ΕΝΑΣ πιλότος που καταρρίφθηκε από τον εχθρό, κρατήθηκε επί 5,5 χρόνια αιχμάλωτος πολέμου, βασανίσθηκε για την πατρίδα του. Ένας πολιτικός που δεν φοβήθηκε να αψηφήσει την κομματική γραμμή όταν έκρινε πως ήταν για το καλό της χώρας. Μια ανεξάρτητη φωνή που δεν υποχώρησε σε πιέσεις και δεν σίγησε ακόμη και όταν προκαλούσε αντιδράσεις υποστηρικτών του, όπως όταν καταψήφισε την ανατροπή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Ομπάμα.

Με ξεκάθαρες συντηρητικές απόψεις, αλλά ενωτικός, ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, που απεβίωσε το περασμένο Σάββατο, αναζητούσε πάντα τον κοινό τόπο. Εκλεγόταν ανελλιπώς επί 32 χρόνια με τεράστια ποσοστά στην Αριζόνα, επιβεβαιώνοντας και στην κάλπη την ευρύτερη απήχησή του. Στην κηδεία του θα εκφωνήσουν επικήδειους δύο πρώην πρόεδροι διαφορετικών κομμάτων, ο Τζορτζ Μπους, από τον οποίο ο Μακέιν είχε χάσει το ρεπουμπλικανικό χρίσμα για την προεδρία το 2000, και ο Μπαράκ Ομπάμα, από τον οποίο είχε ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές του 2008.

Ο Μακέιν –τον οποίο είχα την τύχη να συναντήσω σε εκδήλωση στο Κογκρέσο– πίστευε ότι μέσα από συνεργασία επιτυγχάνονται οι μεγάλοι εθνικοί στόχοι. Το ηθικά ορθό είχε μεγαλύτερη αξία από την με κάθε κόστος νίκη επί του αντιπάλου.

Το είχε αποδείξει περίτρανα σε ανοιχτή συζήτηση με Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους πριν από τις εκλογές του 2008. Στην πρώτη, όταν ένας οπαδός του είπε ότι φοβάται τον Ομπάμα, ο Μακέιν του απάντησε: «Προφανώς, επιθυμώ να εκλεγώ εγώ πρόεδρος, αλλά πρέπει να σας πω ότι ο γερουσιαστής Ομπάμα είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος τον οποίο δεν έχετε κανένα λόγο να φοβάστε». Στη δεύτερη, μια ηλικιωμένη γυναίκα τού είπε ότι ανησυχεί γιατί ο Ομπάμα είναι… Άραβας. Και πάλι ο Μακέιν δεν υπέκυψε στον εύκολο λαϊκισμό: «Όχι, κυρία μου, όχι. Είναι ένας ευπρεπής πολιτικός, με τον οποίο τυγχάνει να έχω ριζικά διαφορετικές θέσεις για τα κρίσιμα ζητήματα της χώρας μας».

Αναρωτιέμαι πόσο καλύτερη θα ήταν η Ελλάδα εάν διέθετε πολιτικούς σαν τον Μακέιν. Ανθρώπους με ξεκάθαρες θέσεις, αλλά και με το ήθος και τον πραγματικό πατριωτισμό που θα τους επέτρεπε να συμβιβάζονται και να συνεργάζονται όπου το απαιτεί το συμφέρον της χώρας, αντί να διολισθαίνουν σε ύβρεις και διχαστικό λόγο.

Εάν, για παράδειγμα, από το 2010 έως σήμερα, αντί της καταστροφικής διχόνοιας, επέλεγαν όλοι τη συνεννόηση, ακόμη και αν δυσαρεστούσαν τους ψηφοφόρους.