Μεγάλη Ελλάδα (στα λατινικά Magna Graecia) είναι o ιστορικός-γεωγραφικός όρος, ο οποίος προσδιόριζε τις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αλλά και κατά τους επόμενους αιώνες.

Οι πρώτες ελληνικές αποικίες στην Νότια Ιταλία άρχισαν να ιδρύονται γύρω στον έβδομο αιώνα π.Χ. από Έλληνες της Κορίνθου, της Εύβοιας, της Κρήτης, και από άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας.

Από τον 5ο μ. Χ. αιώνα έως τον 11ο μ. Χ. αιώνα, ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά κατά καιρούς γνώρισε και μεγάλη ακμή, λόγω των αλλεπάλληλων νέων εποικισμών από ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από τον ελλαδικό χώρο, από την Μικρά Ασία και από άλλες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Αιτίες για τις μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών κατά την περίοδο εκείνη υπήρξαν οι επιδρομές αραβικών και σλαβικών φύλων, καθώς και οι θρησκευτικές έριδες, με αποκορύφωμα τους διωγμούς κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (726 – 843 μ.Χ.), με αποτέλεσμα ένα πλήθος εικονόφιλων μοναχών, κληρικών, αλλά και λαϊκών κατέφυγε στις ελληνόφωνες περιοχές της Νότιας Ιταλίας για λόγους ασφάλειας.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου, προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο στις περιοχές εκείνες από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει κατά τους επόμενους αιώνες.

Το 1802 ο Άγγλος περιηγητής John Chetwode Eustace επισκέφθηκε τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας και της Απουλίας, και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του με στοιχεία της «περίεργης» διαλέκτου, όπως την χαρακτήρισε, ανακινώντας το ζήτημα του γλωσσικού ιδιώματος των κατοίκων των περιοχών εκείνων.

Οι ελληνικές αποικίες στην Καλαβρία και στην Απουλία είχαν την τυπική ελληνική μορφή της πόλης-κράτους, και οι κάτοικοί τους διατήρησαν πτυχές της ελληνικής γλώσσας στο διάστημα των πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνων μέχρι την εποχή μας, με σταδιακές προσμίξεις δωρικών, βυζαντινών και ιταλικών γλωσσικών στοιχείων.

Η ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Η απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών στην Καλαβρία και στην Απουλία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ένα κλειστό σύστημα επικοινωνίας και ελάχιστη επαφή με τα γειτονικά αστικά κέντρα της Ιταλίας, επέτρεψε στην γλώσσα τους να επιβιώσει ως σήμερα, όπως φαίνεται από τις ελληνικές επιγραφές στους δρόμους, καθώς και από τα τραγούδια, τα οποία περνάνε από γενιά σε γενιά.

Το ακόλουθο τραγούδι είναι ενδεικτικό αυτής της γλωσσικής παράδοσης. Η πρώτη στροφή είναι στην γκρεκάνικη διάλεκτο και η ακόλουθη στροφή δίνει την απόδοσή της στην νεοελληνική γλώσσα.

Εντυπωσιακή είναι η διατήρηση μεγάλου αριθμού ελληνικών λέξεων, αν και είναι κάπως παραλλαγμένες φωνητικά. Όμως θα παρατηρήσετε πως ο τελευταίος στίχος απαρτίζεται από καθαρά ελληνικές λέξεις.

Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα τι εν ωρία
τσ εβώ επλώνω πενσέοντα σ εσέν
τσ έτου μπει στη φενέστρα σου αγάπη μου
της καρδίας μου σου νοίφτω τη πένα.
Εβώ πάντα σ’ εσένα πενσέω
γιατί σένα φσυχή μου γαπώ
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σένα βαστώ.
Καληνύφτα σε φήνω τσάι πάω
πλάια σου τι βω πίρτα πρικό
τσάι που πάω που σύρνω που στέω
στη καρδία μου πάντα σένα βαστώ.
Μεταφορά στην νεοελληνική
Τι γλυκιά είναι τούτη η νύχτα, τι ωραία,
κι εγώ ξαγρυπνώ και σε σκέφτομαι,
και κάτω από το παραθύρι σου, αγάπη μου,
της καρδιάς μου σου βγάζω τον πόνο.
Εγώ σε σκέφτομαι πάντα
γιατί σένα, ψυχή μου, αγαπώ
και όπου κι αν πάω, όπου φεύγω, όπου στέκομαι
στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ.
Καληνύχτα σε αφήνω και φεύγω,
κοιμήσου συ και εγώ πάω θλιμμένος
και όπου κι αν πάω, που φεύγω, που στέκομαι
στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ.

