Δεν ήμασταν φίλοι με την Ρίκα Βαγιάννη. Οφείλω να το διευκρινίσω, γιατί αυτές τις μέρες που τα ελληνικά ΜΜΕ πενθούν για τον θάνατό της, σε τόσο μικρή ηλικία, υπάρχουν πολλοί που γράφουν πολλές προσωπικές ιστορίες και κάνουν λόγο για τη φιλία τους. Εγώ δεν την ήξερα τόσο καλά. Στα 20 περίπου χρόνια που δούλευα ως δημοσιογράφος στην Ελλάδα, ζήτημα είναι να διασταυρωθήκαμε δύο – τρεις φορές, δια ζώσης.

Η πρώτη ήταν όταν έκανα τα πρώτα-δεύτερα βήματά μου, στο περιοδικό Αθηνόραμα. Είχα μία στήλη τηλεοπτικής κριτικής, ήταν Χριστούγεννα ή κάτι τέτοιο, είχα βαρεθεί να γράφω κακίες και γκρίνιες και αποφάσισα, λόγω των ημερών, να γράψω κάτι ευχάριστο και αισιόδοξο. Κατέφυγα σε ένα από τα κλασικά τεχνάσματα των περιοδικών: τις λίστες. Έγραψα ένα Top-10 των καλύτερων προγραμμάτων που μετέδιδε τότε η ελληνική τηλεόραση. Δεν είμαι σίγουρος ποια εκπομπή έκανε τότε η Ρίκα Βαγιάννη, πιθανολογώ ότι ήταν το ΄Κατάστρωμα’, ένα απολαυστικό ταξιδιωτικό πρόγραμμα, ούτε σε ποια θέση την είχα βάλει (το συγκεκριμένο δημοσίευμα βρίσκεται σε μία κούτα, δίπλα σε έναν καυστήρα στην αποθήκη των πεθερικών μου, οπότε μπορούμε με ασφάλεια να το θεωρήσουμε ωσεί κατεστραμμένο) – για χάρη της κουβέντας μας, ας πούμε ότι ήταν στο νούμερο 5. Στην πρώτη θέση είχα βάλει την εξαιρετική παραγωγή κινουμένων σχεδίων “Πανδώρα και Πλάτωνας, τα φραουλόπουλα”, που παραμένει το καλύτερο – αν όχι το μοναδικό – δείγμα ελληνικών κινουμένων σχεδίων που έχει βγει ποτέ στην Ελλάδα. Αυτό που δεν ήξερα είναι ότι ο παραγωγός (αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για τον Νίκο Βεργίτση – αυτό το σημείωμα εξελίσσεται ταχύτατα σε ένα από τα πιο αναξιόπιστα δημοσιογραφικά κείμενα που έχουν γραφτεί τελευταία) ήταν ο σύντροφος της Ρίκας Βαγιάννη. Μού το είπε η ίδια, όταν ήρθε στα γραφεία του περιοδικού, για κάποια άλλη δουλειά και ζήτησε να με δει και να μοιραστεί μαζί της τη χαρά που είχε δώσει στο ζευγάρι η κοινή συνύπαρξη στη σαχλή λίστα, σε βαθμό που για ένα διάστημα, απευθύνονταν ο ένας στον άλλο με την κατάταξή τους: “Καλημέρα, νούμερο ένα!” “Θέλεις καφέ, νούμερο πέντε;” Γελάσαμε και την αποχαιρέτησα.

