Είναι ένα δύσκολο έργο να δοθεί μία εκτενής και αποτελεσματική ανάλυση του γλωσσικού μας ζητήματος σε ένα ολιγόλογο και σύντομο άρθρο σαν ετούτο. Θα προσπαθήσω, όμως, να δώσω μία αμυδρή εικόνα και θα ρίξω λίγο φως σε ένα ζήτημα που ταλάνισε και τυράννησε όλους τους Έλληνες της υφηλίου, αλλά μέσα από αυτή τη ζύμωση διαμορφώθηκε η σημερινή μας γλώσσα.

Ο γλωσσικός μας διχασμός «καθαρεύουσα ή δημοτική» άρχισε από τον 1ο αιώνα π.Χ. με πρώτο το κίνημα του Αττικισμού, το οποίο ήθελε να διατηρήσει την κλασική μορφή της γλώσσας του 5ου και Χρυσού Αιώνα. Ευτυχώς, δεν διχάστηκε τότε ο ελληνισμός και ακολούθησε τη ροή της γλώσσας γιατί είναι ένας ζωντανός οργανισμός συνεχώς αλλοιώνεται.

Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης γράφονται σε απλούστερη μορφή ακολουθώντας την προφορική παράδοση της γλώσσας πολλών αιώνων. Με μία απλή γυμνασιακή μόρφωση, τα κείμενα αυτά είναι κατανοητά μέχρι σήμερα.

Το διχαστικό μας γλωσσικό ζήτημα αρχίζει από τα τέλη του 18ου αιώνα, λίγο πριν από την επανάσταση του 1821. Από εδώ και πέρα έχουμε αυτούς που υποστηρίζουν τη λόγια γλώσσα μας –την αρχαία– με τις λέξεις της, τις καταλήξεις της, τα συμφωνικά της συμπλέγματα, τους χρόνους των ρημάτων, την ορθογραφία κ.α. Από την άλλη πλευρά ήταν αυτοί που προτιμούσαν την απλούστερα διαμορφωμένη δομή. Όπως: η πόλις όχι η πόλη, αι καρδιαί όχι οι καρδιές, εφωτίσθην όχι φωτίστηκα, ήθελον είναι όχι θα είμαι, ίνα γράφης όχι να γράφεις και χιλιάδες άλλα παραδείγματα.

Οι αντιμαχόμενες παρατάξεις φέρνουν έναν αγεφύρωτο γλωσσικό διχασμό και με τα Ευαγγελικά (1901) και τα Ορεστειακά (1903) γεγονότα έγινε ένας «εθνικός γλωσσικός εμφύλιος πόλεμος» όπου χύθηκε ακόμη και αίμα. Ίδια σαν τα γεγονότα που βλέπουμε σήμερα στις τηλεοράσεις μας, μία ακατανόητη βαρβαρότητα.
Η «καθαρή» και αρχαιοπρεπής μορφή της γλώσσας ονομάστηκε «καθαρεύουσα» και η απλή μορφή, η γλώσσα του δήμου –του λαού– έγινε η «δημοτική». Η διαμάχη αυτή οξύνθηκε με την εμφάνιση του Γ. Ψυχάρη (1884-1929) ο οποίος, ως γλωσσολόγος, υποστήριξε τη δημοτική, βλέποντάς  την ως το μέλλον της γλώσσας, αλλά υποστήριζε πολύ ακραίες θέσεις οι οποίες φαίνεται ότι δεν μπορούσαν να γεφυρωθούν.

Ο Ε. Βενιζέλος –ως πρωθυπουργός–, για να κατασιγάσει τα οξυμένα πνεύματα, καθιερώνει συνταγματικά και για πρώτη φορά την «απλή καθαρεύουσα» ως επίσημη γλώσσα του Κράτους το 1911. Οι δημοτικιστές όμως ανασυντάσσονται και προωθούν τη Δημοτική γλώσσα να διδάσκεται στη Δημοτικό σχολείο τουλάχιστον, και ιδρύουν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ο οποίος εκδίδει ένα πληροφοριακό Δελτίο (1912) και τη διεύθυνσή του αναλαμβάνει ο μετριοπαθής γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1880-1959). Συσπειρώνονται με το περιοδικό «Νουμάς» που υποστηρίζει τις γλωσσικές θέσεις του Ψυχάρη.

Η κίνηση αυτή επιτυγχάνει το στόχο της και για πρώτη φορά στην ιστορία μας αρχίζει να διδάσκεται η δημοτική γλώσσα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, μέσα στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1917. Ο Βενιζέλος διόρισε μία επιτροπή εποπτείας αυτής της γλωσσικής μεταρρύθμισης, με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη και μέλη της τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Δημήτρη Γληνό. Από εδώ και πέρα έχουμε αλλεπάλληλες γλωσσικές μεταρρυθμίσεις και η καθαρεύουσα και δημοτική εναλλάσσονται ανάλογα με τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Ο θεμέλιος λίθος της επικράτησης της δημοτικής μπαίνει με την απόφαση του Ι. Μεταξά να ορίσει μία Επιτροπή (1938) να συντάξει την πρώτη «Γραμματικής της Δημοτικής» η οποία έγινε γνωστή ως η «Κρατική Γραμματική». Πρόεδρος ορίστηκε για τη συγγραφή της ο ακούραστος και ευσυνείδητος εργάτης της γλώσσας μας, Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Η μετριοπάθειά του ενώθηκε με τη μαχητικότητα του Ψυχάρη και σήμερα έχουμε τη «Γραμματική της Κοινής Νεοελληνικής», επιστημονικό κατόρθωμα πρώτου μεγέθους, και αυτή έβαλε τάξη και σε αυτά που γράφω εγώ σήμερα.

Το 1964 η Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη μπαίνει στα Γυμνάσια για πρώτη φορά. Τρία χρόνια αργότερα, το 1967, η δικτατορία της χούντας επανέφερε την καθαρεύουσα. Το 1976 η κυβέρνηση Καραμανλή επισημοποίησε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση ως τη «Νεοελληνική Γλώσσα».
Το 1982 είχαμε για πρώτη φορά τον Καραμανλή στη Μελβούρνη. Με τον αέρα της Αυστραλίας που πήρε, το πρώτο προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε –όταν γύρισε στην Αθήνα– ήταν η καθιέρωση και χρήση του «Μονοτονικού Συστήματος» ως η τελευταία μας γλωσσική μεταρρύθμιση (Π.Δ. 208/1982).

Θα πρέπει, τέλος, να προσθέσουμε πως στη δεκαετία του 40, ο επίσης ακούραστος πνευματικός εργάτης της γλώσσας μας, Αχιλλέας Τζάρτζανος, εξέδωσε το «Συντακτικό της Δημοτικής». Πολλά άλλα ονόματα μπορούν εδώ να προστεθούν στον αγώνα για την επικράτηση της ζωντανής μας γλώσσας.
Εάν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως Έλληνες, αυτήν τη γλώσσα πρέπει ΟΛΟΙ ΜΑΣ να καλλιεργήσουμε και να υπηρετούμε πιστά ως συνέχεια της αρχαίας μας και να την προσέχουμε σαν τα μάτια μας και να μην νοθεύουμε τη γνησιότητά της. Και τούτο διότι ελληνικός πολιτισμός χωρίς μία δόκιμη ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να υπάρχει. Μας χρειάζεται ΟΛΟΥΣ ως πνευματικούς εργάτες της!