Στο παραπάνω τραγούδι, μεταξύ άλλων παρατηρείται η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα, στη λέξη ψυχή το γράμμα ψ το αποδίδουν με τα δύο σύμφωνα φς.

Από τις μακρόχρονες γλωσσολογικές έρευνες του Γερμανού καθηγητή Gerhard Rohlfs (1892-1986), αλλά και του θεμελιωτή της γλωσσολογίας στην Ελλάδα Γεωργίου Χατζηδάκι, (1848-1941), αποδείχθηκε ότι οι γλωσσικές ρίζες των διαλέκτων της Καλαβρίας και της Απουλίας αποτελούν συνέχεια της δωρικής διαλέκτου, που είχε κυρίως επικρατήσει στην Μεγάλη Ελλάδα κατά την αρχαιότητα, και η οποία επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας με την αδιάκοπη προφορική παράδοση στις εν λόγω περιοχές.

Ο σύγχρονος γλωσσολόγος και ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη θεωρία του Γ. Χατζιδάκι για αδιάλειπτη συνέχεια της γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά παρατηρήσεων, από τις οποίες αναφέρω τις ακόλουθες δύο:

  1. Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα=νησίδα, τράφο=τάφρος, αγιολούπο =αιγίλωψ (άγρια βρώμη), κ.ά.
  2. Η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος=σκίφος, ψαλίς=σπαλίς.

Ωστόσο, πρόσφατες εξελίξεις δημιουργούν ανησυχίες για το μέλλον της γκρεκάνικης διαλέκτου, καθότι ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού οι νέοι, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια, μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά. Ένας άλλος λόγος είναι το γεγονός ότι η διάλεκτος αυτή είναι κατά κύριο λόγο προφορική, με εξαίρεση κάποιες πρόσφατες εκδόσεις περιοδικών και εφημερίδων. Έτσι, το γεγονός ότι μιλιέται κυρίως από τους ηλικιωμένους κατοίκους, δυσχεραίνει τη δυνατότητα για εκμάθηση της διαλέκτου από τους νέους.

Παράλληλα όμως ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι πρόσφατα οι Ελληνόφωνοι της Νότιας Ιταλίας έχουν αναγνωρισθεί από το ιταλικό κράτος ως γλωσσική μειονότητα, και έτσι επιτρέπεται η χρήση της γκρεκάνικης στα δικαστήρια της ιταλικής επικράτειας, όπου οι ομιλούντες τη διάλεκτο μπορούν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους στη μητρική τους διάλεκτο.

Το «Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Χρησιμοποιούμενες Γλώσσες» κυκλοφόρησε πρόσφατα τα αποτελέσματα έρευνάς του για τα ελληνικά που μιλιούνται στην Απουλία και στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Από την έρευνα αυτή προκύπτει ότι περί τις 10 με 12 χιλιάδες άτομα μιλούν την γκρεκάνικη διάλεκτο στα χωριά των δύο αυτών περιοχών.
Ενθαρρυντικές είναι και οι αναφορές πως οι νέοι της Καλαβρίας και της Απουλίας, συνειδητοποιώντας τον γλωσσικό πλούτο της γκρεκάνικης διαλέκτου, άρχισαν να αισθάνονται ξανά υπερήφανοι για την καταγωγή, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους.
Πρόσφατες εξελίξεις, όπως η έκδοση μικρών εφημερίδων και περιοδικών στην γκρεκάνικη διάλεκτο, η δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων, οι αδελφοποιήσεις με διάφορους Δήμους της

Ελλάδας, καθώς και η έκδοση μιας πλούσιας ποιητικής συλλογής με περισσότερα από 100 ποιήματα 30 σύγχρονων ποιητών από τις περιοχές αυτές, αποτελούν ένδειξη ότι η γκρεκάνικη της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη μακροχρόνια γλωσσική της παράδοση.

Οι γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη έχουν καταμετρηθεί και είναι περίπου 60. Συνήθως βρίσκονται κοντά στα σύνορα κρατών. Η γκρεκάνικη διάλεκτος της Κάτω Ιταλίας εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, και αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης πτυχών της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές εκτός του ελληνικού κράτους. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι Ιταλοί πολίτες, και όμως αγωνίζονται να διατηρήσουν τις ρίζες τους με την αρχαία Ελλάδα, αλλά και τον σύγχρονο Ελληνισμό.

Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας υποδέχονται τους Έλληνες τουρίστες με την ακόλουθη πρόσκληση: «Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος».