Τι έγραφε η Ρίκα Βαγιάνη για όσους σκέφτονταν να φύγουν για την Αυστραλία

Η Ρίκα Βαγιάνη προειδοποιεί όσους σκέφτονται να φύγουν για Αυστραλία:

Σαν βγεις στον πηγαιμό για Αυστραλία φρόντισε να…Η Ρίκα Βαγιάνη πήγε, είδε, έμαθε και λέει στο ipop τα dos και τα donts για κάποιον που σκέφτεται να αφήσει την Ελλάδα και να μεταναστεύσει μόνιμα στην Αυστραλία. Απολαύστε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της!

Αυστραλία και νοσταλγία: Μαχαίρι με δυο λάμες

Σκέφτεστε να την κάνετε για Αυστραλία μεριά; Συγχαρητήρια για την επιλογή σας, διότι αν είναι να πάρετε των ομματιών σας από την Ελλάδα, δεν θα μπορούσατε να διαλέξετε καλύτερη χώρα. Για τους εξής πέντε λόγους (αν και υπάρχουν πολλοί περισσότεροι).

Μέρος Α: Τα συν

Ο καιρός. Ναι, μπορεί να κάνει κρύο και πικρόβροχο -ως και χιόνι σε κάποιες περιοχές, αλλά αυτό συμβαίνει ίσα-ίσα για να μη βαριέστε το συνήθως (αιώνιο) καλοκαίρι των Αντιπόδων. Ο χειμώνας στην Αυστραλία (ή τουλάχιστον όπου κάνει χειμώνα, γιατί σε αρκετές περιοχές είναι τροπικός ο καιρός) είναι χειμώνας μίκυ-μάους: Ίσα για να πεις ότι έβγαλες από την ντουλάπα ένα πουλόβερ και μια λεπτή καμπαρντίνα. Μέχρι να τα στείλεις το πρώτο τους καθαριστήριο, ήρθε πάλι η ώρα για φανελάκι. Γαλάζιοι ουρανοί, λιακάδες, πράσινα λιβάδια, δασάκια, η χαρά του Θεού.

Οι άνθρωποι. Η Αυστραλία είναι μια απολύτως εκδυτικοποιημένη κοινωνία. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, (Μελβούρνη, Σίδνευ) είναι μητροπόλεις εντυπωσιακές, με τα γκάζια της Αμερικής και το cool της παλιάς Ευρώπης. Αυτό όμως, οι Αυστραλοί μάλλον δεν το έχουν πάρει χαμπάρι- ή δεν θέλουν να το αντιληφθούν. Είναι ευγενείς σαν να έχουν μπροστά τους το άπειρο της μέρας, σε καλημερίζουν, σε καληνυχτίζουν, σε καλωσορίζουν, σε ξεπροβοδίζουν . Σου λένε «αγάπη μου» και «ομορφιά μου», σταματάνε καρφί στο δρόμο για να περάσεις με το καρότσι, είναι πάντα πρόθυμοι για ένα αθώο καλαμπούρι και πάνω απ΄όλα (συγκινούμαι όταν το λέω) τιμούν τη φιλία και τη συντροφικότητα: Ίσως οι παλιές ταλαιπωρίες και οι μοναξιές που πέρασαν (όλοι άποικοι ξένοι ήταν κάποτε) τους δίδαξαν-με το σκληρό τρόπο πώς άνθρωποι που δεν βοηθιούνται μεταξύ τους στα δύσκολα δεν λογίζονται για άνθρωποι.

Η καθημερινή ζωή: Δεν υπάρχουν λόγια. Η λέξη «άγχος» σβήστηκε από το λεξιλόγιο μου επί δύο χρόνια πού πέρασα εκεί. Είχες να κάνεις δουλειές και ήξερες πόσες θα κάνεις, που, σε ποιο γκισέ θα σταματήσεις, πού θα παρκάρεις και πόσο θα πληρώσεις, και τι ώρα θα είσαι πίσω στον καναπέ σου…με ακρίβεια δευτερολέπτου. Για να πάω το παιδί μου σχολείο, μετά στην τράπεζα, μετά στο ταχυδρομείο, να πλύνω το αυτοκίνητο, να σταματήσω από το μπακάλη, την κάβα και τον χασάπη (διανύοντας αποστάσεις δέκα χιλιομέτρων-όλα είναι πολύ μακριά- από το ένα σημείο στον άλλο, χρειαζόμουνα ακριβώς εβδομήντα λεπτά. Στα εβδομήντα πέντε λεπτά ήμουν στην παραλία μπροστά στο σπίτι και πασαλειβόμουνα αντιηλιακό πριν ρίξω το μπλούμ.

Η χώρα. Χρειάζεσαι περίπου δύο αιώνες (όχι δύο χρόνια που πέρασα εκεί) για να αρχίσεις απλώς, να παίρνεις μυρωδιά τι θαύμα είναι αυτή η πανάρχαια ήπειρος-και χώρα μαζί, τι ιστορία έχουν οι αυτόχθονες, πως διαμορφώθηκε το παρελθόν, το παρόν- και πώς διαφαίνεται το μέλλον της. Μη σας ξεγελάνε τα εύκολα εγγλέζικα και τα οικεία ταχυφαγεία και οι βιτρίνες με τις γνωστές φίρμες: η Αυστραλία είναι ακόμα ένα άγριο θηρίο, πελώριο, φοβιστικό και γοητευτικό μαζί, για δυνατούς λύτες..

Οι ευκαιρίες. Αν πάτε να εργαστείτε, αν ξέρετε καλά το αντικείμενό σας και τη γλώσσα, αν έχετε νόμιμη βίζα και εργαστείτε πολύ σκληρά, μη φοβάστε τίποτα- δεν έχει «μου και μά» και τίνος είσαι εσύ: Θα τα καταφέρετε- θα αγγίξετε τα΄αστέρια. Οι Ελληνες έχουν κάνει θαύματα εκεί.

Μέρος Βου: Τα πλην (όμως)

Σκεφτήκατε σοβαρά να πάτε στην Αυστραλία, αλλά το μετανιώσατε, ή δεν τα καταφέρατε, ή κάτι συνέβη την τελευταία στιγμή και έπρεπε να αλλάξετε τα σχέδιά σας; Δεν το ξέρετε, αλλά αυτό ίσως είναι καλό. Στη συγκλονιστική περιοχή του κόσμου δεν είναι όλα ρόδινα- και η Αυστραλία, με όλα της τα καλά, δεν είναι για όλους, για τους παρακάτω (κυρίως) λόγους.

Ακρίβεια. Δεν παίζεται πόσο ακριβό είναι το μέρος- ακόμα ιδρώνω που το σκέφτομαι. Όχι για είδη πολυτελείας και τέτοια, δεν με νοιάζουν αυτά. Σας μιλάω για τα βασικά είδη διατροφής, τα ενοίκια, τις συγκοινωνίες, τα ταξί (φαρμακείο!), τα αεροπορικά εισιτήρια εντός χώρας, τα τσιγάρα (δεκαεπτά δολάρια το πακέτο, αν φουμάρετε), το γάλα (έξι δολάρια το ενάμιση λίτρο) τα ντόπια σκόρδα (εικοσιέξι δολάρια το κιλό). Η βενζίνη κρατιέται σε πολύ λογικά μέτρα-αλλά μόνο αυτή. Δεν μπορούσα να βρω τίποτα της προκοπής να φάω αν ήμουν έξω στο δρόμο, ένα βλεπούμενο σάντουιτς με αναψυκτικό με ξαλάφρωνε από είκοσι δολάρια. Μιλάμε, χτίκιασα.