Την ξανασυνάντησα μερικά χρόνια αργότερα, όταν ήμασταν και οι δύο ομόσταυλοι στην ΕΡΤ – εκείνη ως βαρύ πυροβολικό της δημόσιας τηλεόρασης, χαρίζοντας την ανεξάντλητη ζωντάνια, το χιούμορ και την ανοικονόμητη προσωπικότητά της σε έναν οργανισμό που πάσχιζε να αποδιώξει την μούχλα και την σοβαροφάνεια, εγώ ως συνεργάτης του ραδιοφωνικού σταθμού Kosmos, με μία εκπομπή τα Σαββατοκύριακα, στην οποία καλούσα κάθε εβδομάδα έναν ‘διάσημο’ να διαλέξει μουσική. Για την ακρίβεια είχα φτιάξει ένα ερωτηματολόγιο για την ζωή του εκάστοτε καλεσμένου, στο οποίο απαντούσε με επιλεγμένα τραγούδια και άλλα μουσικά κομμάτια. “Γιατί δεν καλείς τη Ρίκα;” πρότεινε ο σταθμάρχης Γιώργος Μουχταρίδης. Εξαιρετική ιδέα. «Θέλεις;» «Θέλω». «Ορίστε το ερωτηματολόγιο, τα λέμε Κυριακή, επτά παρά πέντε, στο κυλικείο της ΕΡΤ». Ήταν στην ώρα της, αλλά δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά στο ερωτηματολόγιο, ούτε φυσικά είχε διαλέξει μουσική. Σιγά μην παίξει με τους κανόνες. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. “Πώς κάνεις έτσι;” γέλαγε εκείνη. “Θα διαλέξουμε μουσική τώρα”. Ανεβήκαμε στο στούντιο και άρχισε να ζητά από τον ηχολήπτη διάφορα παλιά λαϊκά. Τι λαϊκά, καλή μου κυρία; Εμείς εδώ δεν παίζουμε ελληνικά, παίζουμε έθνικ, μουσικές του κόσμου, άντε και κανένα ροκάκι στο τσακίρ. Ανένδοτη εκείνη, ζητούσε επίμονα Μητροπάνο. Άλλο που δεν ήθελε ο ηχολήπτης, ο Κώστας Καρυστινός που μας είχε σιχαθεί όλους με τα έθνικ και τις βλακείες, μπαίνει στη βάση δεδομένων του Δεύτερου Προγράμματος και άρχισε να εκτελεί τις “παραγγελιές” της καλεσμένης μου, ενώ εγώ πάθαινα αλλεπάλληλα εγκεφαλικά. Το αποτέλεσμα βέβαια, ήταν απολαυστικό, ένα αυτοσχεδιαστικό όργιο, ένα μικρό ραδιοφωνικό πάρτι που έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της Ρίκας Βαγιάννη. Βγήκα στην Μεσογείων με ένα αίσθημα ελαφριάς μέθης, κι ας είχα πιει μόνο τον καμένο, βαπορίσιο καφέ του κυλικείου της ΕΡΤ.

Την επόμενη φορά ήμουν πραγματικά μεθυσμένος – μάλλον και η ίδια. Το θυμάμαι σαν σε όνειρο, αργά την νύχτα, Κυριακή βράδυ, στην πλατεία Χαλανδρίου, διασταυρωθήκαμε με διαφορετικές παρέες (εκείνη μάλλον με τα παιδιά από το Protagon – να θυμηθώ να ρωτήσω την Λίνα Παπαδάκη). Ήταν την περίοδο που η Κρίση είχε μόλις σκάσει στα χέρια και τα μούτρα μας. Η Ρίκα βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές – εκείνη την περίοδο ζούσε στο Περθ. Θυμάμαι μία ξεκαρδιστική περιγραφή της ζωής στην Αυστραλία, γέλια, φιλιά, καληνύχτα. Πού να φανταστώ ότι λίγο αργότερα θα ζω εγώ το “αυστραλιανό όνειρο”;

“ΠΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ “ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ””

Όταν ήρθε στην Μελβούρνη για την κοινή (και καθόλου κοινότυπη) διάλεξη με τον σύζυγό της, τον ψυχίατρο Νίκο Στεφανή, δεν είχα πάει – είχα άλλες προτεραιότητες. Λίγους μήνες αργότερα, στα καλά καθούμενα, έλαβα ένα μήνυμα στο messenger – μία είδηση, φριχτή, για ανθρώπους που πεθαίνουν στον δρόμο στην Ελλάδα. Ήταν έξαλλη και ήθελε να διαδοθεί η κατάντια της χώρας, σε όλα τα ΜΜΕ, όπου υπάρχει Ελληνισμός. Έτσι ξεκίνησε η πραγματική επικοινωνία μας. Μέσω messenger – είναι εκπληκτικό τι ρόλο μπορούν να παίξουν τα social media, και κυρίως τι ρόλο μπορεί να παίξει η διαφορά της ώρας σε ανθρώπους που δεν κοιμούνται.

