη μικρή βεράντα και μουρμούριζε λόγια γλυκά, ποιητικά, στη σύντροφό του και στην κόρη. Δεν τον πείραζε αν ήταν κάποιος φίλος, επισκέπτης, εκεί. Οι λίγοι φίλοι, οι καλοί του, ήξεραν την αδυναμία που είχε στα δύο θηλυκά του και τις περίεργες εμπνεύσεις που του χάριζε η… θάλασσά του.

«Κοιτάζοντας την ομορφιά της θάλασσας, της ήρεμης ή της σκληρής και δεν την λέω κακιά γιατί θυμώνει, κοιτάζοντας τη θάλασσα, μπορώ να σκεφτώ την ομορφιά τ’ ουρανού. Να νοιώθω την ηρεμία της φύσης. Τώρα που κάθομαι απέναντι στα κύματα, τώρα που αρχίζει να… ξαπλώνει το δείλι, νοιώθω την ηρεμία της φύσης, τη σκοτεινή. Αν κλείσω τα μάτια μου και απομακρυνθώ για λίγο από τη θάλασσα… βλέπω, πιστέψτε με, λουλούδια μέσα στα χόρτα, βράχια, κοιλάδες, ασημένια ποτάμια, και την ασημαντότητά μου μπροστά σε τούτη τη μεγαλειώδη ομορφιά».

Ενός κακού μύρια έπονται. Αρκετά μεγάλος, δυνατός σαν βράχος, σοφός άρχοντας, ο πατέρας του Γιώργου, έφυγε από τη ζωή με την πίστη και το παράπονο από το ποίημα του Δροσίνη πως δεν είναι δυνατόν «της ζωής μας το σύνορο να το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι». Πόνεσε για το χαμό του πατέρα του, χαμογελούσε κλαίγοντας και μουρμούριζε πως… «πάνω από κάθε τάφο πούνε σφραγισμένοι οι νεκροί, ανοίγουν οι ουρανοί κι’ αυτό που πιστεύουμε για τέλος, είναι η αρχή».

Είπα πιο πάνω πως… ο φίλος μου ο Γιώργος είχε δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία. Έγραψα πιο πάνω… ενός κακού… μύρια έπονται. Ό,τι έχτισε ο πατέρας άρχισαν να το κατεδαφίζουν τα δύο του παλικάρια. Τους άφησε να φύγουν και να πετάξουν με τα δικά τους φτερά. Να πετάξουν, ντάλα μεσημέρι, με τα φτερά του Ίκαρου. Όμορφη, αληθινά όμορφη, η κόρη του Γιώργου, μεγάλωνε και η ζωντάνια της, από κάθε πλευρά της ζωής, κυριαρχούσε και ήταν απλωμένη δροσιά, μέσα και έξω από το σπίτι. Ούτε μάνα ούτε πατέρας χάλαγαν χατίρι. Θέλεις, όπως λέμε, η κακιά ώρα; Θέλεις το ακριβό σπορ, μεγάλου κυβισμού, αυτοκίνητο; Θέλεις η μεγάλη ταχύτητα; Οι δύο νεαρές κοπέλες που επέβαιναν του αυτοκινήτου βρήκαν το θάνατο και σκόρπισαν έναν άλλο σκληρό, μαύρο θάνατο, στο φωτεινό σπιτικό του Γιώργου. Η γυναίκα του έπαψε να μιλάει και να θωρεί γύρω της. Με βλέμμα απλανές κοιτούσε το ταβάνι και κάπου–κάπου… χαμογελούσε. Ο άνδρας της, ο Γιώργος, κοιτούσε τον ουρανό και μουρμούριζε κάποια λόγια που έμοιαζαν με στίχους του Ουγκώ: «Δεν αντιστέκομαι πλέον σε όσα θα μου συμβούν απ τη δική σου θέληση. Η ψυχή μου από πένθος σε πένθος. Βλέπω τον άνθρωπο είτε βρίσκεται στη μία όχθη του ποταμού είτε στη άλλη, κυλάει στην αιωνιότητα».

Κάποια ημέρα θολή και αφιλόξενη μου ζήτησε να του κάνω συντροφιά μια και ήθελε να πάμε να δει και να καθαρίσει την… «πέτρα που ξέρω πως από κάτω κοιμάται το κορίτσι μου».

Μουρμούριζε, μάλλον για ν’ ακούει τον ήχο της φωνής και του… μυαλού του: «Παραδέχομαι, αν θέλεις, πως ξέρεις τι κάνεις και ξέρεις πως εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα ισχνό καλάμι που τρέμει στον αέρα σου.» Φτάσαμε στο νεκροταφείο, στον… δικό μας, μεγάλο σκονισμένο τάφο μπροστά. Αριστερά ο πατέρας του, σε φωτογραφία της ηλικίας του, καμαρωτός, σοβαρός, καλοντυμένος πεθαμένος, όπως ήταν και όταν ήταν ζωντανός. Δεξιά μια όμορφη κοπέλα με ζωντανό χαμόγελο και λαμπερά μάτια.

«Λες να κρυώνουν; Κάνει ψύχρα σήμερα. Θεέ μου είσαι καλός το ομολογώ. Θεέ μου, ζωντανέ, ζέστανέ τους. Εγώ σου φέρνω τα κομμάτια της καρδιάς που έσπασες».
Να ρίξουμε λίγο νερό να φύγει η σκόνη. Η βροχή δεν κάνει τίποτε, εκτός του ότι έχω προηγούμενα μαζί της κι’ αυτή μαζί μου, είπε. Καθάριζε μουρμουρίζοντας. Καθάριζα κι’ εγώ από την άλλη πλευρά.

«Άνθρωπε από τη στιγμή που αποκτάς κάτι καλό, η τύχη σου το παίρνει. Τίποτα δεν σου δόθηκε ολότελα κατά τη διάρκεια της μικρής ζωής σου, για να μπορέσεις να πεις στον εαυτό σου και στους γύρω σου εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ είναι ο κήπος μου, εδώ η αγάπη μου, εδώ ο ερωτάς μου. Ο κόσμος είναι σκοτεινός, Κύριε και Θεέ μου. Μόνιμη αρμονία. Έτσι τον βλέπω. Δεν αλλάζει. Αποτελείται μόνο από δάκρυα και τραγούδια . Συγχώρεσε με και άφησέ με ήσυχο να κλάψω αφού εσύ αποφάσισες πως πρέπει να ποτίσω το χώμα με δάκρυα».