Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, που ξεκίνησε στις αρχές του 2018, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι καμία από τις δύο δυνάμεις δεν πρόκειται να υποχωρήσει άμεσα, κάτι που θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.

Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ KEVIN RUDD 

Σύμφωνα με την ανάλυση του πρώην Αυστραλού πρωθυπουργού, Kevin Rudd, η κόντρα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη δεν πρόκειται να τελειώσει νωρίτερα από το τέλος του έτους, αφού η Κίνα δεν δείχνει πρόθυμη να υποχωρήσει στην επιθετική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Αυστραλός προειδοποιεί πως η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας δημιουργεί ψυχροπολεμικό κλίμα που ενδεχομένως να οδηγήσει ακόμα και σε ένοπλη σύγκρουση στο μέλλον.

Σε συνέντευξή του στο The Australian Financial Review, ο Rudd αναφέρθηκε στις επιπτώσεις που έχουν οι κινήσεις Τραμπ στην Ουάσινγκτον, οι οποίες εκτιμά πως θα είναι σοβαρότερες από ότι έχει υπολογιστεί αν συνεχιστεί η επιβολή μέτρων.

Ο Rudd -ο οποίος σήμερα εκτελεί χρέη πρόεδρου του Asia Society Policy Institute από τη Νέα Υόρκη- εντοπίζει το πρόβλημα στην αδυναμία της Κίνας να ερμηνεύσει πλήρως τις προθέσεις των ΗΠΑ οι οποίες χαρακτηρίζονται από αστάθεια. Όπως αναφέρει, μέχρι και την απομάκρυνση του οικονομικού συμβούλου Gary Cohn από το πλευρό του Τραμπ τον περασμένο Απρίλιο, η εικόνα που είχαν οι Κινέζοι ήταν ότι οι ΗΠΑ ήθελαν να ορίσουν μέτρα για τη μείωση του διμερούς εμπορικού ελλείμματος μεταξύ των δύο χωρών. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία, η κόντρα των δύο οικονομιών εξελίχθηκε σε προσπάθεια εμπορικής επικράτησης των ΗΠΑ με στόχο την επιβολή αλλαγών στους κανόνες που διέπουν τις επενδύσεις, τα πνευματικά δικαιώματα και την ανταλλαγή τεχνολογίας.

Σύμφωνα με τον πρώην Αυστραλό πρωθυπουργό, οι απαιτήσεις του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι δυνατό πλέον να ικανοποιηθούν, μιας και μια υποχώρηση από την πλευρά της κινεζικής κυβέρνησης θα ερμηνευόταν ως επικοινωνιακή ήττα προκαλώντας μεγάλο πλήγμα στην εικόνα της στο εσωτερικό.

Με τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου στο προσκήνιο, η Κίνα φαίνεται να τηρεί στάση αναμονής. Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο Αμερικανός πρόεδρος, κατηγόρησε την κινεζική κυβέρνηση πως επιχειρεί να επηρεάσει τις εκλογές μέσω εμπορικών κυρώσεων (παρόλο που ο ίδιος ξεκίνησε την επιβολή δασμών).

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Σύμφωνα με τον Ντόναλντ Τραμπ, η διαχρονική τακτική της Κίνας σχετικά με το εμπόριο αποτελεί σοβαρή απειλή για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, κάτι που προσπαθεί να ανατρέψει με την επιβολή δασμών προκαλώντας ανησυχία στις αγορές. Ο Αμερικανός πρόεδρος προσβλέπει σε υποχώρηση από την πλευρά της κινεζικής κυβέρνησης, καλώντας την σε διαπραγματεύσεις που όμως μέχρι σήμερα έχουν αποβεί άκαρπες.

Ενδεικτικό του μεγέθους των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, είναι πως πέρυσι οι ΗΠΑ εισήγαγαν κινεζικά προϊόντα αξίας $500 δισ., ενώ αντίστοιχα η Κίνα εισήγαγε αμερικανικά προϊόντα αξίας $130 δισ. στο ίδιο διάστημα. Ας δούμε επιγραμματικά τα οικονομικά «χτυπήματα» και των δύο πλευρών από τις αρχές του 2018:

Ιανουάριος 2018: Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς σε ηλιακά πάνελ, επηρεάζοντας τις εξαγωγές της Κίνας.

Μάρτιος 2018: Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς 25% σε εισαγωγές χάλυβα και 10% σε εισαγωγές αλουμινίου, επηρεάζοντας Ευρωπαϊκή Ένωση, Μεξικό, Καναδά και Κίνα.

Απρίλιος 2018: Η Κίνα απαντά με δασμούς σε 128 αμερικανικά προϊόντα συνολικής αξίας $3 δισεκατομμυρίων (εσπεριδοειδή, κρασί, χοιρινό και αλουμίνιο).

Ιούλιος 2018 – Αύγουστος 2018: Ξεκινούν σε δύο δόσεις να ισχύουν οι δασμοί σε κινεζικά προϊόντα αξίας $50 δισεκατομμυρίων (μηχανήματα, τρένα, χημικά, κινητήρες, ηλεκτρονικά εξαρτήματα). Η Κίνα απαντά με δασμούς σε εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα ίσης αξίας.

Σεπτέμβριος 2018: Οι ΗΠΑ ανακοινώνουν νέους δασμούς 10% σε κινεζικά προϊόντα αξίας $200 δισεκατομμυρίων που αφορούν περίπου τις μισές εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ, σε ισχύ από τις 24 Σεπτεμβρίου. Η Κίνα απαντά με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας $60 δισεκατομμυρίων που θα μπουν σε ισχύ την ίδια μέρα.

Ιανουάριος 2019: Το ποσοστό των δασμών από πλευράς ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθεί από 10% σε 25% αν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών μέχρι τότε.