Με το βλέμμα στις αμφίρροπες έδρες του Κουίνσλαντ, διεξάγεται η εσωκομματική συζήτηση για την εκλογική στρατηγική που θα ακολουθήσει ο Συνασπισμός Φιλελεύθερου και Εθνικού Κόμματος στις επερχόμενες εκλογές, καθώς το κόμμα βρίσκεται αντιμέτωπο με νέα δεδομένα.

Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι η ψαλίδα ανάμεσα στο κυβερνών κόμμα και την Αντιπολίτευση κλείνει και ότι ο Malcolm Turnbull συνεχίζει να θεωρείται καταλληλότερος πρωθυπουργός, ωστόσο η αισιοδοξία που έχουν δημιουργήσει οι δημοσκοπήσεις έλαβε τέλος μετά τις επαναληπτικές εκλογές του Ιουλίου και κυρίως την ήττα της έδρας του Longman.

Αυτό έχει κάνει πολλούς μέσα στο κόμμα να θεωρούν ότι είναι προτιμότερο, αντί να προτείνεται ένα ενιαίο εθνικό αφήγημα, να υπάρξει μία διάσπαση της προεκλογικής εκστρατείας, σε επιμέρους διακυβεύματα στοχευμένα σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες – και κυρίως στις αμφίρροπες έδρες.

Αυτή η τακτική δεν είναι καινούρια, αλλά έχει λάβει νέες διαστάσεις με τα νέα τεχνολογικά ήθη -και την επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πλατφόρμας διεξαγωγής της πολιτικής συζήτησης- και τις νέες μεθόδους ηλεκτρονικού μάρκετινγκ που επιτρέπουν την διεξαγωγή διαφημιστικών και πολιτικών εκστρατειών στοχευμένων με μεγάλη ακρίβεια.

Στην πράξη, μία τέτοια μετατόπιση της πολιτικής αφήγησης, δίνει στους κατά μέρους υποψηφίους μεγάλη εξουσία, ως προς το ποιο αφήγημα θα προβάλλουν για να πείσουν τους ψηφοφόρους. Εκεί εστιάζεται η εσωκομματική συζήτηση που έχει ξεκινήσει, με τον πρωθυπουργό, Malcolm Turnbull να βρίσκεται στην δύσκολη θέση να πρέπει να πείσει πρώτα το ίδιο του το κόμμα για το πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησής του.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει αρκετά πλεονεκτήματα με το μέρος του. Αφ’ ενός, οι δημοσκοπικές επιδόσεις του παραμένουν υψηλές, που σημαίνει ότι ο ίδιος έχει υποστεί την μικρότερη φθορά από την κυβέρνησή του. Παράλληλα, το επιτελείο του Malcolm Turnbull θεωρεί ότι οι επιτυχίες της κυβέρνησης στο μέτωπο της οικονομίας, αποτελούν αρκετά ισχυρό όπλο που θα οδηγήσει τους ψηφοφόρους να εμπιστευτούν ξανά την κυβέρνηση για μία ακόμη τριετία. Από αυτό το πρίσμα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η προσπάθεια της κυβέρνησης να καταφέρει να περάσει το φιλόδοξο πρόγραμμα Εγγύηση Εθνικής Ενέργειας (National Energy Guarantee – NEG).

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Σχεδιασμένο ως μέτρο εξομάλυνσης των εντάσεων στον ενεργειακό τομέα, το πρόγραμμα NEG φιλοδοξεί να κλείσει τα μέτωπα στο ενεργειακό ζήτημα, ικανοποιώντας όλες τις πλευρές. Ο στόχος του προγράμματος είναι τριπλός: πρώτα από όλα, η κάλυψη των πραγματικών ενεργειακών αναγκών της Αυστραλίας, δεύτερον, ο περιορισμός του κόστους, προς ανακούφιση των καταναλωτών και τέλος, η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων για μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν υπερθέρμανση του πλανήτη. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει όλες τις διαθέσιμες πηγές ενέργειας, από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς δέσμευση σε καμία συγκεκριμένη πηγή ή κλάδο ενέργειας, δημιουργώντας ένα μίγμα, πάντοτε με γνώμονα την μείωση της ρύπανσης, αλλά και του κόστους. Για την επίτευξη αυτού του φιλόδοξου συμβιβασμού το Φιλελεύθερο Κόμμα χρειάζεται τόσο την στήριξη των κυβερνητικών του εταίρων στο Εθνικό Κόμμα, όσο και μία ευρύτερη πολιτική συναίνεση. To σχετικό νομοσχέδιο είναι ήδη έτοιμο, αλλά η ουσιαστική συζήτηση για το θέμα θα ξεκινήσει στην επόμενη συνάντηση του Συμβουλίου των Κυβερνήσεων των Πολιτειών της Αυστραλίας, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ σίγουρα θα επηρεαστεί και από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου στην Βικτώρια και την λήξη της θητείας της κυβέρνησης Andrews. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Daniel Andrews θεωρεί ότι ο εκάστοτε Ομοσπονδιακός Υπουργός Περιβάλλοντος πρέπει να είναι σε θέση να αυξήσει τον στόχο, προχωρώντας σε περαιτέρω μείωση εκπομπών αερίων, χωρίς να χρειάζεται έγκριση από το κοινοβούλιο, αλλά ο Josh Frydenberg αρνείται να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για το σχετικό νομοσχέδιο.

