Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση που εξέδωσε ο ομοσπονδιακός Υπουργός Παιδείας, Simon Birmingham, η Αυστραλιανή κυβέρνηση θα χρηματοδοτήσει με το επιπλέον ποσόν των $11.8 εκατομμυρίων, 5.000 εκπαιδευτικά ιδρύματα προσχολικής ηλικίας σε ολόκληρη τη χώρα για την ενίσχυση την ανάπτυξη του προγράμματος ξένων γλωσσών, το οποίο ήδη λειτουργεί σε 2500 εκπαιδευτήρια.

Το πρόγραμμα θα παρέχει την επιλογή διδασκαλίας της Ελληνικής, της Αραβικής, της Ισπανικής, της Γαλλικής καθώς και Ασιατικών γλωσσών, ενώ αναμένεται να εισαχθεί σε 300 επιπλέον δημοτικά σχολεία.

Ο γερουσιαστής Birmingham, ο οποίος ανακοίνωσε την κυβερνητική χρηματοδότηση στο πλαίσιο επίσκεψής του σε νηπιαγωγείο του Σίδνεϊ, δικαιολόγησε την κίνηση αυτή, λέγοντας ότι η σταδιακή εξοικείωση μαθητών προσχολικής ηλικίας με μια «ξένη» γλώσσα και κουλτούρα ωφελεί σημαντικά την ανάπτυξη ενός παιδιού και την ικανότητά του να βελτιώσει τις γνώσεις του στην Αγγλική καθώς και τη γενικότερη κρίση του στην επίλυση προβλημάτων.

Στο πρόγραμμα, το οποίο είναι ειδικά σχεδιασμένο για παιδιά ηλικίας 3 ετών, πρόκειται να προστεθούν, επίσης, η Κορεατική, η Βιετναμέζικη, η Τουρκική και η Γερμανική.

«Αυτό σημαίνει ότι τα εκπαιδευτήρια προσχολικής εκπαίδευσης θα είναι σε θέση να επιλέξουν ανάμεσα σε 13 δημοφιλείς γλώσσες, δίνοντας έτσι στους μικρούς μαθητές την ευκαιρία να εξοικειωθούν με μια διαφορετική κουλτούρα και γλώσσα, που σίγουρα θα συμβάλλει θετικά στη μελλοντική τους πορεία» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός, εκφράζοντας την ελπίδα να αγαπήσουν τα μικρά παιδιά την ξένη γλώσσα που θα επιλέξουν να παρακολουθήσουν και να επιδιώξουν τη μελέτη της και στη συνέχεια των σπουδών τους.

«Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας επιτυγχάνεται ευκολότερα σε μικρή ηλικία και, αναμφίβολα, προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες στην ανάπτυξη και την πορεία ενός παιδιού» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Birmingham, ο οποίος συνεργάστηκε στενά για το πρόγραμμα με τον υπουργού Θεμάτων Εργασίας, Craig Laundy. Ο τελευταίος δήλωσε με τη σειρά του, ότι στην εκλογική έδρα Reid που εκπροσωπεί, ήδη πολλά παιδιά μιλούν δύο γλώσσες και τόνισε τη σπουδαιότητα ανάπτυξης γλωσσικών ικανοτήτων «που θα βοηθήσουν τα παιδιά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τα υπόλοιπα μαθητικά τους χρόνια και την ζωή τους γενικότερα με δυναμισμό και σθένος».

Σε τι βαθμό, όμως, εμείς οι γονείς είμαστε αφοσιωμένοι και στηρίζουμε την προσπάθεια των παιδιών μας, ειδικά όταν τους ζητάμε να μελετήσουν την γλώσσα των προγόνων τους;

«Θεωρώ ότι η κίνηση αυτή αποτελεί άλλη μια αναγνώριση από την Αυστραλιανή Κυβέρνηση της σημαντικότητας της εκμάθησης ξένων γλωσσών και ειδικά, στην περίπτωσή μας, της Νεοελληνικής. Σίγουρα, σε όσο πιο πολλά σχολεία εισαχθούν τα Ελληνικά τόσο μεγαλύτερη αναγνώριση θα έχει η γλώσσα και ο πολιτισμός μας, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν οφείλουμε και εμείς ως γονείς και εκπαιδευτικοί να επενδύσουμε ουσιαστικά στην ενθάρρυνση και προώθηση του προγράμματος, αν όντως επιθυμούμε να μάθουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας να μιλούν σωστά την Ελληνική γλώσσα» λέει στον «Νέο Κόσμο» η φιλόλογος και μεταφράστρια, Μαριάθνη Κοσμαρίκου, η οποία διδάσκει την Ελληνική γλώσσα σε παιδιά τρίτης και τέταρτης γενιάς.

