Ρομαντικά, αληθινά, συνηθισμένα τα σημερινά. Ανθρώπινα. Λέω συνηθισμένα, γιατί, με μικρές παραλλαγές, έχουν συμβεί παρόμοια, στους περισσότερους από εμάς.

Ζήσανε μαζί κάπου πενήντα χρόνια. Ήρθαν γύρω στα εικοσιπέντε τους στην Αυστραλία με τον γιο τους, ένα χαριτωμένο αγοράκι και ξεκίνησαν όπως οι περισσότεροι από μας, δειλά και φοβισμένα. Σε ένα χρόνο και κάτι, από την ώρα που πάτησαν το πόδι τους στη Μελβούρνη, ήρθε «απρόσκλητο», όπως το «βάφτισαν» το δεύτερο αγόρι τους. Δεν θα σας πω την όλη ιστορία τους. Δύο- τρεις πινελιές απ’ τη ζωή τους θα ρίχνω κάπου–κάπου, δύο-τρεις ιστορίες στο διάβα τους και θα ξεχνάω, όπου γίνεται, τα πολύ πικρά και τα στενάχωρα.

Δουλειά ο Φίλιππος, πολύ δουλειά, στο σπίτι η κυρία Αντιγόνη, να μεγαλώνει δύο παιδιά, βγαλμένα από την ίδια κοιλιά, τελείως διαφορετικά σε χαρακτήρα. Καλλιεργημένοι άνθρωποι και ο Φίλιππος και η Αντιγόνη. Διαβαίνοντας ο χρόνος, με προτεραιότητα τα παιδιά, έριχναν κάποια κερασάκια στην τούρτα της ζωής τους.

«Έβγαλα εισιτήρια για το μπαλέτο την Κυριακή, απογευματινή. Καλύτερες θέσεις, καλύτερες τιμές και δεν θα τραβιόμαστε τη νύχτα που γίνεται ο χαμός με τους σουρωμένους και τους ανώμαλους». «Απόψε να πάμε στο «Βασίλης και Γιάννης. Δεν έχω διάθεση για μαγείρεμα. Μπορεί να περάσει και ο κ. Ζήσης, ο Δαρδάλης. Θα φάμε ωραία, εσύ θα συζητήσεις με τον κ. Ζήση τα της παροικίας, κι αν πιεις λίγο παραπάνω θα οδηγήσω εγώ να γυρίσουμε σπίτι. Τα παιδιά θα μείνουν στην αδελφή σου και θα τα φέρει η Σούλα το πρωί».

Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν κι έκαναν παιδιά. Όπως όλα τα παιδιά, ας πούμε τα περισσότερα, έδωσαν χαρές και λύπες στους γονείς τους. Σπούδασαν και βρήκαν καλές δουλειές, πολύ καλές και ευτύχησαν οι γονείς να… καμαρώνουν και εγγόνια από τα… καμάρια τους. Αν δεν ήταν κάθε χρόνο, άντε κάθε δύο χρόνια, η οικογένεια επισκεπτόταν την πατρίδα. Τα παιδιά αγάπησαν και την Ελλάδα, την αγάπησαν πολύ. Εκεί γνώρισαν τις γυναίκες τους, εκεί παντρεύτηκαν, εκεί ο ένας γιος έφτιαξε τη ζωή του κι ο άλλος την κατέστρεψε.

«Τι είναι αυτά που τραβάμε εμείς Αντιγόνη μου, μπροστά σ’ αυτά που τράβηξε ο Βίκτωρ Ουγκώ που η μια κόρη του πνίγηκε, η άλλη του τρελάθηκε, τα δύο του αγόρια πέθαναν κι αυτός έγραψε τη συλλογή ποιημάτων “Η ευτυχία να είσαι παππούς”».

Όλα κύλησαν γρήγορα. Τα παιδιά έμειναν στην Ελλάδα και τα εγγόνια, τα μωρουδάκια, η Αντιγόνη και ο Φίλιππος, τα είχαν δει μόνο στη… φωτογραφία.

«Τι κάνουμε εδώ Αντιγόνη; Το σπίτι στη Βουλιαγμένη είναι άδειο. Το μόνο σχετικό πλεονέκτημα στην Αυστραλία είναι το θέμα της υγείας, της ιδιωτικής ασφάλειας εννοώ. Και στην Ελλάδα έχουμε καλούς γιατρούς και ασφάλειες υγείας, το ξέρεις. Αυτοί διέγνωσαν πρώτοι την πάθησή σου. Εκεί θα βλέπουμε τα παιδιά και τα εγγόνια, τον ουρανό και τη θάλασσα. Θ’ αλλάξει η ζωή μας, θα ζωντανέψει το είναι μας».

Δεν πρόλαβε να ζωντανέψει τις εικόνες της επιστροφής ο Φίλιππος. Την ώρα που της έλεγε, κλαίγοντας αθόρυβα, πως τα μπάνια τους θα είναι το πρωί στη Βουλιαγμένη και το απόγευμα στο Σούνιο… η Αντιγόνη χαμογέλασε πονεμένα, ένα δάκρυ φάνηκε να γαντζώνεται στις μισόκλειστες βλεφαρίδες της και ξεψύχησε. Πήγα στη Βουλιαγμένη να τον δω. Το σπίτι του, ένα παλιό ωραίο τούβλινο σπίτι, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο τετραώροφα κτίσματα, προσπαθούσε ν’ αναπνεύσει και να κρατήσει την αρχοντιά του. Μπήκαμε στο σαλόνι, με κέρασε, είπε ότι θα πάμε το μεσημέρι, δύο βήματα πιο κάτω, να πιούμε τα ούζα μας.

Άρχισε να μιλάει στη μεγεθυμένη φωτογραφία της Αντιγόνης και σε μένα. «Δεν είναι όμορφη; Είναι από το γάμο του μεγάλου. Της έλεγα να πάμε στο θέατρο. Τριάντα θέατρα και άλλους τόσους κινηματογράφους καλοκαιρινούς έχει η Αθήνα μας, θα βρούμε κάτι. Είναι ευχαριστημένη γιατί περιποιούμαι τον κήπο. Τα λουλούδια που είναι στο βάζο είναι από τον κήπο μας. Της είπα να πάμε στο Ηρώδειο, έχει τα ρώσικα μπαλέτα. Δεν θέλει. Θέλει να μένουμε οι δύο μας να θυμόμαστε τα παλιά ή να βγούμε στον κήπο να χαζέψουμε το φεγγάρι που είναι αλλιώτικο στην Αθήνα. Αντιγόνη, λέω στον Κώστα ότι η αιτία της τρέλας μου είναι γιατί η ίδια η ζωή μας δεν κρατάει μια κανονική, ισορροπημένη πορεία προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Έφυγες νωρίτερα. Γιατί; Τι θα πείραζε να φεύγαμε παρέα; Πήρε τον ένα και άφησε τον άλλο να βουλιάζει στη μοναξιά του.. στη Βουλιαγμένη. Στεναχωριέται τώρα που γκρινιάζω. Κωνσταντή πάμε για τα ουζάκια μας»;

Ο γιος του μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι έσβησε όπως ο Μάρλον Μπράντο στο «Νονό», κυνηγώντας τον εγγονό του, τον Φίλιππο, στον κήπο του αρχοντικού της Βουλιαγμένης.