Είχε κάτι συνομωτικό αυτή η επικοινωνία, κυρίως γιατί ήταν απρόβλεπτη και γινόταν από διάφορα προφίλ – ένα από τα οποία είχε ως φωτογραφία τον Τζακ Νίκολσον στην ‘Λάμψη’. Κατά διαστήματα, το Facebook της απαγόρευε την πρόσβαση, ύστερα από καταγγελίες ανθρώπων που τους είχε βρίσει σκαιότατα. Γιατί σ’ αυτήν την φάση της ζωής της, η Ρίκα χρησιμοποιούσε τα social media για να εξαπολύσει κύματα θυμού κατά πάντων για όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Ουαί κι αλλίμονο σε όποιον τολμούσε να την επαναφέρει στην τάξη, να την εγκαλέσει για την αθυροστομία και την σκληρή της γλώσσα – αντί απάντησης, δεχόταν μία προσωπική επίθεση, σε γλώσσα λιμενεργάτη.

Το φιλοθεάμον κοινό – όσοι την ήξεραν από την τηλεόραση – ήταν σοκαρισμένο. Κάποιοι άλλοι το βρίσκαμε ξεκαρδιστικό. “Όλο ρόλος είναι, ένα interactive literary work in progress,” μου εξήγησε. “Πολύ σύντομα θα γίνει βιβλίο, ‘Η ζωή μου ως τρολ’ και θα μπουν τα πράγματα στην θέση τους”. Δεν μπήκαν.

Όπως επίσης δεν καταφέρε ποτέ να γράψει στον «Νέο Κόσμο», κάτι που μού εξέφρασε ως έντονη επιθυμία της, μαζί με τους επαίνους για τα ελληνικά που χρησιμοποιούμε στην εφημερίδα, ανώτερα από αυτά των μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων. “Πες στους αρμοδίους ότι είναι μία που θέλει «Νέο Κόσμο», μία απ’ το χωριό, δεν την ξέρνε”.

Προσφέρθηκα να μεσολαβήσω στους επικεφαλής της εφημερίδας, τον Χριστόφορο Γκόγκο και τον Σωτήρη Χατζημανώλη. “Δεν ζητιανεύω για δουλειά, απλώς πραγματικά έχω φάει κόλλημα με τον ΝΚ – είναι ο τελευταίος των Ελληνο-Μοϊκανών”, έγραφε. “Μόνο εκεί θέλω και πουθενά αλλού στον πλανήτη. Columnist ενδιαφέρομαι, για συνεργασίες από την Αθήνα – και βεβαίως ένα ρεπορτάζ, ό,τι μου αναθέσετε και δύναμαι να το φέρω εις πέρας ανά τακτά. ΣΦΑΖΩ – ΜΑΧΑΙΡΩΝΩ ΟΛΑ. Ζητάτε και θα λάβετε”.

Δεν λάβαμε ποτέ τίποτε, παρά την υπόσχεσή της να μας στείλει ένα κείμενο. Αλλά συνεχίσαμε την επικοινωνία. Όταν η εφημερίδα έκλεισε τα 60 χρόνια, της έστειλα το σχετικό θέμα, με την περίφημη πλέον φωτογραφία του Μποστ στο τυπογραφείο, να κρατά ένα φύλλο. “Μέντης Μποσταντζόγλου, δεύτερος πατέρας, οικογενειακός σταυραδελφός, συγκίνηση”, μου απάντησε. “Θυμήστε μου να έρθω να παίξω τη Φαύστα, το ‘δυστυχές Ριτσάκι που ήτο εν τετραετής κι ωραίον κοριτσάκι” είμαι ΕΓΩ τεσσάρων ετών! Α ρε Νικ, με διέλυσες”, έκλεισε.

Διαλυμένοι είμαστε όλοι μας, θαυμαστές, θεατές και φίλοι – πραγματικοί και εικονικοί, καρδιακοί και εξ αποστάσεως.

Αντίο Ρίκα. Έπρεπε να σε είχα βάλει πρώτη στη λίστα τότε, αλλά τόσα ήξερα κι εγώ.