Ο ίδιος ο Malcolm Turnbull θεωρεί ότι αυτή θα είναι και η μεγαλύτερη προσωπική του επιτυχία.

Αν όμως δεν επιτευχθεί η πολυπόθητη συναίνεση και καταρρεύσει το NEG, αυτό θα δώσει λαβή στους εσωκομματικούς αντιπάλους του πρωθυπουργού και δη στον Tony Abbott, ο οποίος διατηρεί μία θέση στην πολιτική σκακιέρα, παρά το ότι είναι αμφίβολο αν έχει αρκετούς συμμάχους ώστε να επανέλθει στην ηγεσία. Έστω κι έτσι, ο πρώην πρωθυπουργός – ο οποίος είχε μετατρέψει το ενεργειακό πρόβλημα, από ζήτημα οικολογικής επιβίωσης σε θέμα οικονομικής διαχείρισης και καταναλωτικού κόστους – παραμένει ο κατεξοχήν πολέμιος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέσα στο κυβερνών κόμμα και προωθεί την αντίληψη της πλήρους απόσυρσης από την συμφωνία του Παρισιού και αθέτησης του στόχου μείωσης των εκπομπών αερίων, συντασσόμενος απόλυτα με την στάση του Donald Trump στο περιβαλλονικό ζήτημα.

ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

Αλλά και στο μέτωπο της οικονομίας, το αφήγημα της κυβέρνησης δεν είναι βέβαιο ότι θα συγκινήσει τους ψηφοφόρους, ιδιαίτερα εκείνους που ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα και που δεν συγκαταλέγονται στους άμεσα κερδισμένους της οικονομικής και φορολογικής πολιτικής. Κάποιοι από αυτούς τους ψηφοφόρους βρίσκουν πολύ πιο ελκυστικές τις εξαγγελίες του Εργατικού Κόμματος, υπάρχει όμως και μία μερίδα μη προνομιούχων ψηφοφόρων του Συνασπισμού, οι οποίοι στρέφονται στο One Nation. Αυτούς προσπαθεί να διατηρήσει ο Συνασπισμός, ιδιαίτερα στο Κουίνσλαντ κι εκεί είναι πιθανό οι υποψήφιοι να φύγουν από την σφαίρα επιρροής του πρωθυπουργού και να ακολουθήσουν την ρητορική του κατ’ εξοχήν ‘δελφίνου’ του κόμματος, του Υπουργού Εσωτερικών Υποθέσεων, Peter Dutton.

Ο ίδιος τοποθετεί ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα το μεταναστευτικό, εκφράζοντας έτσι ένα κομμάτι του πληθυσμού που νιώθει ανασφάλεια απέναντι στην αλλαγή της αυστραλιανής κοινωνίας από την εισροή μεταναστών και προσφύγων. Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η κυβέρνηση επαναφέρει προς συζήτηση το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στην διαδικασία πολιτογράφησης, παρά το γεγονός ότι είχε καταψηφιστεί από την γερουσία την πρώτη φορά που κατατέθηκε. Το νέο νομοσχέδιο κάνει πιο δύσκολη την διαδικασία πολιτογράφησης για μετανάστες, αυξάνοντας τα κριτήρια επιλογής, καθώς και τον χρόνο αναμονής. Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα είναι τετραετής άδεια παραμονής μόνιμου κατοίκου, επιτυχία σε εξετάσεις αγγλικής γλώσσας και αυστραλιανών αξιών, αυστηρότεροι έλεγχοι προσωπικότητας υποψηφίων και αποδείξεις ενσωμάτωσης στην κοινωνία και συμμόρφωσης με τις Αυστραλιανές αξίες.

Το νομοσχέδιο αυτό, θα υποβληθεί από το Υπουργείο του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, αλλά ο βασικός εισηγητής του είναι ο Υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων.

Όποια και αν είναι η εξέλιξη, είναι σαφές ότι οι επόμενες εβδομάδες θα χαρακτηριστούν από έντονες πολιτικές ζυμώσεις και διαπραγματεύσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο.