Σκέφτομαι κάθε φορά που ξεκινάω τούτες τις βδομαδιάτικες γραμμές, τι να γράψω. Κάποιες φορές διαλέγω κάτι αστείο μήπως και προσθέσω μια στάλα γέλιο στους ρυθμούς της ρουτίνας που σέρνεται δίπλα μας και μας ακολουθεί ή μας παρακολουθεί αφανής, αόρατη ή ορατή.

Τι να γράψω σκέφτομαι κι απόψε και πρέπει να θυμηθώ και τους λίγους Σωτήρηδες που γνωρίζω, να τους πω χρόνια πολλά. Σκέφτηκα να πιέσω το μυαλό μου να θυμηθεί κάτι από τα νιάτα μου, μια γιορτή, ένα πάρτι, έναν περίπατο, ένα ραντεβού, το γιασεμί, φίλους καλούς, γνήσιους, ψυχούλες.

Θα μου πείτε -και δικαιολογημένα- πως δεν σας νοιάζει καθόλου για τις εικόνες του μυαλού μου, τις νεανικές και πως τέτοιες εικόνες, φίλων παλιών, πολλές, έχετε και εσείς. Μα αυτό θέλω.
Να γυρίσετε και εσείς… πίσω. Να θυμηθείτε τους φίλους, το γλέντι, τη γιορτή, την γειτονοπούλα κοπελιά, το παλικάρι που πέρναγε μπροστά από το σπίτι σας κάθε βράδυ την ίδια ώρα. Το δισκάκι, με παλιά ελληνικά τραγούδια, που είχα βάλει στο ραδιόφωνο, τελείωσε.

Μου θύμισε τον αγνό φίλο μου, τον Τάκη τον… πονοκέφαλο. Έπαιζε κιθάρα, γρατζούναγε κιθάρα, έλεγαν οι φίλοι στη γειτονιά. Μεγάλη επιθυμία του Τάκη ήταν να μάθει μερικά τραγούδια της εποχής και να τα παίζει στα όμορφα φτωχά πάρτι της νιότης μας. Να τον θαυμάζει η συντροφιά, αγόρια και κορίτσια και να τον παρακαλάνε να παίξει κάτι. Είχε, για την ώρα, μάθει μόνο ένα τραγούδι και όταν τον παρακαλούσαμε, τα καλοκαιρινά όμορφα βράδια, να παίξει κάτι, μας έκανε τη χάρη να παίξει στην κιθάρα και να τραγουδήσει, παράφωνα, το «τι παθαίνω σαν σε βλέπω να γελάς, τι παθαίνω όταν βρίσκεσαι κοντά μου». Αν τον παρακαλούσαμε μετά από μισή ώρα να παίξει κάτι ακόμη, χαμογελούσε, έλεγε πως ήταν κουρασμένος και ξανάπαιζε το ίδιο. Αυτή ήταν και η αιτία που του κολλήσαμε το παρατσούκλι «Τάκης ο πονοκέφαλος» Παρατσούκλι και ο Βασίλης ο φονιάς. Να σας τον συστήσω.

Ο μικρός γιος του μανάβη της γειτονιάς, γύρω στα δεκαεπτά την εποχή εκείνη, ομορφόπαιδο, με δύο πολύ όμορφες αδελφές, η μία λίγο μικρότερη από εκείνον και η άλλη κάποιο χρόνο μεγαλύτερη. «Ο κόσμος έχει χαλάσει. Δε σέβονται τίποτα. Εγώ το ξεκαθαρίζω. Όποιος πειράξει τις αδελφές μου να πει πρώτα στη μάνα του ν’ αγοράσει πλερέζα. Θα τον σκοτώσω.» Έτσι έλεγε ο Βασίλης κάθε φορά που συγκεντρώνονταν η παρέα και του έμεινε το παρατσούκλι…ο Βασίλης ο φονιάς. Ένα από τα στέκια μας, τα χρόνια εκείνα, γύρω στα 1952- 54, «ο Νεκροθάλαμος» ένα μικρό κουτούκι μέσα στη μάντρα του καραγκιοζοπαίχτη του Μανωλόπουλου. Το καλοκαίρι Καραγκιόζη, το χειμώνα…, μετά την έναρξη του σχολικού έτους, στριμωγμένο ταβερνάκι. Λίγα τραπέζια, ένα ραδιοπικάπ με όμορφα λαϊκά, δύο γκαζιέρες, συκωτάκι, κεφτέδες, ψαράκι τηγανητό, φέτα με λαδάκι και ρίγανη, σαλάτα εποχής, ψωμί και μια κανάτα κρασάκι… σπιτίσιο. Κοντά στον «Νεκροθάλαμο» ήταν ένας άλλος θερινός κινηματογράφος «Η Κάρμεν», που έπαιζε μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη.

Δεν πήγαμε κινηματογράφο και αποφασίσαμε, επτά άτομα, τρία ζευγάρια και ο μικρός Τρύφωνας, αδελφός του φίλου μας Κυριάκου, να πάμε στην αλλόκοτη αγαπημένη μας ταβέρνα, για μεζέ, κρασάκι και τη δική μας μουσική… μια φούντωση, μια φλόγα και τη… Συννεφιασμένη Κυριακή. Όλοι, σχεδόν όλοι, είχαμε στραβομουτσουνιάσει όταν ο Κυριάκος, εκτός από τη Μάρθα, την κοπέλα του, ζήτησε να φέρει τον δεκατετράχρονο αδελφό του στην παρέα. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του σπίτι, μια και η μάνα του σχόλαγε αργά από το Νοσοκομείο που δούλευε βραδινή.

Φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε και περάσαμε μια όμορφη βραδιά. Αλλάξαμε πορεία και κατευθυνθήκαμε προς τον Σταθμό Πελοποννήσου που έμενε η Μάρθα και έπρεπε να την πάμε μέχρι την πόρτα. Εκείνο τον καιρό αγόρια κορίτσια, κυρίως τα κορίτσια, έλεγαν στους γονείς με ποίους βγαίνουν, που θα πάνε και πότε περίπου θα γυρίσουν. Φτάσαμε στο σταθμό και χαζέψαμε το οτομοτρίς που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για Κόρινθο. Ξεκίνησε αργά-αργά μόλις άρχισε να σβήνει η φωνή στα μεγάφωνα που εξηγούσε πως η αμαξοστοιχία Αθηνών–Κορίνθου αναχωρεί…
Ο μικρός της παρέας, ο Τρύφωνας, άρχιζε να… περιπαίζει την αμαξοστοιχία λέγοντας πως… «Αν πάει έτσι, χωρίς να τρέξω πολύ, θα φτάσω νωρίτερα στην Κόρινθο». Έτρεξε, σαν αίλουρος κρεμάστηκε στην πίσω πόρτα του οτομοτρίς και άρχισε να μας κουνάει το χέρι σαν να μας αποχαιρετούσε. Δεν είδε την αμαξοστοιχία που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά. Μας αποχαιρέτησε. Εξέπνευσε πριν φτάσει στο Νοσοκομείο. Ζωή είναι αυτή έχει τους ρυθμούς της.