Στις αρχές του 19ου αιώνα η πίστη για την αναγέννηση του γένους, από τη σκλαβιά στην οποία είχε βυθισθεί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήταν βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των σκλαβωμένων μεν, όχι όμως και ψυχικά υποταγμένων, Ελλήνων.

Από τη μια η λαϊκή παράδοση, με τους διάφορους θρύλους και τα ιστορικά και δημοτικά τραγούδια, και από την άλλη η λόγια παράδοση, με πρωτεργάτες τους ονομαστούς δάσκαλους του Γένους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Άνθιμος Γαζής, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, και πολλοί άλλοι, κράτησαν αναμμένη τη φλόγα για την απελευθέρωση του ελληνικού γένους.

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, με τις φιλελεύθερες ιδέες για το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση και απαλλαγή από την ξένη κυριαρχία, έδωσε νέα ώθηση στους Έλληνες οπαδούς του διαφωτισμού να επιτείνουν τις ενέργειές τους για την κινητοποίηση των σκλαβωμένων αδερφών τους.

Κατά ευτυχή ιστορική συγκυρία ο Ρήγας Φεραίος έζησε την Γαλλική Επανάσταση, και προσάρμοσε τα φιλελεύθερα διδάγματά της στα οράματα του ελληνικού έθνους και των άλλων βαλκανικών εθνών για ελευθερία και ανεξαρτησία. Το έργο του Ρήγα ήταν διαφωτιστικό, πατριωτικό και εθνεγερτικό.

Την ίδια εποχή Έλληνες ναυτικοί, κυρίως από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, εκμεταλλευόμενοι την ανυπαρξία του τουρκικού εμπορικού ναυτικού, άρχισαν να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Κάτω από την προστασία της σημαίας της Ρωσίας, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατόρθωσαν μέσα σε λίγα χρόνια να πάρουν στα χέρια τους τη μεταφορά σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Τα εμπορικά αυτά πλοία μετατράπηκαν σε πολεμικά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, εξασφαλίζοντας την ελληνική κυριαρχία στην θάλασσα.

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στο εμπορικό ναυτικό, στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία οι ελληνικές παροικίες βρίσκονταν σε μια περίοδο ακμής, και άρχισαν να αποτελούν ισχυρές αστικές τάξεις, με κύρος και επιρροή στις ευρύτερες κοινωνίες τους. Μέλη αυτών των αστικών τάξεων μετέφεραν νέες αντιλήψεις ζωής και επαναστατικές ιδέες όταν επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους.

Για την επίδρασή τους στην προετοιμασία της Επανάστασης γράφει τα ακόλουθα ο Κοζανίτης Νικόλαος Κασομούλης, ένας από τους αγωνιστές, αλλά και ιστορικούς της Επανάστασης:
«… η τάξις των ξενιτευμένων λογιωτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησε και εκίνησε τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και Αρματολούς εις τα αίματα» – Απόστολου Βακαλόπουλου «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», σελ. 24.

ΚΟΙΝΟ ΟΝΕΙΡΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Ο Βακαλόπουλος, πρώην Καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παρατηρεί πως η Επανάσταση δεν ήταν αποκλειστικά δημιούργημα μιας μόνο τάξης, της αστικής. Αυτή έδωσε την ώθηση για την εξέγερση ολόκληρου του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν είχε συμβιβασθεί με την ιδέα της σκλαβιάς, παρά ζούσε με την ελπίδα της ανάκτησης της ελευθερίας του.

Αυτήν την ελπίδα ήρθε να αναζωπυρώσει η Φιλική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 1814 από τρεις Έλληνες φίλους που ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό: τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ.

Μικροέμποροι ήταν οι τρεις αυτοί Έλληνες, που τα πατριωτικά τους αισθήματα τους ώθησαν στη σύλληψη της παράτολμης αυτής σκέψης, αψηφώντας τους κινδύνους που ένα τέτοιο κίνημα συνεπαγόταν.

