Η κ. Μαρία Σαρρησταύρου δεν είναι ιστορικό πρόσωπο με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Αν, όμως, κάποιος θέλει να καταγράψει σωστά τη γαστρονομική ιστορία της Αυστραλίας, τότε η κ. Μαρία Σαρρησταύρου δεν θα πρέπει να λείπει από αυτήν.

Η περήφανη, δραστήρια και δημιουργική μητριάρχης της οικογένειας Σαρρησταύρου, δεν θα πρέπει να λείπει ούτε από την ιστορία των ομογενειακών επιχειρήσεων στην Αυστραλία.

Ήταν η γυναίκα που έβαλε τα ελληνικά ορεκτικά σε κάθε αυστραλιανό τραπέζι, η γυναίκα που χάρη στο επιχειρηματικό της μυαλό δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες ομογενειακές επιχειρήσεις στην Αυστραλία, την Black Swan Dips.

Λίγοι ξέρουν ότι αυτή η Σμυρνιά που εκτός από το να μεγαλώνει επτά παιδιά, να ράβει για επτά παιδιά έβρισκε τον χρόνο να στύβει το μουσκεμένο ψωμί στο πλυντήριο για να φτιάξει την ταραμοσαλάτα που πουλούσε σε ένα μπακάλικο στην λαϊκή αγορά του South Melbourne, έβαλε τα θεμέλια, γευστικά αλλά και, ουσιαστικά, σε δύο ομογενειακές εταιρίες, την «Poseidon Dips» και την Black Swan Dips.

Και οι δύο ξεκίνησαν από το γκαράζ της οικογένειας Σαρρησταύρου και τη γαστρονομική μαεστρία της κ. Μαρίας.

Με τον σύζυγό της Σταύρο στην Αθήνα του ’50

Εκτός από την οικογένειά της, είναι ελάχιστοι αυτοί που γνώρισαν από κοντά την αποφασιστικότητα, την τόλμη, το χιούμορ, την αυστηρή και, παράλληλα, στοργική προσωπικότητά της, την απαράμιλλη επιμονή της, τον αλτρουισμό της, που φρόντιζε πάντα να κρύβει, γιατί η κ. Μαρία δεν ήταν επιδειξιομανής, ήταν διακριτικός άνθρωπος, δεν ήταν από αυτούς που κάνουν για να επιδειχθούν αλλά από αυτούς που υποδεικνύουν κάνοντας.
Και αυτοί στους οποίους η κ. Μαρία υποδείκνυε ήταν τα παιδιά της. Τους έδειχνε τις αξίες και τις ποιότητες που χρειάζονταν στη ζωή τους.

«Ήταν το στήριγμά μας» λέει ο Κώστας Σαρρησταύρος, όταν τον ρωτάω για τη μητέρα του και προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψει την συμβολή της σε ολόκληρη την οικογένεια.

«Το ήθος, το χιούμορ, το κοφτερό μυαλό της, ο τρόπος με τον οποίο μας συμβούλευε χωρίς να μας επιβάλλει τις απόψεις της, η διακριτικότητα, αλλά και η ισορροπημένη της αυστηρότητά της, μας εφοδίασαν με ικανότητες, ποιότητες και αξίες. Η μητέρα μου είναι ο αφανής ήρωας, ο πυλώνας όλων όσων καταφέραμε στη ζωή μας».

Η κ. Μαρία πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή. Ήταν 98 ετών. Η φυσική της παρουσία θα λείψει από τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, τους πολλούς της φίλους. Αλλά η κ. Μαρία θα είναι πάντα παρούσα στην καθημερινότητά τους. Δεν θα ζεσταίνει τα μάτια τους με το γλυκό της χαμόγελο, αλλά η ανάμνηση αυτού του χαμόγελου, θα ζεσταίνει την καρδιά τους. Δεν θα ακούν τις σοφές της παρατηρήσεις αλλά η σοφία των λόγων της θα καθορίζει τις καθημερινές αλλά και σημαντικές τους αποφάσεις.

Δεν θα αισθάνονται το τρυφερό της άγγιγμα αλλά θα νοιώθουν τη ζεστασιά του.

Μία από τις πρώτες φωτογραφίες της κ. Μαρίας με τον σύζυγό της

Η ΣΜΥΡΝΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ

Η Μαρία Σαρρησταύρου, το γένος Αρώνη, γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά δεν μεγάλωσε εκεί. Η Μικρασιατική Καταστροφή την έδιωξε από τον τόπο της και το δίχρονο τότε κοριτσάκι βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του. Στο Παρθεναγωγείο και στα οικοκυρικά εκπαιδεύτηκε. Εντούτοις, έστω και αν το μεγάλο φόρτε της ήταν, όντως, η κουζίνα, από πολύ νωρίς και με το που παντρεύτηκε, έστω και αν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940 είχε ήδη τέσσερα παιδιά, το επιχειρηματικό της μυαλό δεν χωρούσε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.

«Ο πατέρας μου είχε μαγαζί στα Λαδάδικα, αλλά η μητέρα μου είχε μέσα της το επιχειρηματικό δαιμόνιο, τον βοήθησε αντί να πουλούν τα μπαχαρικά χύμα να τα πουλούν σε φακελάκια, βαστούσε η ίδια τα λογιστικά γιατί ο πατέρας μου ήταν περισσότερο της δουλειάς και όχι των βιβλίων» λέει ο Κώστας.

Ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες στα Λαδάδικα εκείνη την εποχή, που δεν ήταν απλώς νοικοκυρά, εργαζόταν κιόλας.

