Τούτες οι γραμμές γράφονται έτσι για να αλλάξουμε διάθεση, να ξεφύγουμε για λίγο από ειδήσεις… δύσκολες, μειώσεις συντάξεων και απαγορευτικές διατάξεις. Γράφονται για να πούμε κάτι άλλο. Το ρισκάρουμε γιατί μπορεί και να μην αρέσει. Μιλάμε για ζωή και για τα νιάτα που έφυγαν. «Τι τα έκανες τα νιάτα σου και στέκεις τώρα λυπημένος.» μας λέει ο ποιητής. Μιλάμε για το όμορφο, το αλλιώτικο το χθες, ελπίζοντας, μάταια, ότι θα ξυπνήσει το σημερινό το κουρασμένο, το άβολο, το παγωμένο. Γράφουμε κάτι μήπως και κάποιος άλλος κουρασμένος, κυρτωμένος, μόνος, θυμηθεί κάτι παρόμοιο που έζησε κι αυτός και κλάψει ή γελάσει.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο, σ’ ένα δρομάκι δίπλα στο μεγάλο καφενείο της πλατείας, κοντά στην Αχιλλέως. Όταν μεγάλωσε η οικογένεια, με την παρουσία μου, μετακινηθήκαμε, στο μεγάλο σπίτι της γιαγιάς, Ετεοκλέους 4. Όμορφο συνηθισμένο σπίτι της Αθήνας με την αυλόπορτα, τον μαντρότοιχο με τα κάγκελα, το γιασεμί, την κληματαριά και τις ανθισμένες γλάστρες. Χωμάτινος ο δρόμος και αρκετοί τοίχοι παλιών σπιτιών φρέσκο-ασβεστωμένοι. Τ’ απόγευμα καταβρέχανε το δρόμο και μια-μια οι μαμάδες και οι κόρες ξεμύτιζαν με την καρέκλα και το πλέξιμο ανά χείρας για εγκατάσταση στο… θρόνο της εξώπορτας.

Στα δεκαέξι μου ορφάνεψα από μάνα. Δεκάξι χρονών παλικαράκι με μαλλί κατάμαυρο, πουκάμισο κοντομάνικο να φαίνονται τα γυμνασμένα μπράτσα και τις κοπέλες της γειτονιάς να κρυφομιλάνε και να κρυφογελάνε. Κάθε που συναντιόμουνα με γειτονοπούλες, με κοίταζαν, χασκογελούσανε, μου έδειχναν τέσσερα δάκτυλα από το χέρι τους και μου φώναζαν: «Κώστα άλλα τέσσερα το…» Φαγώθηκα να μάθω τι στο διάβολο εννοούσαν με τα δάκτυλα και ευτυχώς που ξεμονάχιασα τη Σοφία που έδειχνε και λίγο… τσιμπημένη μαζί μου.

Πήγαμε βόλτα μέχρι την Ακαδημία Πλάτωνος και… μεταξύ άλλων μου εξομολογήθηκε ότι όλες οι κοπέλες συμφωνούν πως αν είχα άλλα τέσσερα δάχτυλα μπόι θα ήμουν και το… πρώτο παιδί. Κάρβουνο μου είχε γίνει εκείνο το τέσσερα. Έβλεπα γυναίκα μισό πόντο ψιλότερη και άλλαζα δρόμο… Και να σκεφτείτε ότι και του σπιτιού μου ο αριθμός, ήταν… τέσσερα.

Η τύχη μου η μεγάλη, η όμορφη, με βοήθησε κάποια στιγμή να βγάλω το βασανιστικό κόμπλεξ του… τέσσερα και θα σας πω την ιστορία για να γελάσετε και να… παραδειγματιστείτε. Θα στήσω πρώτα τα… σκηνικά, θα σας πω μια περίληψη από το σενάριο και αφού μπείτε στο… κλίμα, θα με… σιχτιρίσετε, αρσενικοί και θηλυκοί, για το χρόνο που σας έφαγα.

Στην αδελφή του πατέρα μου, τη θεία Χριστίνα, που είχε το σπίτι της στο Ναύπλιο, πήγαινα από μικρό παιδί, κάθε καλοκαίρι, στις σχολικές διακοπές, εξαντλώντας και την τελευταία μέρα των διακοπών στην παραλία της Αρβανιτιάς για το θαλάσσιο μπάνιο μου, πρωί και απόγευμα, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών. Ένα συννεφιασμένο απόγευμα είχα μείνει σχεδόν μόνος μου στη θάλασσα και άρχισα να τα μαζεύω για να επιστρέψω σπίτι να ετοιμαστώ για τη βραδινή έξοδο στο όμορφο Ναύπλιο. Λέω ότι έμεινα σχεδόν μόνος μου γιατί στην άλλη άκρη της Αρβανιτιάς διέκρινα μια σιλουέτα που άρχισε να έρχεται προς τη μεριά μου που ήταν και η έξοδος για τον κεντρικό δρόμο… επιστροφής. Μια όμορφη κοπελιά, τεραστίων διαστάσεων, διπλή από μένα, σε ύψος και σε φάρδος, με πλησίασε, με χαιρέτησε, μου συστήθηκε και με ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει στην πετσέτα που είχα απλωμένη κάτω.

«Μου αρέσει αυτή η ώρα, αλλά μόνη μου φοβόμουνα. Μ’ αρέσει η ησυχία της θάλασσας. Η γαλήνη της, η ομορφιά της. Μπορώ να μείνω μέχρι το πρωί να την κοιτάζω, να της μιλάω και να την περιμένω να μου πει τα μυστικά της και ιστορίες του έρωτα. Λένε πως η θάλασσα, από το δειλινό μέχρι τα μεσάνυχτα αφουγκράζεται τα ερωτόλογα που λένε τα ζευγάρια. Όσους από τους ερωτευμένους τους γραδάρει για ειλικρινείς, τους ευλογεί και στεριώνει ο έρωτάς τους. Αν νοιώσει πως κάποιος απ’ το ζευγάρι λέει ψέματα ή κοροϊδεύει, τον καταριέται και του παίρνει τη χρυσή κλωστή του έρωτα». Πέρασε κάποια ώρα και πρότεινε η ίδια να φύγουμε, να πάμε σπίτια μας ν’ αλλάξουμε και να βρεθούμε, αργότερα στην πλατεία, να πάμε κάπου. Φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και παντελόνι, χωρίστρα, και στην πλατεία για την Φόνη (κομμένο της Περσεφόνης). Μας κοίταζε όλος ο κόσμος. Έμοιαζε σαν να είχε βγάλει η μαμά το αγοράκι της περίπατο. Το καλοχτενισμένο μου κοκοράκι (είχα βάλει και μπριγιόλ) έφτανε μέχρι τον ώμο της. Και δεν ήταν μόνο πανύψηλη ήταν και σχετικά… φαρδιά. Η Φόνη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι για τον… άντρακλα, τον παίδαρο που την συνόδευε. Την ευχή μου να έχει.

Από τότε που η Φόνη μου έδιωξε το κόμπλεξ του τέσσερα (καλή της ώρα αν ζει) αδυναμία μου και επιτυχία μου δεσποινίδες…. πάνω από ένα και ογδόντα.