Έλληνες απ’ τη Μελβούρνη οι μοναδικοί κάτοικοι ενός παραδεισένιου ελληνικού νησιού…

«Αγαπήσαμε την Αυστραλία αλλά η νοσταλγία για την Ελλάδα μας έκανε να αναζητήσουμε τον δικό μας παράδεισο εκεί» λέει η οικογένεια Αιμιλιανού…


Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1978, όταν μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας και σκληρής δουλειάς στην ξενιτιά, ο Παντελής και η Κατίνα Αιμιλιανού, μαζί με τα δύο τους παιδιά, Μανώλη και Τούλα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Αυστραλία και να αναζητήσουν τον δικό τους μικρό παράδεισο στην Ελλάδα.

Ο Παντελής και η Κατίνα εγκατέλειψαν την πατρίδα σε νεαρή ηλικία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία. Παντρεύτηκαν στη Μελβούρνη, απέκτησαν δύο παιδιά και επί 15 συναπτά έτη εργάστηκαν σκληρά σε εργοστάσια και φάρμες μέχρι που η νοσταλγία για την πατρίδα και τους δικούς τους ανθρώπους τους έσπρωξε να στρέψουν και πάλι το βλέμμα τους στη γενέτειρα και με τις λιγοστές οικονομίες που είχαν μαζέψει να αγοράσουν ένα κομμάτι γης στην Ελλάδα.

«Η Αυστραλία μας φέρθηκε καλά, αλλά οι γονείς μου δεν άντεξαν την ξενιτιά. Η νοσταλγία και η αγάπη για τον τόπο τους, τους έκανε να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να κτίσουν μια νέα ζωή στο Μαράθι» λέει στον «Νέο Κόσμο» η 47χρονη σήμερα κόρη της οικογένειας, Τούλα, η οποία μαζί με τους δικούς της εργάζεται στο εστιατόριο και τα δέκα ενοικιαζόμενα δωμάτια που διατηρεί η οικογένεια Αιμιλιανού στην μαγευτική βραχονησίδα που πλέον κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί εκατοντάδες επισκέπτες.

Το μικρό αυτό νησάκι 355 στρεμμάτων βρίσκεται ανατολικά της Πάτμου και εκτείνεται σε μια συνολική ακτογραμμή περίπου 4 χιλιομέτρων.

Στο Μαράθι υπάρχει μόνο μία παραλία.

Δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε καταστήματα ούτε αυτοκίνητα ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να ταράξει τη γαλήνη της φύσης.

Η μικρή γέφυρα που έκτισε η οικογένεια για τα καΐκια…

Σύμφωνα με τον 73χρονο σήμερα Παντελή, που έλκει την καταγωγή του από την Σάμο, η πορεία της οικογένειας και η επιστροφή στην Ελλάδα δεν ήταν καθόλου εύκολη.

«Στο νησί το 1978 δεν υπήρχε ίχνος δέντρου, σταγόνα νερού και, φυσικά, ούτε καν ηλεκτρισμός. Ο τόπος ήταν δύσβατος, δυσπρόσιτος και άγονος, αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα» λέει ο πατριάρχης της οικογένειας.

Οπλισμένη με πολύ θέληση, μεράκι και μετά από σκληρή χειρωνακτική εργασία, η οικογένεια Αιμιλιανού κατόρθωσε να βάλει τη προσωπική της πινελιά στο βραχώδες και άγονο τοπίο του συμπλέγματος των Αρκιών.

Ο μικρός Μανώλης από μικρός βοηθούσε την οικογένεια… εδώ καθαρίζει το χωράφι…
O πατέρας και η κόρη Τούλα επί τω έργω…

Πλέον το νησί αποτελεί μια επίγεια γοητευτική όαση και έχει μετατραπεί σε αγαπημένο προορισμό που λειτουργεί ως καταφύγιο για τους επισκέπτες εκείνους που αγαπούν την ηρεμία και επιθυμούν να δραπετεύσουν από τα φώτα του πολιτισμού και τον θόρυβο των μεγαλουπόλεων και των κοσμοπολίτικων νησιών και να απολαύσουν αξέχαστες στιγμές ηρεμίας και ξεγνοιασιάς, να γευτούν την γαλήνη της φύσης, τα όμορφα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και την αμμώδη παραλία συνδυάζοντάς τα φυσικά με το καλό φαγητό και την ελληνική φιλοξενία».