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας δεν παρουσιάζονταν ως αρχηγοί, αλλά ως εκτελεστικά όργανα της «Αρχής», με την οποία εννοούσαν την ανώτατη εξουσία. Δεν προσδιόριζαν όμως ποια ήταν αυτή η Αρχή, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.

Αυτή η αοριστία ασκούσε υποβλητική επίδραση στα μυημένα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τα περισσότερα από τα οποία υπέθεταν πως η «Αρχή» θα ήταν ο τσάρος της Ρωσίας. Εξάλλου, η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, πόλη της Ρωσίας. Για αιώνες το σκλαβωμένο γένος εναπόθετε τις ελπίδες του στην ομόθρησκη Ρωσία για να το βγάλει από την πικρή σκλαβιά, όπως υποδηλώνουν οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού:

Ακόμα τούτη την Άνοιξη,
ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το Καλοκαίρι,
καημένη Ρούμελη,
όσο νά ’ρθει ο Μόσκοβος,
ραγιάδες, ραγιάδες,
να φέρει το σεφέρι,
Μοριά και Ρούμελη…

Η λέξη Μόσκοβος στο δημοτικό αυτό τραγούδι χρησιμοποιείται ως προσωποποίηση, και σημαίνει τον κάτοικο της Μόσχας, και κατ’ επέκταση τους Ρώσους.
Τον Απρίλιο του 1820, μετά από την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, στελέχη της Εταιρείας πλησίασαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Υπασπιστή του Τσάρου, ο οποίος με ενθουσιασμό αποδέχθηκε την αρχηγία του απελευθερωτικού αγώνα.

Έχοντας αποφασίσει για την γρήγορη έναρξη της επανάστασης, ο Υψηλάντης έστειλε «αποστόλους», έτσι αποκαλούσε τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, σε διάφορες χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και κυρίως σε περιοχές της Ελλάδας, με προκηρύξεις προς τους κατοίκους τους για να προετοιμαστούν για τον αγώνα. Στις προκηρύξεις αυτές τονιζόταν η ανάγκη για «Αγάπη και ομόνοια», απαραίτητη προϋπόθεση για το ξεκίνημα, αλλά και την αίσια έκβαση, της εθνεγερσίας για την πολυπόθητη ελευθερία του γένους.

Για την Πελοπόννησο ο Υψηλάντης επέλεξε, μεταξύ άλλων, και τον κληρικό Γρηγόριο Δικαίο, ευρύτερα γνωστό ως Παπαφλέσσα, ο οποίος ανέλαβε την αποστολή αυτή με πραγματικό αποστολικό ζήλο.

Μέρος της αποστολής του Παπαφλέσσα ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για την κάθοδο του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, από όπου θα έκανε την έναρξη του αγώνα.

Η αρχική σκέψη του Υψηλάντη και των Φιλικών ήταν η Επανάσταση να αρχίσει ταυτόχρονα από την Μολδοβλαχία και την Ελλάδα, συγκεκριμένα δε από την Πελοπόννησο, όπου οι περιστάσεις που επικρατούσαν ήταν πιο ευνοϊκές από ότι σε άλλες περιοχές.

Το αρχικό σχέδιο ανασκευάστηκε, και αποφασίσθηκε να προηγηθεί η εξέγερση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες – Μολδαβία και Βλαχία, γνωστές και ως Μολδοβλαχία.

Έτσι, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με την στολή του Ρώσου στρατηγού, πέρασε τον Προύθο ποταμό, συνοδευόμενος από δύο αδελφούς του, τον Γεώργιο και τον Νικόλαο, και στην πόλη Ιάσιο συναντήθηκε με τον Φαναριώτη Ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία.

Από το Ιάσιο ο Υψηλάντης εξέδωσε την πρώτη επαναστατική προκήρυξη, με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!».

