Βαλσαμωμένη πρωτοπορία και ζωντανή τέχνη

Τελευταίες μέρες για την έκθεση MoMA at NGV: 130 Years of Modern and Contemporary Art


Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό μου, όταν έμαθα ότι η Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας θα φιλοξενήσει την έκθεση ‘MoMA at NGV: 130 Years of Modern and Contemporary Art’, φέρνοντας στη Μελβούρνη κάποιους από τους θησαυρούς του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, αμέλησα να την επισκεφτώ, άφησα να περάσει καιρός. Ίσως γιατί κάπου μέσα μου ήξερα τι να περιμένω, τόσο από πλευράς περιεχομένου, όσο και από πλευράς παρουσίασης. Δεν είχα άδικο. Όταν τελικά πέρασα από την πύλη της πινακοθήκης, αυτήν την πάντα εντυπωσιακή τζαμαρία-καταρράκτη, τα πράγματα ήταν όπως τα είχα φανταστεί.

Ο τίτλος είναι σαφέστατος και ακριβής: η έκθεση, η οποία τώρα διανύει τις τελευταίες της εβδομάδες, χωράει μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα 130 χρόνια Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης. Αυτό. Όλα τα ρεύματα που εμφανίστηκαν στην τέχνη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, παρουσιασμένα μέσα από 200 χαρακτηριστικά έργα – ίσως όχι τα καλύτερα, ή τα διασημότερα (περισσότερα επ’ αυτού παρακάτω) – πάντως χαρακτηριστικά, μέσα από την συλλογή ενός από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου.

H ‘Εμμονή της Μνήμης’ του Σαλβαδόρ Νταλί (1931) είναι το έργο της έκθεσης που συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα πλήθη που θέλουν να φωτογραφηθούν μπροστά του. Φώτο: Tom Ross/ NGV

Για να είμαι ειλικρινής – κι εκεί ίσως κρύβεται και η απροθυμία μου να τρέξω στην έκθεση – ήλπιζα ότι, δεδομένου και του περιεχομένου, η παρουσίαση θα ήταν λίγο πιο εμπνευσμένη, λίγο πιο τολμηρή. Αλλά όχι. Οι επιμελητές ακολούθησαν την ‘ασφαλή’ επιλογή μίας γραμμικής αφήγησης. Καθώς περιδιαβαίνεις την έκθεση, διατρέχεις τις εποχές με χρονολογική σειρά. Αυτό δεν είναι ασήμαντο, βέβαια, ειδικότερα για τον αμύητο, για τους μαθητές και για όσους θέλουν να μάθουν. Επί της ουσίας, η έκθεση είναι ένα πυκνό μάθημα ιστορίας τέχνης και μία σπάνια ευκαιρία να μάθει κανείς, βλέποντας πώς εξελίχθηκε η τέχνη, μέσα από τα ίδια τα έργα του Βαν Γκογκ, του Σεζάν, του Ματίς, του Λοτρέκ, του Πικάσο, του Μπρακ, της Ποπόβα, του Νταλί, του Ντε Κίρικο, του Μοντριάν, της Κάλο, του Πόλοκ, του Χόπερ, του Γουόρχολ, του Λίχτενσταϊν, του Ρόθκο, του Χέριγκ, του Κουνς, της Άρμπους, της Γουόκερ κ.ο.κ.

Αυτή είναι η αντικειμενική πλευρά. Η έκθεση είναι σημαντική, γιατί φιλοξενεί σημαντικά έργα σημαντικών δημιουργών.

Αλλά ο τρόπος που ο καθένας προσλαμβάνει, αντιλαμβάνεται ή καταναλώνει την τέχνη, είναι σαφέστατα υποκειμενικός. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τι λένε τα βιβλία, αλλά το πώς επιδρά κάθε έργο στο μυαλό και την ψυχή του θεατή, η συναισθηματική σχέση που δημιουργείται.

(Φώτο: Tom Ross/ NGV)

ΠΡΟΔΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Στην δική μου περίπτωση, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν αυτό της μελαγχολίας.

Περιδιαβαίνοντας στο πρώτο μέρος της έκθεσης που κάλυπτε μία μεγάλη γκάμα από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι την ποπ αρτ και το fluxus, περνώντας μέσα από τον κυβισμό, τον σουρεαλισμό, τον κονστρουκτιβισμό κ.ο.κ. ένιωθα λίγο σαν να βλέπω τα κειμήλια του Τιτανικού, λείψανα ενός πράγματος που δεν υπάρχει πια. Μπροστά μου είχα τα τεκμήρια μιας εποχής ξέφρενης δημιουργικότητας, όταν καλλιτέχνες όπως ο Βαν Γκογκ και ο Πικάσο άλλαζαν – κυριολεκτικά – τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, όταν μία σειρά από καλλιτέχνες πρότειναν αναγνώσεις της πραγματικότητας, προσπαθώντας να μιλήσουν για την ανθρώπινη κατάσταση, να φτάσουν στην ουσία της ανθρώπινης ψυχής και να περιγράψουν ένα όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Αλλά δεν μπορούσα να αποφύγω μία φρικτή αίσθηση ότι όλες αυτές οι προσδοκίες, όλα αυτά τα οράματα έχουν διαψευστεί πικρά.

