Aν δεν με βοηθήσεις εσύ ποιος θα με βοηθήσει, ο γείτονας;

Και οι απαιτήσεις της δεύτερης από την πρώτη γενιά καλά κρατούν…


Η στήλη σήμερα θα «φιλοξενήσει» ένα θέμα που πάντα γίνονται προσπάθειες να κουκουλωθεί –από τους άμεσα ενδιαφερόμενους βέβαια– η φύση του όμως και οι συνέπειες που το συντροφεύουν, δεν το καθιστούν πάντοτε εφικτό.

Αναφερόμαστε στις απαιτήσεις που έχει αρκετά μεγάλος αριθμός ομογενών δεύτερης γενιάς από τους γονείς τους. Απαιτήσεις οικονομικής φύσης, οι οποίες, σε πολλές περιπτώσεις πάνε πίσω δεκαετίες τώρα.

Αναφορικά, ο oικονομικός σύμβουλος, Χάρης Πετρόπουλος, μας πληροφορεί ότι «τίποτε δεν έχει αλλάξει. Αντίθετα, η κατάσταση έχει χειροτερέψει».

«Με τους Έλληνες πρώτης γενιάς που βλέπω στο γραφείο μου, διαπιστώνω ότι, ενώ βοήθησαν τα παιδιά τους να αγοράσουν το πρώτο τους σπίτι, πληρώνοντας την προκαταβολή ή μέρος αυτής, μετά από 10–15 χρόνια ζητούν ξανά βοήθεια από τους γονείς τους για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους που έχουν διογκωθεί. Από ό,τι βλέπω, όλα αυτά τα χρόνια, οι Έλληνες δεύτερης γενιάς, σε πάρα πολλές, δυστυχώς, περιπτώσεις, δεν έχουν την απαιτούμενη πειθαρχία αναφορικά με τον τρόπο που διαχειρίζονται τα οικονομικά τους. Οι προτεραιότητές τους δεν στηρίζονται στην κοινή λογική, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν για την λύση των προβλημάτων τους στους γονείς τους οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι συνταξιούχοι και συντηρούνται με το κρατικό επίδομα».

ΛΥΠΗΡΟ
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι πραγματικά λυπηρό να βλέπεις συνταξιούχους να βάζουν το σπίτι τους υποθήκη προκειμένου να ξελασπώσουν τα 50χρονα σήμερα παιδιά τους τα οποία απλώνουν τα πόδια τους πολύ πιο πέρα από το πάπλωμα, κατά τη λαϊκή έκφραση.

Στη συνέχεια αναφέρεται επιγραμματικά στην περίπτωση ενός ζευγαριού στο Coburg, ηλικίας 75 και 72 χρόνων – περίπτωση τονίζει «κλασσική» – που «ήταν αναγκασμένοι να βοηθήσουν οικονομικά το γιο τους, παντρεμένο με τέσσερα παιδιά που είχε πάρει δάνειο $732.000 από την τράπεζα υποθηκεύοντας το σπίτι του. Η τράπεζα απειλούσε να το κατασχέσει γιατί τους τελευταίους πέντε μήνες δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του.

Οι γονείς δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά παρά να τον βοηθήσουν να σώσει το σπίτι του. Οι συνέπειες για τους ηλικιωμένους σκληρές».

ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ
Ο ίδιος θα πει ότι όταν κοίταξε από κοντά το όλο θέμα δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.

«Με μία μόνο πηγή εισοδήματος (ο άνδρας εργαζόταν ενώ η σύζυγος φρόντιζε τα παιδιά τους) τα τελευταία 15 χρόνια πήγαιναν κάθε χρόνο διακοπές στην Ελλάδα. Ανακαίνισαν το σπίτι τους δύο φορές το 2001 και το 2016. Δανείστηκαν $113.000 προκειμένου να αγοράσουν αυτοκίνητο Μερσεντές το 2014.

Το αρχικό δάνειο με υποθήκη το σπίτι στην τράπεζα το 2001 ήταν μόνο $355.000. Όπως φαίνεται, όμως, εκ των πραγμάτων το ζευγάρι στο οποίο αναφέρομαι ήθελε να ζήσει μ’ έναν τρόπο που υπερέβαινε την οικονομική του δυνατότητα γι’ αυτό και δανειζόταν διαρκώς από την τράπεζα με υποθήκη το σπίτι σε σημείο που το αρχικό δάνειο είχε φτάσει τις $732.000.

Τότε σήκωσαν τα χέρια ψηλά και χτύπησαν την πόρτα των γονιών τους.

Με τέσσερα παιδιά στο δρόμο; H εικόνα σίγουρα φάνταζε φρικτή στα μάτια των ηλικιωμένων, οι οποίοι, να σημειωθεί, έζησαν μια ζωή μετρημένη, χωρίς υπερβολές και σίγουρα δεν τους αξίζει να υποφέρουν σήμερα εξαιτίας της επιπολαιότητας του γιού τους».

Το παράδειγμα αυτό δεν αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση, στην ελληνική παροικία, αλλά αντίθετα είναι πάρα πολύ συνηθισμένο, υπογραμμίζει ο γνωστός οικονομολόγος.
«Κατά κάποιο περίεργο τρόπο η γενιά που γεννήθηκε μετά το 1965 δεν διδάχτηκε να ζει σύμφωνα με τις οικονομικές της δυνατότητες και το πρόβλημα έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με συνένοχο τα τελευταία 20 χρόνια τις τράπεζες που στόχος τους είναι η συσσώρευση δισεκατομμυρίων κέρδους, αδιαφορώντας για τους πελάτες τους.

