«Μπορούμε να ζήσουμε μαζί»

Ο Σταύρος και ο Γιάλτσεν, ένας ελληνοκύπριος και ένας τουρκοκύπριος της Αυστραλίας περπάτησαν μαζί στο μαρτυρικό τους νησί. Εκείνο που μοιράστηκαν όμως δεν ήταν μόνο τα χιλιόμετρα

Ήταν μία ιδέα που γεννήθηκε στην σκέψη του Γιάλτσεν Ανταλ ενός Αυστραλού τουρκοκυπριακής καταγωγής. Ήταν μία συμβολική πράξη ειρήνης που υλοποιήθηκε από τον ίδιο και τον ελληνοκυπριακής καταγωγής Σταύρο Προτζ. Διασχίζοντας την Κύπρο πριν από μερικούς μήνες ο Σταύρος και ο Γιάλτσεν δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να περπατήσουν στον τόπο τους. O στόχος της πεζοπορίας ειρήνης που έλαβε χώρα τον περασμένο Μάρτη με την υποστήριξη της αυστραλιανής κυβέρνησης, να περπατήσουν στον τόπο τους, για να στείλουν ένα μήνυμα συμφιλίωσης σε όλους όσους θα συναντούσαν στα 600 χιλιόμετρα αυτής της πορείας, να στείλουν ένα μήνυμα στην πολιτική ηγεσία τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και του ψευδοκράτους, ότι δύο Κύπριοι άσχετα από την κουλτούρα τους μπορούν να ζήσουν μαζί, μπορούν να μοιραστούν τον «ιδρώτα» τους για να χτίσουν ένα καλύτερο αύριο για το νησί τους, μπορούν να στηρίξουν ο ένας τον άλλο.

Και το κατάφεραν.

Συγκινήθηκαν μαζί, δέχθηκαν προσβολές, χλευάστηκαν, τα μάτια τους μοιράστηκαν τις ίδιες εικόνες από τα τραύματα που άφησε στον τόπο τους ο ξένος κατακτητής, δοκίμασαν τις αντοχές τους στο μίσος, αμφισβήτησαν τα δεδομένα της κατοχής

«Όταν ζούσα στην Κύπρο ως έφηβος, τα σύνορα ήταν κλειστά και δεν είχαμε καμία δυνατότητα να μιλήσουμε με τουρκοκύπριους. Όσα μαθαίναμε ήταν μέσα από τα βιβλία της ιστορίας, της ιστορίας των γονιών ή των παππούδων μας ή της ιστορίας της κοινωνίας γενικότερα» μου λέει ο Σταύρος όταν τον ρωτάω για το πώς έβλεπε την τουρκοκυπριακή κοινότητα πριν γίνει φίλος με τον Γιάλτσεν, όταν βρισκόταν στην Κύπρο όπου γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία.

«Η γενική αντίληψη αν πάρω την κοινωνία σαν σύνολο ή τουλάχιστο αυτό που κάποιοι εντός της Κυπριακής δημοκρατίας προσπαθούν να δημιουργήσουν είναι η εντύπωση ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς λαούς, που είναι δύσκολο να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να συζήσουν.

Στα σχολεία δεν διδασκόταν η πρόσφατη ιστορία των δύο κοινοτήτων και ξέρω ότι είναι δύσκολο να διδαχθεί με τον σωστό τρόπο. Γιατί είναι πρόσφατες οι αναμνήσεις από την εισβολή, υπάρχουν παρατάξεις αριστεροί, δεξιοί, ο ένας αποκαλεί τον άλλο προδότη και τα λοιπά. Είναι κάπως πολύπλοκο, όμως από γενικής πλευράς η εντύπωση που δημιουργείται, σκοπίμως ή ως ατυχής εξέλιξη, και δινόταν στους νέους ανθρώπους, στους έφηβους όπως ήμουν εγώ, αφού δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τους Τουρκοκύπριους, ήταν ότι επρόκειτο για έναν βάρβαρο λαό που κοιτάζει το συμφέρον του και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια συνύπαρξης. Όταν όμως φτάσεις να δημιουργήσεις ανθρώπινες σχέσεις και να καταλάβεις τον ανθρώπινο παράγοντα τότε αντιλαμβάνεσαι ότι είναι πολύ διαφορετικά».

ΟΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ 

Η γνωριμία και η σχέση που δημιούργησαν εκ των υστέρων τα δύο αυτά παιδιά ήταν το πρώτο βήμα στην πορεία ειρήνης.

