Έχει πλάκα. Παρακολουθείστε τη σκηνή που εκτυλίσσεται την σήμερον ημέρα. Γυρίζει το κοριτσάκι από το σχολείο κλαμένο, θυμωμένο, πικραμένο.

«Τι έχεις αγάπη μου;» ρωτάει η μαμά ταραγμένη και το κοριτσάκι της εξηγεί με αναφιλητά ότι η δασκάλα τη μάλωσε και της είπε: «Αλίκη θα σταματήσεις να μιλάς επιτέλους;» Η Αλίκη το πήρε κατάκαρδα, σταμάτησε να κλαίει στην αυλή και το ξαναθυμήθηκε όταν έφτασε στο σπίτι. Η μαμά ταραγμένη υποσχέθηκε ότι θα πάει αύριο να κάνει την παρατήρηση στη δασκάλα και να της πει να μην ξανακάνει παρατήρηση στο γλυκό της κοριτσάκι γιατί της προκαλεί ψυχολογικά τραύματα που θα τα κουβαλάει μέχρι να πάει… στρατιώτης.

Σκηνή της εποχής μου, πριν… πολλά χρόνια. Πήγαινες με τα χέρια πρησμένα από τις ξυλιές του δάσκαλου με τον ιστορικό χάρακα και πριν προλάβεις να εξιστορήσεις το… παραμύθι σου, ο πατέρας ή η μάνα σου, έριχναν ένα ξερό «καλά σου έκανε» και έκλεινε η… αυλαία.

Τα παλιά χρόνια, εκείνα τα δικά μας ωραία, φτωχά χρόνια, ο δάσκαλος που δίδασκε και λίγο από καλλιτεχνικά, καλλιγραφία, χειροτεχνία και από τέτοια, ζήτησε από τα παιδιά να ζωγραφίσουν κάτι. Πέσανε με τα μούτρα στο χαρτί, βγάλανε από την πάνινη τσάντα λίγα χρωματιστά κονδύλια και άρχισαν τη ζωγραφική.

Ο Γιάννης, γιος μπογιατζή, καλό παιδί και καλός μαθητής, τελείωσε τη ζωγραφική και παρέδωσε στο δάσκαλο το καλλιτέχνημά του. Ο δάσκαλος τα έχασε. Ο Γιάννης είχε ζωγραφίσει ένα πουλί, έτοιμο να πετάξει. Ζωντανό νόμιζες ότι είναι και έτοιμο να φτερουγήσει.

«Γιάννη να πεις στον πατέρα σου ότι τον θέλω. Ας έρθει αύριο το πρωί. Αν δεν μπορεί αύριο, ας έλθει μεθαύριο το πρωί μετά τις οκτώ».

«Έκανα αταξία δάσκαλε και δεν το κατάλαβα;» ρώτησε ο «μαύρος» ο Γιάννης με φόβο.

«Όχι. Πες στον πατέρα σου να έλθει. Πήγαινε στη θέση σου».

Ο πατέρας του Γιάννη, πρωί-πρωί, βρέθηκε στο σχολείο, περιμένοντας τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος τον χαιρέτησε και τον συνεχάρη. «Το παιδί σου είναι μεγάλος καλλιτέχνης. Είναι γεννημένος ζωγράφος. Πρέπει να το βοηθήσουμε το παιδί, να το προωθήσουμε. Δεν έχει ψωμί αυτή η δουλειά, οι ζωγράφοι πεινάνε, αλλά τέτοια αστέρια δεν βγαίνουν πολλά. Έχεις δει πώς ζωγραφίζει;» «Ξέρω δάσκαλε. Να προχτές ζωγράφισε ένα τριαντάφυλλο στο μπουρί της σόμπας και η μάνα του πήγε να το μυρίσει κι έκαψε τα χείλια της και τη μύτη της».

Η ΠΑΡΕΑ ΣΤΟ «ΑΚΡΟΝ»

Το «Άκρον» ήταν ένα από τα σινεμά της εποχής μου, της γειτονιάς μου, στην οδό Λένορμαν στον Κολωνό. Άνοιγε το Πάσχα κι έκλεινε τον Οκτώβρη, λίγο νωρίτερα από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Μεγάλο σινεμά, τραπεζάκια μετάλλινα σκορπισμένα στην πλατεία, για καφέ, λεμονάδα ή ουζάκι και το έργο… απόλαυση.

Εκείνη τη βραδιά θα ερχόταν να τραγουδήσει η Μαίρη Λίντα. Τα έκανε κάτι τέτοια ο ιδιοκτήτης του σινεμά για να τη… σπάσει στους ιδιοκτήτες του κέντρου που ήταν στο λόφο του Κολωνού και που έφερναν μεγάλα ονόματα Ελλήνων καλλιτεχνών συνέχεια.

Ο ερωτιάρης της παρέας πέταξε, ανερυθρίαστα, την ιδέα να πάμε να καθίσουμε μπροστά, γιατί εκτός από την ορχήστρα θα έχει και χορεύτριες με… ωραία πόδια. Και θυμήθηκα ότι στις μέρες μας, εδώ στην πόλη που ζούμε, στη Μελβούρνη μας, βλέπουμε ωραία και κακάσχημα πόδια, κάθε μέρα, όλη μέρα και νύχτα. Θυμάμαι όταν είδα την κόρη ενός γνωστού μου με ένα πολύ μικρό σορτς, με τα πόδια έξω και ζωγραφισμένο, με τατουάζ, στο δεξί πόδι, ένα κροκόδειλο. «Γιατί ρε κορίτσι μου ζωγράφισες αυτό το τέρας στο πόδι σου;» «Όσο δεν είχε το τέρας, θείε, δεν το κοίταζε κανείς το πόδι μου»…

Έφευγες από τον Κολωνό με το τραμ το 11. Ιπποκράτους-Κολοκινθού έγραφε στο… μέτωπο το τραμ. Το παίρναμε από τον Άγιο Κωνσταντίνο για να φτάσουμε μέχρι το τέρμα της Ιπποκράτους και από εκεί με τα πόδια στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Γυρίζοντας χαρούμενοι ή λυπημένοι, ανάλογα με το αποτέλεσμα του αγώνα, γυμνασιόπαιδα, σταματάγαμε στου ΤΣΙΤΑ για μπύρα και τυρόπιττα.

Λίγο καλαμπούρι, λίγο περπάτημα, λίγο χάζεμα στις βιτρίνες της οδού Πανεπιστημίου και πάλι το τραμ το 11. Περνάμε την Ομόνοια και κατεβαίνοντας την Αγίου Κωνσταντίνου, θαυμάζουμε την όμορφη εκκλησιά και το Εθνικό Θέατρο. Πλησιάζουμε το Μεταξουργείο, και χαζεύουμε το Θέατρο «Περοκέ».

Σε λίγο, το τραμ, θα κατηφορίσει προς τη γειτονιά. Κάποιες φορές, λίγο πιο εδώ από τον Άγιο Κωνσταντίνο, την εκκλησία του Κολωνού, στη μικρή πλατεία έκανε προπόνηση η ομάδα Δάφνη Κολωνού. Η ομάδα, είχε προπονητή, πρόεδρο και ό,τι άλλο θέλετε, τον… παπά της ενορίας, ο οποίος όταν θύμωνε για κάποια κακή εμφάνιση της ομάδας του, σήκωνε τα ράσα και έμπαινε στο…. Γήπεδο βρίζοντας.

Ωραία, ήσυχα, φτωχά, ευτυχισμένα χρόνια. Εκείνα τα χρόνια…