Η πινακίδα στην είσοδο του χωριού σφιχταγκαλιασμένη από τα κλωνάρια ενός άγριου αναρριχητικού μόλις που διακρίνεται. Με δυσκολία φαίνεται το όνομα: Μηλιώνα. Η παλιά ονομασία του, Μέδοβον, έχει λησμονηθεί.

Μεσημέρι Κυριακής. Οι υπογραφές στο κείμενο της συμφωνίας είχαν «πέσει» στους Ψαράδες, οι προβολείς στην τέντα της τελετής είχαν σβήσει. Στο γραφικό χωριό, οι ταβερνιάρηδες έτριβαν τα χέρια τους. Τόσους πολλούς πελάτες είχαν χρόνια να δουν. Και τι πελάτες! Κομματικοί και κρατικοί αξιωματούχοι, συνοδοί υπουργών, αστυνομικοί, βουλευτές και από τις δύο χώρες, είχαν καταλάβει τα τραπέζια και έκαναν γερό τζίρο.

Στις παρυφές της πλατείας, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε πένθιμα. Όπως και σε όλους τους ναούς στον νομό Φλώρινας, κατόπιν εντολής του δεσπότη Φλώρινας, σε ένδειξη πένθους για τη συμφωνία. Τα χρόνια της θύελλας μπορεί να πέρασαν και να καλλιεργούνται (δικαίως ώς ένα βαθμό) με την υπογραφή της συμφωνίας προσδοκίες για μία νέα σελίδα, αλλά ακόμα και σήμερα πολλοί ντόπιοι επιλέγουν τη σιωπή. Έτσι έμαθαν. Η καχυποψία από τις ταραγμένες περιόδους δεν λέει να ξεριζωθεί.

Ο ήλιος στεκόταν ψηλά ρίχνοντας τις ακτίνες του στα γαλήνια νερά της Μικρής και της Μεγάλης Πρέσπας, όταν μπήκαμε στη Μηλιώνα. Κουφάρια πλινθόκτιστων κτιρίων, δίχως πόρτα και παράθυρα, ρημαγμένα από τον χρόνο και πνιγμένα στην οργιώδη βλάστηση, ξεπρόβαλλαν στην πλαγιά.

Πέρασε ώρα και χρειάστηκε να ηχήσει το κλάξον του αυτοκινήτου, μέχρις ότου μας ακούσει και προβάλει στον αυλόγυρο ενός σπιτιού, που μαζί με ένα άλλο παρακάτω έδειχναν λειτουργικά, μια νέα γυναίκα. Η Αγγέλα Γεωργαντά δεν είναι γηγενής. Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, βρέθηκε στη Μηλιώνα ακολουθώντας πριν από λίγα χρόνια από την Αθήνα τον σύζυγό της Νίκο Γιαννάκη, ο οποίος είναι σήμερα πρόεδρος Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Πρεσπών. Ούτε είναι γηγενείς και ένα άλλο ζευγάρι, συνταξιούχος αστυνομικός και η εκπαιδευτικός σύζυγός του, σε ένα κοντινό σπίτι. Αυτές οι δύο οικογένειες «ξένων» συγκροτούν σήμερα την κοινωνία της Μηλιώνας.

«Κίνητρό μας για να εγκατασταθούμε εδώ ήταν η αγάπη για τη φύση», μας λένε. Στην ερώτηση αν έχουν απομείνει ντόπιοι στο χωριό απαντούν: «Ζούσε ένας, αλλά και αυτός πνίγηκε το 2010 στη λίμνη».

Η ιστορία της Μηλιώνας δεν διαφέρει από αυτήν των άλλων χωριών της περιοχής που πλήρωσαν βαρύ τίμημα στον Εμφύλιο Πόλεμο και στη μετεμφυλιακή περίοδο για τον επιπλέον λόγο ότι οι κάτοικοί τους ήταν όλοι σλαβόφωνοι με σλαβομακεδονική συνείδηση και αρκετοί εξ αυτών βγήκαν στο βουνό, προσδοκώντας σε μια αυτόνομη ή και ανεξάρτητη Μακεδονία. Αυτή την ελπίδα τους καλλιέργησαν ο Τίτο και σε ένα βαθμό και η τότε ηγεσία του ΚΚΕ. Ο εμφύλιος ήταν σκληρός για όλη την Ελλάδα. Στο ορεινό ανάγλυφο της Δυτικής Μακεδονίας, με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών όμως απενεργοποίησε την ωρολογιακή βόμβα του μακεδονικού ζητήματος. Αφύπνισε εθνικά πάθη και μίση και διέλυσε τις τοπικές κοινωνίες. Το διαπιστώσαμε στα χωριά που άδειασαν. Τα στοιχεία από το δημοτολόγιο του Δήμου Πρεσπών, για την πληθυσμιακή διαδρομή της Μηλιώνας, «μιλούν» καθαρά για το τι έγινε.