«Όταν γνωρίζεις τουρκοκύπριους που αντιλαμβάνονται την αδικία που έγινε, εκ μέρους της Τουρκίας που εισέβαλλε παράνομα στην Κύπρο και αγωνίζονται μαζί μας για να επικρατήσει το δίκιο, τότε το βλέπεις από διαφορετική σκοπιά».

Όχι πως δεν υπήρξαν αντιδράσεις για την απόφαση του Σταύρου και του Γιάλτσεν, υπήρξαν και κάποιες ιδιαίτερα αρνητικές αλλά…

«Εργάστηκα σαν εθελοντής στο κέντρο ειρήνης στην Κύπρο και είχα δημιουργήσει σχέσεις μέσα από την δουλειά μου εκεί με αρκετούς τουρκοκύπριους. Είχα την ευκαιρία να κάνω και φίλους στην κατεχόμενη Λευκωσία. Αυτό συνέβαλε ώστε οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι τώρα που πήγα με τον Γιάλτσεν να στηρίξουν αυτή μας τη προσπάθεια και αυτό ήταν ευχάριστο για μένα. Οι γονείς του Γιάλτσεν ήρθαν μαζί μας στην Κύπρο και βρίσκονταν μαζί μας σε όλη την πορεία και μου συμπεριφέρθηκαν σαν να ήσαν οι δικοί μου γονείς».

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ 

Ο Σταύρος περιγράφει μέσα από ένα επεισόδιο στην κατεχόμενη Κύπρο πως δοκιμάστηκε η αντοχή και των δύο νέων στο μίσος…

Ένας Τουρκοκύπριος που… «ίσως να ήταν και μέλος της οργάνωσης ΤΜΤ, μία ακροδεξιά κάπως οργάνωση» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Σταύρος ήταν από τις πρώτες τους «συγκρούσεις» με την εχθρότητα που επικρατεί μεταξύ των δύο λαών.

«Όταν του είπα κάνουμε μία πορεία ειρήνης, γύρισε και μου είπε ‘ποια ειρήνη;. Όταν έχεις ένα ψωμί ολόκληρο δεν μπορεί ο ένας λαός να το θέλει όλο πρέπει να το μοιράσεις στη μέση’. Έτσι το έβλεπε αυτός. Προσπαθήσαμε να του εξηγήσουμε ότι εμείς δεν το βλέπουμε έτσι. Ότι είμαστε δύο λαοί και πρέπει να το μοιραστούμε αυτό το ψωμί στη μέση. Ότι μπορούμε να το έχουμε όλο και να το μοιραζόμαστε όλοι μαζί χωρίς να υπάρχουν αυτές οι αντιπαραθέσεις. Αυτός συνέχισε πιο εχθρικά, και ο Γιάλτσεν ανησύχησε, δεν θέλαμε να δημιουργηθεί κάποιο επεισόδιο γι’ αυτό και συνεχίσαμε την πορεία και όχι την κουβέντα μαζί του».

Την εχθρότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων την έζησαν μία ακόμα φορά σε ένα χωριό στην ελεύθερη Κύπρο, κοντά στην Πάφο.

«Αυτό το χωριό ήταν τουρκοκυπριακό πριν την εισβολή. Ρωτήσαμε έναν ντόπιο αν το χωριό ήταν όντως τουρκοκυπριακό και αυτός μας απάντησε ότι ήταν πάντα ελληνικό. Ότι οι Τούρκοι ήρθαν αργότερα και πήραν τα μέρη μας. Μάλιστα όταν του είπα για την πορεία μας μου απάντησε ότι ο μόνος τρόπος για να τα βρουν οι δύο πλευρές είναι ο πόλεμος».

Παρά τις αρνητικές εμπειρίες ο Σταύρος λέει ότι οι θετικές εμπειρίες ήταν οι περισσότερες.

«Άνθρωποι που μας είχαν δει στις εφημερίδες μας χαιρετούσαν. Ακόμα και ξένοι που μένουν στην Κύπρο έβλεπαν αυτήν μας την προσπάθεια πολύ θετικά. Κάποιοι περπατούσαν και μαζί μας για μερικά χιλιόμετρα και αυτό συνέβη πολλές φορές».

Οι δύο Κύπριοι αγναντεύοντας τον τραυματισμένο από την κατοχή και τον πόλεμο τόπο τους

ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ, ΚΟΙΝΑ ΔΑΚΡΥΑ, ΚΟΙΝΟΣ ΠΟΝΟΣ

Ο Σταύρος εξομολογείται δύο στιγμές που όπως λέει «τα δάκρυα δεν έβρισκαν τρόπο να κρυφτούν».