(Φώτο: Tom Ross/ NGV)

Τοποθετημένα στην σειρά, ως μέρος ενός αποστειρωμένου διδακτικού αφηγήματος, τα έργα αυτά μού φαίνονταν σαν βαλσαμωμένα ζώα. Τι νόημα έχουν όλα αυτά στην εποχή του Τραμπ, του Πούτιν και του Άσαντ, στην εποχή που η κωμικός Hannah Gadsby αποκαθηλώνει τον Πικάσο (δικαίως θα πω), που πρόσφυγες σαπίζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από την Λέσβο μέχρι το Ναουρού; Ο κόσμος γύρω μου δεν φαινόταν να συμμερίζεται τις σκέψεις μου, ασφαλώς. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, κατανάλωναν τις εικόνες με μεγάλη όρεξη – ενώ κάθε τόσο σταματούσαν για να φωτογραφηθούν μπροστά από τα “διασημότερα” ονόματα, τον Νταλί, τον Γουόρχολ, την Φρίντα Κάλο. Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι την εποχή που δεν επιτρεπόταν να βγάζεις φωτογραφίες στα μουσεία και τις πινακοθήκες, γιατί το φλας μπορούσε να προκαλέσει ζημιά – και αδυνατώ να καταλάβω την ανάγκη να αποδείξει κανείς την συμμετοχή του σε ένα τέτοιο καλλιτεχνικό γεγονός, βγάζοντας την φάτσα του δίπλα στην Μέριλιν του Γουόρχολ. Φαντάζομαι όμως ότι ο ίδιος ο Γουόρχολ θα το καταδιασκέδαζε.

Ευτυχώς η χωροταξία της Πινακοθήκης καθιστά αναγκαστικό τον χωρισμό της έκθεσης σε δύο μέρη. Βγαίνεις από το πρώτο και βρίσκεσαι στο φουαγιέ, πάντα μέσα από το κατάστημα με τα δώρα (είπαμε, κατανάλωση) για να πάρεις μίαν ανάσα -κάτω από τον αεικίνητο ιπτάμενο ανεμιστήρα του Όλαφουρ Έλιασον- και να συνεχίσεις.

(Φώτο: Tom Ross/ NGV)

ΑΥΘΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Παραδόξως, την μεγαλύτερη ανάσα την πήρα στο δεύτερο μέρος – αυτό με τα έργα ήσσονος σημασίας. Εκεί, σε υποδέχεται η χαρούμενη σαρκοφάγος του Κιθ Χέρινγκ – μία εξαιρετική αντίστιξη του ‘σοβαρού’ με το ελαφρό, και μία εισαγωγή στην τέχνη της Νέας Υόρκης του ’80 και του ’90, μιας εποχής άγριου ατομικισμού με έργα που πια μοιάζουν εξαιρετικά τετριμμένα, σχεδόν παιδαριώδη, σε σύγκριση τόσο με ό,τι είχε προηγηθεί, όσο και με τα έργα των επιγόνων.

Η αλλαγή κλίματος σηματοδοτείται στην έκθεση από το σπουδαίο έργο της Kara Walker ‘Gone’, όπου χρησιμοποιεί την τεχνική της σιλουέτας (τόσο δημοφιλούς στον 19ο αιώνα) για να μιλήσει για την σκλαβιά των μαύρων στην Αμερική – ένα έργο έμπλεο θυμού, ασέβειας, βίας και σεξουαλικότητας.

Επιτέλους, ζωή. Ακόμη σημαντικότερη είναι η επόμενη αίθουσα, με τίτλο Flight Patterns, όπου σύγχρονοι καλλιτέχνες εμπνέονται από την μετακίνηση πληθυσμών που έχει πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Κύματα μετανάστευσης – συνήθως με βίαιη αφορμή – αλλάζουν τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, τον διαλύουν και στην θέση τους δημιουργούν έναν νέο κόσμο, με νέα μίγματα πληθυσμού. Στην σειρά ‘Routes II’, η Mona Hatoum φτιάχνει τόξα με μελάνι πάνω σε χάρτες, παρακολουθώντας σχέδια πτήσης, ενώ η φωτογράφος Rineke Dijkstra καταγράφει την ανάπτυξη της Βόσνιας προσφυγοπούλας Almerisa, σε μία σειρά φωτογραφιών που καλύπτουν δύο δεκαετίες, από την άφιξη, μέχρι την ενσωμάτωση, την άνθισή της.

Είναι εξαιρετικά απίθανο κάποιο από αυτά τα έργα να θεωρούνται σημαντικά μετά από 100 ή 130 χρόνια. Δεν αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, όπως το έκανε ο Πικάσο. Λένε όμως πολλά για την ανθρώπινη κατάσταση αυτήν την στιγμή. Και προσφέρουν ένα είδος ελπίδας. Όσο η τέχνη καταπιάνεται με το σήμερα, υπάρχει περιθώριο σωτηρίας.

Η έκθεση MoMA at NGV: 130 Years of Modern and Contemporary Art παρουσιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας μέχρι τις 7 Οκτωβρίου.

(Φώτο: Tom Ross/ NGV)