Ο καρκίνος τραχήλου της μήτρας αποτελεί την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου από νεοπλασία στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όμως συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας και στον αναπτυγμένο κόσμο. Η ανάπτυξη του καρκίνου τραχήλου της μήτρας σχετίζεται σε ποσοστό 99% με τον ιό του ανθρώπινου θηλώματος (HPV). Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει την ευκαιρία της πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης σε αυτή την νεοπλασία.

Η πρωτογενής πρόληψη αφορά τον εμβολιασμό για τον HPV. Το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών στην Ελλάδα προβλέπει χορήγηση δύο δόσεων εμβολίου σε κορίτσια ηλικίας 11-15 ετών ή τριών δόσεων μετά τα 15 έτη.

Η δευτερογενής πρόληψη αφορά την προσυμπτωματική διάγνωση της νόσου και είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη του τεστ Παπανικολάου τον προηγούμενο αιώνα μείωσε την θνητότητα από τη νόσο κατά 90% παγκοσμίως. Η διενέργεια του τεστ Παπανικολάου πρέπει να ξεκινάει μετά τα 21 έτη στον γενικό πληθυσμό και στην Ελλάδα προτείνεται η επανάληψη ανά 1-2 έτη.

Το τεστ Παπανικολάου μπορεί να συμπληρώνεται με τεστ ανίχνευσης DNA του HPV και σε πολύ πρόσφατη μελέτη το τεστ DNA φάνηκε να υπερέχει της κυτταρολογικής εξέτασης Παπανικολάου στην ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεων και πιθανώς ενταχθεί μελλοντικά στις κατευθυντήριες οδηγίες. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με βιοψία του τραχήλου της μήτρας ύστερα από κολποσκόπηση. Οι δύο συχνότεροι ιστολογικοί τύποι που απαντώνται είναι τα πλακώδη καρκινώματα (70-80%) και τα αδενοκαρκινώματα (20-25%).

Η σταδιοποίηση της νόσου είναι κλινική, πρέπει να διενεργείται από ομάδα ειδικών γυναικολόγων και βασίζεται στα κριτήρια της FIGO. Η σταδιοποίηση συμπληρώνεται βέβαια και από απεικονιστικό έλεγχο για αποκλεισμό μεταστάσεων. Οι γυναίκες με νόσο που περιορίζεται στον τράχηλο αντιμετωπίζονται με χειρουργική εξαίρεση (ριζική υστερεκτομή).

Όταν όμως η νόσος είναι τοπικά προχωρημένη, η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την συνδυασμένη ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Τέλος, στη μεταστατική νόσο οι ασθενείς λαμβάνουν χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα. Τα τελευταία χρόνια ο αντιαγγειογενετικός παράγοντας μπεβασιζουμάμπη έχει λάβει έγκριση σε συνδυασμό με τη χημειοθεραπεία για τη μεταστατική νόσο προσφέροντας σημαντική αύξηση στην επιβίωση των ασθενών. Επιπλέον, οι ανοσοθεραπευτικοί παράγοντες έχουν επίσης δραστικότητα στον καρκίνο τραχήλου της μήτρας και πολύ πρόσφατα έλαβε έγκριση στην Αμερική η πεμπρολιζουμάμπη για ασθενείς με μεταστατική νόσο που έχουν υποτροπιάσει έπειτα από χημειοθεραπεία και εκφράζουν PD-L1.