«Η μία φορά ήταν όταν πήγαμε σε ένα ελληνοκυπριακό κοιμητήριο στην κατεχόμενη Κύπρο και είδαμε τους σταυρούς λεηλατημένους. Ήταν στο χωριό της Ακανθού που είναι κοντά στην Κερύνεια. Τυχαία περάσαμε από εκείνο το εκκλησάκι. Το είδαμε λίγο πιο έξω από την Ακανθού πάνω σε ένα λόφο από μακριά και είπαμε να πάμε εκεί να βγάλουμε καμία φωτογραφία. Με το που μπήκαμε μέσα αντικρίσαμε το ιερό που είχε βανδαλιστεί. Αυτό έφερε δάκρυα όχι μόνο στα δικά μου μάτια αλλά και του Γιάλτσεν. Γύρισε και μου είπε ότι αυτό πρέπει να σταματήσει, από σεβασμό στους νεκρούς, αυτά πρέπει να αποκατασταθούν».

Ήταν στην αρχή της πορείας τους η παραπάνω σκηνή που περιγράφει ο Σταύρος και ήταν η βαρβαρότητα κατά της κληρονομιάς ενός λαού που τους συγκίνησε. Την όγδοη μέρα όμως έμελλε να βρεθούν και οι δύο αντιμέτωποι με την βαρβαρότητα του ανθρώπου κατά του συνανθρώπου του.

«Την όγδοη μέρα περάσαμε από το κοιμητήριο που είναι ενταφιασμένος ένας θείος του Γιάλτσεν, αδερφός της μητέρας του που πέθανε στον πόλεμο.

Είδα την μητέρα του φίλου μου, τον πόνο ωμό ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Τότε καταλαβαίνεις ότι ο χαμός αθώων και ο πόνος δεν υπάρχει μόνο στην οικογένεια του Γιάλτσεν αλλά σχεδόν σε όλες τις οικογένειες της Κύπρου που έχασαν δικούς τους ανθρώπους τότε. Συνειδητοποιείς ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν»

Το αποκορύφωμα για τον Σταύρο ήταν όταν διέσχισαν την οδό Λήδρας.

«Μας υποδέχθηκε αρκετός κόσμος, μερικοί από τους οποίους ήταν άνθρωποι που ήξερα παλιά, πολιτικοί που είχα δει μόνο στην τηλεόραση. Ήταν μία πολύ όμορφη εμπειρία και σίγουρα, εκεί είχαμε την ευκαιρία να στείλουμε το μήνυμα που θέλαμε να στείλουμε».

«ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ»

Τον ρωτάω αν πιστεύει ότι θα ζήσει να δει αυτήν την λύση του Κυπριακού.

«Δεν ξέρω. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να προσπαθούμε να βρεθεί μία δίκαιη λύση. Οι πολιτικοί κρατούν τα νήματα της λύσης. Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη για να καθορίσουμε τι θα γίνει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δείξουμε στους ηγέτες μας ότι θέλουμε να βρεθεί λύση, ότι μπορούμε να συμβιώσουμε μαζί και ότι είναι προς το συμφέρον όλων των Κυπρίων να επανενωθεί η Κύπρος από οικονομικής άποψης, για σκοπούς δικαίου. Από όποια πλευρά και να το δεις είναι θετικό για την Κύπρο και είναι σίγουρα κατορθωτό».

Παραδέχεται ότι είναι δύσκολο να υπάρξει λύση. «Η ελπίδα όμως δεν μπορεί να πεθάνει. Αν δεν συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι δεν θα επιτευχθεί τίποτα. Αν συνεχίσουμε όμως να αγωνιζόμαστε ίσως κάποια μέρα να έχουμε μία ελπίδα κάτι να γίνει. Ξέρουμε ότι το πρόβλημα είναι η Τουρκία. Τώρα γίνονται συνομιλίες. Δεν φαίνεται να γίνεται κάτι αλλά αν οι άνθρωποι της Κύπρου συνεχίσουν να πιέζουν τους πολιτικούς να συνεχίσουν οι συνομιλίες, ίσως. Ακούγεται ότι το Κυπριακό βρίσκεται σε μία φάση που αν δεν βρεθεί λύση τα επόμενα πέντε χρόνια τότε οι τουρκοκύπριοι θα προτιμήσουν την διχοτόμηση ως καλύτερη λύση από την επανένωση. Όσο όμως αυτό δεν γίνεται η πλειοψηφία των τουρκοκυπρίων συνεχίζει να υποστηρίζει την λύση γι’ αυτό και οι ελπίδες είναι ακόμα ζωντανές».