«Προφανώς, μια τέτοια πρωτοβουλία θα έχει θετικά αποτελέσματα γιατί όσο πιο μικρής ηλικίας είναι τα παιδιά όταν εκτίθενται σε μία ξένη γλώσσα τόσο πιο γρήγορα την κατακτούν. Θεωρώ, επίσης, ότι και οι περισσότεροι γονείς ελληνικής καταγωγής θα εκτιμήσουν μία τέτοια πρωτοβουλία ως ωφέλιμη για τα παιδιά τους, πόσο μάλλον όταν δεν έχει και επιπλέον οικονομικό κόστος για την οικογένεια. Επίσης, θα ικανοποιήσει γιαγιάδες και παππούδες, που είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία. Άλλωστε, με τη βοήθειά τους μαθαίνουν Ελληνικά τα περισσότερα παιδιά σήμερα».

Σύμφωνα με την εκπαιδευτικό, το αν θα συνεχίσουν τα παιδιά να μαθαίνουν Ελληνικά και πέρα από την προνηπιακή ηλικία, αυτό εξαρτάται από το αν το δημοτικό σχολείο στο οποίο φοιτούν έχει τα Νέα Ελληνικά ενσωματωμένα στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμά ή αν οι γονείς είναι διατεθειμένοι να πηγαινοφέρνουν τα παιδιά στα απογευματινά ή σαββατιανά ελληνικά σχολεία, ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητές τους.

«Είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον των γονέων εξακολουθεί να υπάρχει σε έναν βαθμό, αν και μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων, όσο οι ομογενείς ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στην αγγλοσαξονική κουλτούρα. Εννοείται ότι αν η ξένη γλώσσα (και στην προκειμένη περίπτωση τα Νέα Ελληνικά) είναι ενσωματωμένη στη διδακτέα ύλη (curriculum), τα παιδιά θα εκτεθούν αναγκαστικά σ’ αυτήν και θα την αποδεχτούν ευκολότερα, οπότε και οι γονείς θα μπορούν ευκολότερα να ενισχύσουν την προσπάθεια.

Βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα παιδιά θα μάθουν καλύτερα να μιλούν Ελληνικά, αλλά ενδεχομένως περισσότεροι σε αριθμό μαθητές να αφοσιωθούν στην εκμάθηση της Ελληνικής που δεν περιορίζεται στο να μάθει ένα παιδί πώς να μετρά μέχρι το 10 ή να λέει την αλφαβήτα.

Σε αυτό το σημείο καθοριστικό ρόλο φαίνεται να παίζουν οι γονείς».

«Είναι πολύ δύσκολο όταν κι εμείς οι ίδιοι είμαστε Έλληνες δεύτερης γενιάς και η γνώση της Ελληνικής γλώσσας είναι περιορισμένη, να είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν σωστά Ελληνικά» λέει η Ευτυχία, η οποία είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών που παρακολουθούν το ελληνικό σαββατιανό σχολείο.

«Υπάρχουν φορές που και εγώ η ίδια με τις περιορισμένες γνώσεις μου δυσκολεύομαι να παροτρύνω και να βοηθήσω τα παιδιά μου να διαβάσουν Ελληνικά, ειδικά όταν κατά την διάρκεια της εβδομάδας το πρόγραμμά τους είναι φορτωμένο με σχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες. Πιστεύω ότι θα διευκόλυνε και τα ίδια τα παιδιά, αλλά και εμάς τους γονείς, η υποχρεωτική και ενσωματωμένη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας στην ύλη του σχολείου ώστε τα παιδιά να μην έχουν την επιλογή να αρνηθούν» λέει η ομογενής μητέρα με την οποία συμφωνεί και η νηπιαγωγός και ειδικός σε θέματα προσχολικής αγωγής, Ειρήνη Μουσιάδου.

«Δεν πιστεύω ότι οι γονείς έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους, απλά αναζητούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διδαχθούν τα παιδιά τους οπότε χρειάζονται συγκεκριμένες σταθερές και ξεκάθαρες διαδικασίες ώστε να ενταχθεί σε αυτές το παιδί και να δείξει ενδιαφέρον.

«Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι και οι ίδιοι οι γονείς είναι πλήρως αφοσιωμένοι στην προσπάθεια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, επομένως, αν οποιαδήποτε γλώσσα ενσωματωθεί στα προαπαιτούμενα του θεσμικού πλαισίου της εκπαίδευσης, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα παιδιά μας θα το αποδεχτούν» υποστηρίζει η κυρία Μουσιάδου.

«Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το 2011 αναγνωρίστηκε και επίσημα ότι η προσχολική εκπαίδευση είναι ένα διακριτό εκπαιδευτικό σύστημα που σφραγίζει την μετέπειτα εκπαιδευτική επιτυχία του παιδιού, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε πως η στροφή και επένδυση στα προνηπιακά εκπαιδευτήρια έπρεπε ήδη να έχει εφαρμοστεί».

«Έχουμε ήδη καθυστερήσει αλλά ποτέ δεν είναι αργά να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να αφιερώσουν λίγο χρόνο ώστε να μάθουν να χειρίζονται σωστά την ελληνική γλώσσα που αποτελεί θησαυρό για ολόκληρη την ανθρωπότητα» καταλήγει η ομογενής εκπαιδευτικός.