Όταν οι Έλληνες μάθαιναν τους Αυστραλούς να τρώνε πατσά και μαγειρίτσα…

«Η Αθήνα του Νότου»: Ένα από τα πρώτα ελληνικά εστιατόρια στην ξενιτιά…

Με ένα πλατύ χαμόγελο, έναν σκούφο από λαδόκολλα και τεράστιες τσίγκινες κατσαρόλες παραταγμένες στη σειρά, σε μια μικρή κουζίνα στο κέντρο της πόλης, ο ομογενής Λάμπρος Ντρουγκάνης ήταν, μαζί με την σύζυγό του Βασιλική και την κόρη του Λυγερή (Λίλη), ο περήφανος ιδιοκτήτης του πρώτου ελληνικού εστιατορίου της Αδελαΐδας, που έφερε το όνομα «Athens» και πέρασε στη μεταναστευτική ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας ως η «Αθήνα του Νότου».

«Το όνομα αυτό το έδωσε σε ένα από τα άρθρα του ο διάσημος γευσιγνώστης και κριτικός γαστρονομίας, Sol Simeon, ο οποίος την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το εστιατόριό μας, μετά από παρότρυνση ενός ομογενούς επιχειρηματία και αγαπημένου μας πελάτη, εντυπωσιάστηκε τόσο από τις αυθεντικές ελληνικές γεύσεις που αποφάσισε να γράψει σε στήλη του στην κυριακάτικη εφημερίδα της Πολιτείας την πρώτη διθυραμβική κριτική για το «Athens» λέει η κόρη του ομογενούς Λίλη, η οποία ήταν υπεύθυνη υποδοχής στο εστιατόριο των γονιών της.

«Ο Sol Simeon, τον οποίο εμείς φυσικά δεν γνωρίζαμε, δεν αποκάλυψε ποτέ σε εμάς την ταυτότητά του. Με κάλεσε μόνο στο τραπέζι μετά το τέλος του δείπνου και με παρότρυνε να αγοράσω την κυριακάτικη εφημερίδα στο τέλος της εβδομάδας χωρίς να μου εξηγήσει το γιατί».

Παρ’ ότι το εστιατόριο ήταν το πρώτο παραδοσιακό ελληνικό εστιατόριο της πόλης και είχε ήδη αποκτήσει φήμη σε ολόκληρη τη Νότια Αυστραλία, την επομένη της δημοσίευσης άλλαξαν όλα για τον μπάρμπα-Λάμπρο και την «Αθήνα» του που πέρασε στα χέρια του το 1971.

Έως τότε ανήκε σε δύο επίσης ομογενείς επιχειρηματίες, τον Leon Michos και τον Bill Pappas.

Αποκόμματα της εποχής… «Σας προειδοποιώ ότι χρειάζεστε την όρεξη του μυθικού Ζορμπά για να καταφέρετε να γευθείτε το υπέροχο φαγητό του Μπάρμπα Λάμπρου» είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Sol Simeon σε ένα από τα άρθρα του για το μυθικό εστιατόριο που άφησε το δικό του στίγμα στη μεταναστευτική ιστορία.

«Τον πρώτο καιρό που αναλάβαμε, το μαγαζί έγινε «δεύτερο σπίτι» για τους ομογενείς εργάτες, αγρότες και οδηγούς ταξί που κάθε πρωί κατέφθαναν μετά από τις εξαντλητικές βάρδιες σε εργοστάσια και φάρμες για να απολαύσουν ένα ζεστό πιάτο με τον περίφημο παραδοσιακό πατσά που ετοίμαζε ο πατέρας μου από τα χαράματα. Μόλις τελειώναμε με την πρωινή βάρδια ακολουθούσε ελληνικό καφεδάκι και γλυκό, ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας η κουζίνα ήταν γεμάτη κατσαρόλες με παραδοσιακά ελληνικά πιάτα. Οι πελάτες μας είχαν την άνεση να μπαίνουν στην κουζίνα και να διαλέγουν ό,τι τραβούσε η ψυχή τους, από μαγειρίτσα και πατσά μέχρι παστίτσιο, μουσακά, ντολμάδες, γεμιστά και γιαχνί.

Σύμφωνα με την Λίλη, την επομένη της δημοσίευσης του Simeon άλλαξαν όλα.

«Εκείνο το πρωί οι ουρές έφταναν μέχρι έξω με νέους πελάτες που ήθελαν να δοκιμάσουν ελληνικό παραδοσιακό φαγητό πληρώνοντας μόνο ένα δολάριο. Aλλά υπήρχε μια βασική διαφορά: Για πρώτη φορά ήταν στην πλειοψηφία τους Αυστραλοί».