Πειθαρχία. Όλη η ζωή στους Αντίποδες διέπεται από νόμους- και ότι δεν διέπεται από νόμους διέπεται από κανονισμούς. Μπορείς να μπεις κάπου να φας, αλλά δεν μπορείς να πιεις. Μπορείς να μπεις να πιεις, αλλά απαγορεύεται να φας. Μπορείς να μπεις να φας και να πιεις, αλλά τρως από τις έξι το απόγευμα ως τις οκτώ το βράδυ, και στις οκτώ, αν ζητήσεις ένα ποτό, απαγορεύεται. Μπορείς να ψωνίσεις ότι θέλεις την Κυριακή από ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ που επιτρέπεται να μείνει Κυριακές ανοιχτό, αλλά απαγορεύεται να ψωνίσεις ρύζι και κονσέρβα τόνου (σας ορκίζομαι!!!). Ποτά βρίσκεις μόνο στις κάβες, στα σούπερ μάρκετ δεν επιτρέπεται να πωληθεί ούτε μπύρα. Εννοείται ότι δεν καπνίζεις πουθενά, ούτε έξω, ούτε μέσα, ούτε στις παραλίες, πλέον. Στο δρόμο και στο σπίτι σου μόνο. Για να τηρηθεί αυτή η πειθαρχία υπάρχει παντού Αστυνομία. Κανονική Αστυνομία, Πλωτή Αστυνομία, Τροχαία, Μυστική Αστυνομία, Μυστική Τροχαία, Ιπτάμενη Αστυνομία με ελικόπτερα, κάμερες ελέγχου κυκλοφορίας, κάμερες που σε τραβάνε να τρέχεις και σου ανάβουν φλάς κλήσης. Υπάρχει Εφιππη Αστυνομία (αυτή είναι για τους μεθυσμένους), Αστυνομία με ποδήλατα, και (αν πιστέψω τον Πανταζή, αλλά μπορεί και να χωράτευε) αστυνομία με σκέϊτ που κυνηγάει…τους σκέϊτερς.

Αναποδιά. Αν δεν είσαι καταζητούμενος, εννοείται ότι θέλεις να περάσεις λίγο καιρό στην πατρίδα σου. Ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, είναι ξενιτιές, με πολύ ακριβά εισιτήρια για να πάει και να έρθει μια οικογένεια. Η Αυστραλία παρουσιάζει μια επιπρόσθετη δυσκολία: Έχει τις εποχές ανάποδα. Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος είναι το καταχείμωνο. Όλοι δουλεύουν και πολύ δύσκολα παίρνεις άδεια να λείψεις. Τα παιδιά είναι σχολείο και εκεί δεν αστειεύονται με τις απουσίες. Φτάνει Δεκέμβρης, Ιανουάριος Φεβρουάριος (το καλοκαίρι τους). Εκεί ακριβώς είναι που τα αεροπορικά πάνε στο…Θεό (παίζει προσφορά και ζήτηση, είναι δυσεύρετα και απλησίαστα, ακόμα και για τους πλούσιους. Ταυτοχρόνως-αν έχεις οικογένεια- δεν πάει η καρδιά σου, ούτε των παιδιών σου να τους στερήσεις ένα ανέμελο, χαρούμενο “ο Αη Βασίλης με μαγιώ και σέρφ!!!” αυστραλέζικο καλοκαίρι (διακοπές έχουν τα καημένα). Κι όλα αυτά για να ξεπαραδιαστείς να τους αγοράσεις χοντρά παλτά, να τα βάλεις στο αεροπλάνο και να τα κλείσεις μέσα σε κρύα σπίτια και χωριά συγγενών στην Χριστουγεννιάτικη Ελλάδα. Αλλά και παιδιά να μην έχεις, ποιος έχει όρεξη να θυσιάσει τις λιακάδες, τις διακοπές και το διαπλανητικό αυστραλέζικο αραλίκι των Χριστουγέννων για να πάει να τουρτουρίσει στην παγωμένη πατρίδα;