Όμως η τραγική ήττα στις 7 Ιουνίου 1821 στο Δραγατσάνι, όπου ο Ιερός Λόχος αποδεκατίστηκε, σφράγισε τη μοίρα της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε στην επικράτεια της Αυστρίας, με την πρόθεση από εκεί να μεταβεί στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα. Το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί τον συνέλαβαν οι αυστριακές αρχές και τον φυλάκισαν ως πολιτικό αιχμάλωτο στη Βιέννη. Κοντά εφτά χρόνια αργότερα, στις 19 Ιανουαρίου 1828, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο πρώτος αρχηγός της Επανάστασης πέθανε στη Βιέννη, πριν καν προλάβει να πατήσει σε ελληνικό έδαφος.

Ευτυχώς που ο Δημήτριος Υψηλάντης είχε κατεβεί νωρίτερα στην Πελοπόννησο, όπου ανέλαβε την αρχηγία του αγώνα, στη θέση του αδερφού του Αλέξανδρου.

ΕΤΟΙΜΟΠΟΛΕΜΗ Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Πολλοί, και διάφοροι, ήταν οι λόγοι που συνηγορούσαν για την Πελοπόννησο ως τον τόπο έναρξης της Επανάστασης.

Όπως και το τοπωνύμιο της περιοχής υποδηλώνει, η Πελοπόννησος είναι σχεδόν μια νήσος.

Από ξηράς μόνο από τον Ισθμό της Κορίνθου θα μπορούσαν να περάσουν τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία όμως θα ήταν εκτεθειμένα στους αγωνιστές της Ρούμελης.

Ανατολικά της Πελοποννήσου είναι τα δύο νησιά Σπέτσες και Ύδρα, τα οποία με τον ισχυρό στόλο που διέθεταν, θα μπορούσαν να αποκρούσουν απόβαση τουρκικών στρατευμάτων από τη θάλασσα.

Η ορεινή διαμόρφωση του εσωτερικού της Πελοποννήσου ήταν κατάλληλη για ανταρτοπόλεμο, και οι στενές διαβάσεις μέσα από τα βουνά και τις χαράδρες, δυσχέραιναν την μεταφορά πυροβολικού, και εξέθεταν τον τουρκικό στρατό στις επιθέσεις από μικρά σώματα των επαναστατών, όπως συνέβη στα Δερβενάκια το 1822.

Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα ήταν το ότι ο τουρκικός πληθυσμός ήταν πολύ μικρότερος, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Υπήρχαν περιοχές της Πελοποννήσου από τις οποίες έλειπαν εντελώς οι Τούρκοι.

Η Μάνη ήταν το μεγάλο ατού της Πελοποννήσου. Αν και υποτελής στον Σουλτάνο, και υποχρεωμένη να πληρώνει έναν ασήμαντο φόρο, ήταν απάτητη από τους Τούρκους, και οι κάτοικοί της ήταν ένοπλοι και εμπειροπόλεμοι.

Οι ανυπότακτοι στους Τούρκους Μανιάτες θαυμάζονταν από τους συμπατριώτες τους της Πελοποννήσου, οι οποίοι πίστευαν πως θα πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες σε μελλοντικό απελευθερωτικό κίνημα, και έλεγαν πως «Η τουφεκιά του Μανιάτη βροντά περισσότερο από το κανόνι». Χωρίς προηγούμενο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν το κύρος του Μανιάτη πρόκριτου Πέτρου Μαυρομιχάλη.

Σημείωση
Το κείμενο της στήλης είναι το πρώτο μέρος της ομιλίας που έδωσα στην Παμμεσσηνιακή Αδελφότητα «Ο Παπαφλέσσας» την Κυριακή, 19/07/2009, στο πλαίσιο του επετειακού προγράμματος για τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της. Το θέμα της ομιλίας θα ολοκληρωθεί στις επόμενες τρεις εβδομάδες.