Σιγά-σιγά, η «Αθήνα του Νότου» μετατράπηκε σε ένα πολυπολιτισμικό στέκι Ελλήνων και Αυστραλών επιχειρηματιών, νομικών και πολιτικών, οι οποίοι αγάπησαν την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα του μπάρμπα Λάμπρου που δεν σταμάτησε να μαγειρεύει έως το 1995.

«Το κέφι και η καλή διάθεση του πατέρα μου, σίγουρα συνέβαλε στην επιτυχία της «Αθήνας» γιατί ο μπάρμπα-Λάμπρος δεν ξεχώριζε ανθρώπους.

«Αγκάλιαζε και σεβόταν κάθε άνθρωπο που έμπαινε στο εστιατόριο είτε ήταν ζητιάνος είτε εργάτης είτε πρωθυπουργός» λέει η μονάκριβη κόρη του ομογενούς. Η ίδια αποκαλύπτει ότι την ώρα που ο διάσημος μουσικός Κατ Στίβενς και ο πρώην πολιτειακός πρωθυπουργός Don Dunstan, δύο από τους τακτικότερους θαμώνες της «Αθήνας» δειπνούσαν στο μαγαζί, ο πατέρας της έβγαζε γεμάτες κατσαρόλες από την πίσω πόρτα όπου περίμεναν οι λιγότεροι «τυχεροί» για μια μερίδα ζεστό φαγητό και ψωμί.

Η οικογένεια Ντρουγκάνη επί τω έργω

«Ο πατέρας μου είχε έναν νόμο στη ζωή του. Ήθελε να προσφέρουμε πάντα ένα πιάτο φαγητό ακόμα και σε αυτούς που δεν είχαν να πληρώσουν και αν αναλογιστεί κανείς πως ήμασταν στον παραδοσιακά «πιο δύσκολο» δρόμο της Αδελαΐδας, στο Hindley Street, όπου κάθε μέρα, ακόμα και σήμερα, περνά κάθε λογής φυλή, εθνικότητα και κοινωνική τάξη, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είχαμε ούτε μια φορά προβλήματα και φασαρίες στο εστιατόριο, καταλαβαίνει το κλίμα που είχαμε δημιουργήσει και τον σεβασμό που έδειχναν όλοι στο μαγαζάκι μας».

Ο Λάμπρος γεννήθηκε στο Αλεποχώρι το 1926 και μαζί με την σύζυγό του εγκατέλειψαν την πατρίδα το 1955 αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά.

Αρχικά ήρθαν στην Αδελαΐδα όπου ο νεαρός τότε ομογενής εργάστηκε σκληρά ως εργάτης, όμως μετά από παρότρυνση συγγενών αποφάσισε να μεταβεί στο Σικάγο το 1969. Τα τρία χρόνια στην Αμερική υπήρξαν καταλυτικά αφού εκεί ο Λάμπρος έμαθε την τέχνη της μαγειρικής από τον περίφημο Αποστόλη, έναν από τους καλύτερους Έλληνες σεφ της εποχής.

Ο Λάμπρος με την κόρη του Λίλη. «Μάθαμε τους Αυστραλούς να τρελαίνονται για πατσά και μαγειρίτσα» λέει η ιδιοκτήτρια της «Αθήνας του Νότου» σήμερα

Η οικογένεια επέστρεψε στην Αυστραλία μετά από τρία χρόνια.

Ο μπάρμπα-Λάμπρος, ο οποίος ήταν απόφοιτος Β’ Δημοτικού, έγινε ένας ταλαντούχος μάγειρας και δυναμικός επιχειρηματίας. Σιγά-σιγά συνήθισε και αγάπησε την Αυστραλία, αν και συχνά-πυκνά έλεγε ότι ήθελε μια μέρα να επιστρέψει στην πατρίδα. Δημιούργησε οικογένεια, απέκτησε δύο παιδιά και έξι εγγόνια και λίγο πριν τον θάνατο του σε ηλικία 83 ετών εξομολογήθηκε στην κόρη του:

«Είχα την καλύτερη ζωή, την καλύτερη οικογένεια και το αγαπημένο μου μαγειρείο εδώ στην ξενιτιά. Αν πεθάνω αύριο θα είμαι ένας περήφανος και ευτυχισμένος άνθρωπος».

«Τον χάσαμε τρεις μέρες αργότερα από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 83 ετών» κατέληξε η Λίλη.

Ο μπάρμπα-Λάμπρος εν δράσει