Με το νέο βιβλίο του «Ινδικοπλεύστης», ο Γιώργος Βέης επιστρατεύει για ακόμη μια φορά την περιηγητική λογοτεχνία εν είδει ποιητικής ανθρωπογεωγραφίας, ανανεώνοντας το είδος. Καθώς διηγείται, ο Βέης αναστοχάζεται την αλληλεπίδραση του χώρου με την ανθρώπινη κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία, την παράδοση, το φύλο, σε έναν διάλογο με την παγκόσμια σκέψη και λογοτεχνία, αντλώντας από την ευρεία παιδεία του και την ποιητική του ιδιοσυγκρασία.

Η «μικρολογική» ματιά του Βέη, που δεν αποκλείει τίποτε και τίποτε δεν ιεραρχεί, εκθέτει τις εννοιολογικές κατηγορίες, τις προκαταλήψεις και τα όρια που ευρίσκονται σε ισχύ, συχνά ασυνείδητα, όταν ταξιδεύουμε και όταν αφηγούμαστε. Ο Βέης παρουσιάζει στιγμιότυπα με άξονα τη λεπτομέρεια που αποτελεί «τον κρύσταλλο του όλου», κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Μια τελετή, ένα τοπίο, μια σκηνή, ένα βλέμμα, μια χειρονομία ή ένα αντικείμενο συμπυκνώνει το πνεύμα του τόπου, γίνεται ενδείκτης της σύνολης κουλτούρας με εννοιολογικές πυξίδες τα κείμενα και τις θεωρίες που ανακαλεί ο ταξιδιώτης.

Στον «Ινδικοπλεύστη», καταρρίπτεται έτσι η ταξινομητική διάσταση του λόγου. Όλα είναι σημαίνοντα, τίποτε πιο σημαίνον ή πιο άξιο καταγραφής από κάτι άλλο. Προέχει η κατανόηση και όχι η κρίση: «ο προσεκτικός ταξιδευτής αναγνώστης δεν κατακρίνει, δεν διανοείται να ευτελίσει μέσα του τα φαινόμενα, αλλά αντιθέτως προσπαθεί να μυηθεί εν των ενόντων στην ακατάσχετη ετερότητα».

Οι εικόνες τόπων και ζωής που προβάλλει ο Βέης είναι «διαλεκτικές», στον βαθμό που παραπέμπουν σε βασικές αντιφάσεις τής υπό παρατήρηση κουλτούρας, συνέπεια της βίαιης συνάντησης παραδοσιακών κοινωνιών με την ιμπεριαλιστική νεωτερικότητα της Δύσης.

Απτό παράδειγμα η θεία τελετουργία στο ηφαίστειο Μπρόμο της Ανατολικής Ιάβας, όπου οι πιστοί ρίχνουν με τις προσήκουσες τιμές τα πλεονάζοντα αγαθά τους στον κρατήρα του ηφαιστείου, ενώ στο εσωτερικό του κρατήρα καιροφυλακτούν για να τα υφαρπάξουν οι εξαθλιωμένοι της περιοχής. Εδώ απεικονίζονται οι αντιφάσεις μιας ιστορικής συνθήκης, ανάμεσα στην ανισότητα της πρόσβασης στα μέσα επιβίωσης αφενός και αφετέρου στον προαιώνιο μύθο της θυσίας, τη μεταμόρφωση του θείου σε βρωτό, που θεμελιώνει τις θρησκείες.

Οι εντυπώσεις του Βέη δεν μεταφέρουν μόνον εθνογραφικές πληροφορίες, αλλά, επίσης, την αίσθηση του αντικειμένου. Ο ταξιδιώτης-ποιητής ταλαντεύεται ανάμεσα στην απόσταση και την ταύτιση με το αντικείμενο που περιγράφει. Κι ενώ το βλέμμα του σαρώνει τα ανθρώπινα ή φυσικά τοπία που απαντά, το Εγώ του συχνά διαλύεται εντός τους, βυθίζεται στην αύρα του ανοίκειου και νιώθει το αντικείμενο να του επιστρέφει το βλέμμα. «Το εγώ», γράφει, «συνιστά άμεση προέκταση της θέας», σε αντίθεση με την οπτική του οριενταλισμού, που εντοπίζει ο Έντουαρντ Σαΐντ στα ιμπεριαλιστικά ταξιδιωτικά αφηγήματα των Δυτικών.

Στην «Αρωματική Παγόδα» στο Βιετνάμ, ο συγγραφέας νιώθει «το πνεύμα της σπηλιάς», καθώς «το καθημερινό στοιχείο της ζωής αλλοιώνεται αυτομάτως από την αθρόα, απερίσπαστη μετάγγιση του διαφορετικού».

Ο Βέης θέλγεται από τον Αλλον, δεν επιτίθεται για να τον κατακτήσει, το Εγώ του μετατοπίζεται διαρκώς για να χωρέσει τη διαφορετικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπος.

«Γινόμαστε ένα με τα τοπία των ταξιδιών μας σε μια ειδική μεμβράνη του νου. Εκεί που ταξινομούνται όσα μας θέλγουν, όσα μας ευχαριστούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Γινόμαστε ένα με το χώμα, με τις πόλεις, με τα νερά άλλων τόπων. Η μοναξιά ίσως έτσι εξοντώνεται. Μήπως είναι οι στιγμές μιας αποκάλυψης; Μήπως το Βιετνάμ, η Ινδία, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, οι χώρες οι οποίες δείχνουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου κάποιες ιδιαίτερες πτυχές τους, εισέρχονται στα όνειρά μας, για να μείνουν για πάντα εκεί; Τότε ακριβώς μαθαίνουμε ότι το ταξίδι είναι όντως ο ευρύτερος, ο διευρυμένος εαυτός μας».

Οι στοχασμοί για τη γλώσσα που περιέχονται στο βιβλίο αναδεικνύουν τη θεμελιακή διερώτηση του βιβλίου για τη σχέση εαυτού και άλλου, στον βαθμό που η γλώσσα είναι κατεξοχήν ο τόπος όπου διαδραματίζεται αυτός ο αμοιβαίος προσδιορισμός της υποκειμενικότητας.

Η ανθρώπινη ταυτότητα εδώ υπερβαίνει την πολιτειακή. Ωστόσο, σε αυτή την ευγενική δεξίωση του άλλου μέσα σε έναν ευρύχωρο εαυτό και αντίστροφα στη διάχυσή του μέσα στο περιβάλλον του Άλλου, διακρίνεται ενίοτε μια αμφιταλάντευση ή νοσταλγία. Την περιήγηση στον Ινδικό Ωκεανό διακόπτουν εμβόλιμες εικόνες και λέξεις από τα πάτρια εδάφη, ενώ το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα, πρώτος «Ινδικοπλεύστης» κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η σχέση ετερότητας και ταυτότητας παραμένει δυναμική, σε διάλογο με το καθολικό, όπως εκδηλώνεται στις καθησυχαστικές ομολογίες Αριστοτέλη και Κομφούκιου, για παράδειγμα. Η μνήμη της θαλπωρής του οικείου, έτσι, υπονομεύει την προσμονή του νέου, αναδεικνύοντας την «οδυσσεϊκότητα της σάρκας», κατά την προσφυή διατύπωση του ιδίου.