«Ήταν μορφωμένη, η τυπική Σμυρνιά που λένε. Είχε μυαλό ξυράφι. Ακόμα και όταν πήγαινε το ταψί στο φούρνο στη γειτονιά μας στη Θεσσαλονίκη έλεγε στον φούρναρη ότι κοίτα εδώ είναι 22 κεφτέδες στο ταψί, βάστηξε τους δύο και τέσσερις πατάτες και άσε τους 20 για την οικογένεια. Δεν ήθελε να κάνει τον φούρναρη που πείναγε ψεύτη. Ακόμα και όταν μαγείρευε ήταν αυστηρή. Αν της έλεγες να βάλει στον κιμά κανέλα, έβγαζε σπυράκια, θα σου έλεγε εδώ πάει το κύμινο, η κανέλα είναι για το ρυζόγαλο».

Παράλληλα, η κ. Μαρία λάτρευε την τέχνη. «Της άρεσε η καλή μουσική, το θέατρο, η λογοτεχνία, έγραφε ποίηση και ήταν περίεργη. Ο κόσμος γύρω της ήταν πάντα δρόμος προς τη γνώση».

Το 1971 η οικογένεια Σαρρησταύρου μετανάστευσε μαζί με το σύζυγο και τα επτά της παιδιά, τα δύο εκ των οποίων ήταν ήδη παντρεμένα, στην Αυστραλία.

«Ήταν 4-5 χρόνια μετά τη χούντα και αναγκαστήκαμε, γιατί ο πατέρας μου, αν και δεν ήταν αριστερός ήταν φιλελεύθερος και όπως η μητέρα μου δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπαίνουν σε καλούπια».

Η απόφαση πάρθηκε από τον σύζυγό της Σταύρο, αλλά δεν θα «πηγαίναμε πουθενά αν η μητέρα μου δεν το αποφάσιζε» λέει ο Κώστας, παρουσιάζοντας μία ακόμα πτυχή αυτής της πολυδιάστατης προσωπικότητας.

Το ταλέντο της στη γαστρονομία, που το τελειοποίησε όχι επειδή ήθελε να το επιδείξει ή να το εκμεταλλευτεί επιχειρηματικά, αλλά απλώς για να προσφέρει στους ανθρώπους που αγαπούσε το καλύτερο, σε συνδυασμό με το επιχειρηματικό της μυαλό γέννησαν τα «Poseidon Dips».

Ναι, έτσι ξεκίνησε η μεγάλη εταιρία Black Swan. Με την ταραμοσαλάτα και το τζατζίκι της κ. Μαρίας, «στο μαγαζί ενός εβραϊκής καταγωγής μπακάλη στο South Melbourne Market». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

H κ. Μαρία με το προσωπικό της Black Swan

ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ, ΠΟΛΥ ΚΟΥΡΑΓΙΟ

Έστω και αν η ζωή στην τρίτη ήπειρο ήταν δύσκολη, έστω και αν η δουλειά σκληρή, η κ. Μαρία είχε ήδη περάσει πολλά στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη και είχε αποκτήσει όλα εκείνα τα εφόδια που χρειάζεται ένας άνθρωπος να επιβιώσει αρκεί, όπως λέει ο Κώστας, «να είμαστε ενωμένοι και να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον» αυτό μας έλεγε πάντα.

Εκείνο όμως που καμία μάνα δεν είναι έτοιμη να ζήσει και τίποτα δεν μπορεί να την εξοπλίσει με τα αποθέματα δύναμης και κουράγιου που χρειάζεται για να το αντιμετωπίσει, είναι ο χαμός του παιδιού της.

Ο Χρήστος Σαρρησταύρος δολοφονήθηκε από άγνωστο το 2000 σε πάρκινγκ ταβέρνας στην περιοχή του Box Hill στην Μελβούρνη. Μέχρι σήμερα, μυστήριο σκεπάζει τη δολοφονία του Χρήστου. O δολοφόνος του παρεμένει ελεύθερος.

«Η μητέρα μου, δεν πιστεύει στους τάφους. Στου πατέρα μου τον τάφο δεν πήγαινε συχνά ούτε στου Χρήστου τον τάφο πήγαινε συχνά. Με τον τρόπο της μας έδινε πάντα να καταλάβουμε ότι απαγορευόταν να πούμε, ο συχωρεμένος, ο μακαρίτης και τα λοιπά. Πάντα έπρεπε -και αυτό έκανε και αυτή- να μιλάμε για τον Χρήστο λες και ήταν παρών. Κάποιοι μερικές φορές τόλμησαν να την προκαλέσουν, ρωτώντας την γιατί τους παρεξηγεί που λένε ο συχωρεμένος ή ο μακαρίτης; ‘δεν το ξέρεις ότι έφυγε;’ την ρωτούσαν».

Και η απάντηση της κ. Μαρίας ήταν αυτό που θα έλεγε και τώρα στα παιδιά της, τώρα που άφησε τα εγκόσμια αν μπορούσε να τους κοιτάξει στα μάτια και να αρθρώσει τις λέξεις…

«Φυσικά και το ξέρω ότι έφυγε, αλλά όσο εγώ τον κουβαλάω μαζί μου, και αισθάνομαι ότι το παιδί μου είναι αυτή τη στιγμή μαζί μου δεν το δέχομαι. Δεν είναι μακαρίτης ή συχωρεμένος. Είναι δικαίωμά μου, που κανένας δεν μπορεί να μου το πάρει».

Αυτή ήταν η κ. Μαρία. Μία μητέρα που ακόμα και την πιο τραγική φάση στη ζωή της κατάφερε μέσα από τη στάση της να την μετατρέψει σε «οδηγό επιβίωσης» για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Και έτσι θα την θυμούνται όλοι όσοι την γνώρισαν…

Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα με την κ. Μαρία, τον “πυρήνα” της οικογένειας Σαρρησταύρου