Στην απογραφή του 1940 δηλώθηκαν 209 κάτοικοι, σε εκείνη του 1951 κανένας (μηδέν) και το 1991 δύο. Πώς ερήμωσε έτσι αυτό το χωριό, όπως και πολλά άλλα στην Πρέσπα, στη Φλώρινα, στην Καστοριά; Οι κάτοικοί τους τα εγκατέλειψαν για να αποφύγουν τις συνέπειες της ήττας στον εμφύλιο ή έφυγαν με τη θέλησή τους για να ζήσουν πίσω στην «ελεύθερη Μακεδονία» της Γιουγκοσλαβίας. «Τα καλοκαίρια έρχονται με λεωφορεία παιδιά ή εγγόνια αυτών που έφυγαν και βλέπουν τα σπίτια τους», λέει η Αγγέλα Γεωργαντά. Πυξός, Δασερή, Αγκαθωτό, Σφήκα, αντί για ανθρώπινες φωνές, ακούγονται μόνο τις νύχτες κουκουβάγιες.

«ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ»

Ο Αντώνης Παπάς και η σύζυγός του είναι οι μοναδικοί κάτοικοι στο χωριό Πράσινο (Τύρνοβο). «Εδώ πάνω στο χωριό δεν υπάρχει κανένας έκτος από εμάς. Δύο οικογένειες έχτισαν σπίτια κάτω στον κεντρικό δρόμο και έτσι μείναμε μόνοι», μας λέει, όταν του ζητάμε να μας αφηγηθεί την ιστορία του χωριού του.

«Παλιά, πριν από τον πόλεμο, είχε γύρω στους πεντακόσιους ανθρώπους, ντόπιοι όλοι, μετά έφυγαν». Όταν τον ρωτάμε αν υπέφεραν στον εμφύλιο, λέει χωρίς δισταγμό: «Πάρα πολύ. Την ημέρα ερχόταν ο ένας και τη νύχτα ο άλλος. Την ημέρα ήταν ο στρατός τη νύχτα οι αντάρτες. Αυτό γινόταν. Η γιαγιά μου έλεγε πως σκοτώθηκαν μόνο από το χωριό μας ογδόντα οχτώ άνθρωποι. Με το τέλος του πολέμου έφυγαν οι πιο πολλοί, άλλοι στις ανατολικές χώρες και άλλοι αργότερα στον Καναδά και την Αυστραλία».

ΙΔΙΑ ΕΙΚΟΝΑ

Γύρω στα δύο χιλιόμετρα από το Πράσινο, σε ένα άλλο χωριό με ελάχιστους κατοίκους, μετρημένους στα δάχτυλα των δύο χεριών, η εικόνα ίδια. Ο 78χρονος Ηλίας Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που συναντήσαμε.

«Πώς το έλεγαν στα ντόπια αυτό το χωριό και πώς ερήμωσε έτσι;», τον ρώτησα.

«Όστσιμα. Χάλασε με τον πόλεμο, είχε πολλούς κατοίκους πριν, εφτακόσιους, καταλαβαίνετε τι έγινε», μου λέει με έντονη τοπική προφορά.

«Εγώ ήμουν στο παιδομάζωμα, γύρισα νωρίς το 1958, πήγα στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, μέχρι την Τεργέστη. Ο πατέρας μου ήταν στο βουνό, πήραν την αδερφή μου οι αντάρτες, τη μάνα μου τη φυλάκισαν στο Ανταρτικό. Βάσανα, για τον κόσμο.

Μάζεψαν πολλά παιδιά. Από δώδεκα χρόνων και κάτω όλα. Μετά έφυγε ο κόσμος όλος, από τον φόβο. Βομβάρδιζαν συνέχεια εδώ, οι άνθρωποι κινδύνευαν. Όλοι εδώ ήταν ντόπιοι, Μακεδόνες. Σε όλα τα χωριά, ψάξτε τα, Κώττας, Τρίγωνο, Ανταρτικό, όλοι ντόπιοι ήταν, στο Πισοδέρι είχε Βλάχους ανέκαθεν. Παρακάτω προς την Καστοριά, ο Γάβρος, η Χαλάρα, Μακροχώρι, και εκεί ντόπιοι».

«Είχατε ανθρώπους από το χωριό στο ΝΟΦ (σ.σ. σλαβομακεδονική οργάνωση με ένοπλα τμήματα που πολέμησαν μέσα από τον ΔΣΕ);», τον ρωτάω.

«Α, δεν ξέρω από τέτοια, αντάρτες πάντως είχε το χωριό», απαντάει σηκώνοντας τα χέρια.

– Έχει μέλλον αυτό το χωριό; 

– Κανένα, δεν θα έχει άνθρωπο σε λίγο εδώ.

– Τι ξέρετε για τη συμφωνία που υπεγράφη στους Ψαράδες;

– Τίποτα. Ο ντόπιος πληθυσμός είναι ήσυχος δεν κάνει φασαρίες. Δεν συζητάμε τέτοια, μην το ψάχνεις, κατάλαβες.

Την ώρα που αφήναμε πίσω τη Μηλιώνα συνεχίζοντας το οδοιπορικό σε άλλα έρημα χωριά, στον ουρανό πετούσε το Σινούκ που μετέφερε τον πρωθυπουργό και τη συνοδεία του πίσω στην Αθήνα. Ο στόχος είχε επιτευχθεί. Ένα προαιώνιο και πολύπλοκο εθνικό ζήτημα, με οδυνηρές αναφορές (και) στις Πρέσπες, είχε κλείσει με δύο υπογραφές μόνο! Τόσο απλά.

*Πηγή: «Καθημερινή».