Η συμβουλή μου στους γονείς που είναι πάνω από 65 χρόνων, είναι να είναι πολύ προσεκτικοί και να χρησιμοποιούν την κοινή λογική, όταν πρόκειται να βοηθήσουν οικονομικά τα παιδιά τους.

Λέγοντας αυτό, θα πρέπει να τονίσω ότι δεν είμαι αντίθετος όταν αυτό γίνεται μέσα στα όρια της λογικής. Είναι όμως αδιανόητο, αν όχι παράλογο, να δίνει κανείς χρήματα στον 50χρονο γιο ή κόρη, όταν αυτοί οδηγούν Μερσεντές και πηγαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα!

ΟΧΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟ
Συζήτηση με τον γνωστό οικονομικό σύμβουλο, Θωμά Καρατζά, διευθυντή της εταιρίας Money Coaches, κινείται στο ίδιο περίπου πλαίσιο.

«Οι γονείς μου, με δίδαξαν ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο. Για όσα επιθυμείς στη ζωή πρέπει να ιδρώσεις ο ίδιος. Διαφορετικά, δεν μπορείς και να τα εκτιμήσεις. Έτσι, θυμάμαι, ότι για να αγοράσω το πρώτο μου ποδήλατο, πουλούσα εφημερίδες. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Τις ίδιες αξίες προσπαθώ να μεταδώσω και στα παιδιά μου. Η γενική όμως εικόνα σήμερα, όσον αφορά τη δική μου γενιά, δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποιεί. Αντίθετα, με ανησυχεί και με προβληματίζει».

Μέσα από τον επαγγελματικό του χώρο, συνεχίζει, έρχεται σε επαφή με καταστάσεις που μόνο τραγικές μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει.

«Να βλέπεις από τη μια μεριά του τραπεζιού να είναι οι γονείς, οι οποίοι έφαγαν όλη τους τη ζωή στα εργοστάσια ή μέσα σε ανήλια μαγαζιά –Fish Shops και Milk Bars– για να κάνουν μια άλφα περιουσία, να έχουν ήδη προσφέρει στα παιδιά τους τη δυνατότητα της μόρφωσης και της κοινωνικής ανέλιξης και από την άλλη πλευρά το γιο ή την κόρη που απαιτούν παράλογα πράγματα.

Απαιτήσεις που αν πραγματοποιηθούν, ενδέχεται να αφήσουν τους ηλικιωμένους στο δρόμο. Κι αυτό, σ’ ένα στάδιο της ζωής τους που δικαιούνται να ζήσουν με άνεση και αξιοπρέπεια. Πρόκειται για δραματικές καταστάσεις, η πίεση δε που ασκείται είναι φοβερή».

Και ο δικός του ρόλος;
«Πρέπει να σου πω ότι σε καμία, μα σε καμία περίπτωση, δεν δέχομαι να γίνω συνένοχος. Συνένοχος σε μια τέτοια πράξη που, από την πλευρά μου, τη βλέπω εγκληματική. Τώρα τί γίνεται από κει και πέρα δεν γνωρίζω. Ίσως να πηγαίνουν κάπου αλλού. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να παίξω το ρόλο που μου υπαγορεύει η συνείδησή μου».

Μια μικρή ανάσα και μια άλλη πτυχή του ίδιου θέματος ακολουθεί: «Βλέπεις άτομα της γενιάς μου, αλλά και της τρίτης γενιάς να λένε με κυνισμό: «Οι γονείς μου έχουν 3 -4 ακίνητα. Γιατί να δουλέψω; Mαζί τους θα τα πάρουν;» Όχι, βέβαια, μαζί τους δεν θα τα πάρουν, είναι όμως μεγάλη ειρωνεία και αδικία βέβαια, να έχουν δουλέψει σκληρά σ’ όλη τους τη ζωή και στο τέλος να μένουν στο δρόμο. Γιατί συμβαίνει κι’αυτό και το γνωρίζουμε οι περισσότεροι» καταλήγει ο Θωμάς Καρατζάς.

ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΝΑ ΛΕΝΕ «ΟΧΙ»
Ποια είναι όμως η απάντηση σ’ όλα αυτά, υπάρχει λύση;
«Να είμαστε αυστηροί και σταθεροί. Να μη δίνουμε στα παιδιά μας όλα όσα ζητάνε χωρίς να κοπιάσουν. Τους κάνουμε μεγάλο κακό.

Από την άλλη πλευρά, η δική μου γενιά θα πρέπει να μάθει να μη ζητά. Γνωρίζω ότι για πολλούς είναι ίσως αργά, αλλά έστω και τώρα, απευθύνομαι στην πρώτη γενιά και τονίζω ότι θα πρέπει να μάθουν να λένε ‘όχι’. Γιατί, είναι παρατηρημένο, όσο περισσότερα δίνουν, τόσο πιο πολλές είναι οι απαιτήσεις των παιδιών τους. Ας τους αφήσουν να πονέσουν λίγο για να μάθουν πώς βγαίνουν τα λεφτά».

Και το «αν δεν με βοηθήσεις εσύ, ποιος θα με βοηθήσει, ο γείτονας;»

Κατά το λεξικό: Ρητορική ερώτηση που διατυπώνεται για να υποδηλώσει ορισμένη απάντηση και να την παρουσιάσει ως αυτονόητη και μη αμφισβητούμενη.