Πιώμα. Τους Αυστραλούς τους θαυμάζω,τους προσκυνώ, και τους αγαπώ, αλλά μόνο μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι.. Είναι η ώρα που βγαίνουν από τις κάβες με τις κασόνες τις μπύρες και τα φτηνόκρασα στα κουτιά, και η πόλη γίνεται ένα απέραντο ξερασάδικο-ειδικά στο κέντρο. Πίνουν μέχρι αναισθησίας, σέρνονται κάτω, πλακώματα, ξύλα, εμετοί. Μια κοπέλα με γαλάζιο αέρινο φουστάνι θυμάμαι στην παραλία του Σκάρμπρο-δεν θα ήταν είκοσι χρονών. Τη συνόδευαν δύο φουσκωτοί νεαροί-και οι τρεις λιώμα. Το κορίτσι παραπάταγε, δεν τη βοηθούσαν την κορόιδευαν που σκουντούφλαγε. Σε μια στιγμή η κοπέλα έπεσε-μούτρα, αίματα και εμετός στο πεζοδρόμιο. Έμεινε ακίνητη. Οι «συνοδοί» της την κλώτσαγαν και χαχάνιζαν. Όρμισα να βοηθήσω, Ο κυρ Γιώργος με βάστηξε από το μανίκι: «Μη μπλεχτείς, Μαρικάκι, αυτοί γυρεύονται για καβγά». Δεν μπλέχτηκα.

Νόστος. Είχα θάλασσα στο κατώφλι μου, φωτεινό γαλάζιο ουρανό πάνω στο κεφάλι μου, μια υπέροχη παρέα από ξένους, αλλά και υπέροχους Έλληνες, δικούς μας, «τρελούς» με την καλή έννοια. Είχαμε μια καλή ζωή. Μέσα μου, ολοένα άπλωνε σκοτάδι. Δεν το έκρυβα, το έλεγα. Ρωτούσα τους πιο παλιούς αν έχει γιατριά η νοσταλγία. «Θα συνηθίσεις», μου έλεγαν. «Σε πέντε χρόνια, το ανώτερο, θα συνηθίσεις». Όταν έλεγαν «Θα συνηθίσεις» εννοούσαν «Θα ξεχάσεις». Θα ξεχάσεις τη θάλασσα που θυμόσουν. Τους δρόμους που περπατούσες. Τους φίλους που άφησες για να κάνεις καινούριους. Θα ξεχάσεις το σπίτι σου, το χωριό σου, θα ξεχάσεις τη γειτονιά σου. Δεν συνηθίζεις. Απλώς ξεχνάς. Εγγράφεις καινούριες αναμνήσεις πάνω στο σκληρό δίσκο των παλιών. Φοβερά δύσκολη δουλειά. Για δυνατούς λύτες.

Υστερόγραφο

Μετά από δύο χρόνια: Και τι δεν θα έδινα να κέρδιζα στο λαχείο τρία…εισιτήρια για Πέρθ! Τώρα ξέρω ότι δεν θα ήθελα να μείνω για όλη μου τη ζωή, αλλά ένα ακόμα εξαμηνάκι (άντε τρίμηνο) ευχαρίστως το χτυπούσα. Για να ξαναδώ τους ανθρώπους που λάτρεψα, για να πιω μπέρμπον με κόκα κόλα στου Γιάννη, στο Peter’s by the Sea, να χαζέψω με τους «τέσσερις Γεωργούς», να κουτσομπολέψω με την Ελένη, να φύγει ο νους μου τη νύχτα της εθνικής γιορτής μέσα στα πυροτεχνήματα, να παίξω μπουνιές με κάνα καγκουρό, να καπνίσω στη ζούλα στο πίσω μέρος μιας ελληνικής ταβέρνας, να οδηγήσω στο οινοποιείο του Τομ στο Μάργκαρετ Ρίβερ Φθινόπωρο (τώρα, δηλαδή) να φωτογραφίσω τις μωβ τζακαράντες την Άνοιξη (Οκτώβριο μεριά) και το σούρουπο, να βάζω Τσαπανίδου στο Ιντερνετ (είναι η ώρα της εκεί) και να καταπίνω ένα σφηνάκι τεκίλα φαμιλιάλ καθώς βλέπω τον ήλιο να πέφτει κόκκινος κι ολοστρόγγυλος…πίσω από την απεραντοσύνη του Ινδικού- μια απεραντοσύνη τόσο ασύλληπτη για το νου του ανθρώπου, που κάνει τα πάντα να φαίνονται δυνατά-ή αδύνατα.

Άσε, φίλη: Η νοσταλγία, τελικά, είναι μαχαίρι με δυο λάμες….