Η μια και μοναδική παραλία του νησιού με τη μικρή γέφυρα που έκτισε η οικογένεια για τα καΐκια…

Ένας κήπος με φοίνικες, πεύκα, ιβίσκους και πολύχρωμα λουλούδια, που μυρίζει βασιλικό και γιασεμί, υποδέχεται τους καλεσμένους και τους προσκαλεί σε μία πανδαισία γεύσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Τα ξύλινα τραπέζια πάνω σε πετρόκτιστες ανισόπεδες πλατείες, κάτω από τα δέντρα ή δίπλα στη θάλασσα, φιλοξενούν όλους όσοι έρχονται να γευτούν την παραδοσιακή κουζίνα της 71χρονης σήμερα κυρα-Κατίνας, που γεννήθηκε στη Μεθώνη Μεσσηνίας και οι συνταγές της εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ταξιδεύουν στα πέρατα της γης μαζί με τους επισκέπτες που έχουν την τύχη να γευτούν τις λιχουδιές που ετοιμάζει.

«Ζυμωτό ψωμί, παραδοσιακά φαγητά, σπιτικές μαρμελάδες και λιχουδιές, όλα είναι μαγειρεμένα με πολύ αγάπη από τη μητέρα μου» λέει η Τούλα.

Πατέρας και γιoς επί τω έργω…

«Τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε είναι 100% βιολογικά αφού προέρχονται είτε από τον κήπο μας είτε από μικρούς παραγωγούς και φυσικά από ντόπιους ψαράδες που έχουμε εμείς επιλέξει να συνεργαζόμαστε και εμπιστευόμαστε χρόνια» λέει ο αδελφός της οικογένειας, 49χρονος σήμερα Μανώλης, ο οποίος παρέμεινε στο νησί και, επίσης, εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση.

Η ασυνήθιστη ιστορία μετανάστευσης της οικογένειας Αιμιλιανού που ξεκίνησε από την ξενιτιά και κατέληξε αισίως πίσω στην πατρίδα, δίνει μια νότα ελπίδας και αισιοδοξίας ότι με σκληρή δουλειά και αποφασιστικότητα όλα είναι δυνατά.

«Περάσαμε δύσκολα, αλλά δεν πάψαμε ποτέ να παλεύουμε και να ελπίζουμε γιατί λατρέψαμε αυτόν εδώ τον ευλογημένο τόπο» λέει η Τούλα.

Η μαμά Κατίνα φτάνει στο Μαράθι για να αρχίσει να ετοιμάζει το νέο της νοικοκυριό

«Παρ’ ότι γεννηθήκαμε εκεί, πλέον η Αυστραλία αποτελεί για εμάς μια όμορφη αλλά και συνάμα μακρινή ανάμνηση. Οι γονείς μας, από την άλλη, δεν έχουν ξεχάσει το δεύτερο σπίτι τους και, μάλιστα, επισκέπτονται συχνά τη Μελβούρνη για να απολαύσουν όμορφες στιγμές με συγγενείς και φίλους και να θυμηθούν τα παλιά αλλά δεν έχουν μετανιώσει που επιστρέψαμε.

Παρά τις δυσκολίες και αντιξοότητες που αντιμετωπίσαμε όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα τελικά έμελλε να γίνει το δικό μας καταφύγιο, η δική μας όαση και ο δικός μας επίγειος παράδεισος» καταλήγουν με μια φωνή τα μέλη της οικογένειας Αιμιλιανού.

Το ζευγάρι Αιμιλιανού σήμερα