Το χαμηλό σχετικά ποσοστό συμμετοχής στο δημοψήφισμα ( 666.743) στην ΠΓΔΜ δεν καθιστά το δημοψήφισμα άκυρο, όπως συνέβη και στο παρελθόν με Προεδρικές εκλογές ή και με βουλευτικές. Από την αρχή είχε ξεκαθαριστεί ότι το δημοψήφισμα θα ήταν συμβουλευτικό, ότι λόγω της ιστορικής σημασίας του δημοψηφίσματος η αποχή θα σήμαινε ευθυνοφοβία και ότι το θέμα θα κρινόταν οριστικά στη βουλή υπό την έννοια ότι όση μεγαλύτερη θα ήταν η συμμετοχή των πολιτών στο δημοψήφισμα τόσο περισσότεροι βουλευτές από την αντιπολίτευση θα μπορούσαν ψηφίσουν υπέρ των συνταγματικών τροποποιήσεων.

Η κυβέρνηση περίμενε συμμετοχή 41-42%, αντί αυτού εξασφάλισε το 36,8%, περίμενε το ‘Ναι’ να φθάσει το 70-71%, αντί αυτού έφθασε το 91, 33%, και οι δύο πλευρές, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, μπορούν να ερμηνεύουν με το δικό του τρόπο τη νίκη ή την ήττα. Ελλιπής ενημέρωση για τη Συμφωνία ( δύο στους τρεις πολίτες δεν την είχαν διαβάσει), φόβος των πολιτών για υπονόμευση της ταυτότητά τους, συνεχείς βομβαρδισμοί του Ιβανώφ και της αντιπολίτευσης ότι η ταπεινωτική Συμφωνία υποδουλώνει τη χώρα στην Ελλάδα και δημιουργεί νέα κράτος, νέο έθνος και εξαλείφει όλη τη «μακεδονική ιστορία», η δυσπεψία των πολιτών να δεχτούν το erga omnes ( μόνο για διεθνή χρήση ήταν ψυχολογικά έτοιμοι οι πολίτες να δεχτούν συμβιβαστική λύση), η άκομψη και πιεστική παρέμβαση των Ευρωπαίων προκάλεσαν εκρήξεις θυμικού σε μεγάλη μερίδα των πολιτών.

Παρ’ όλα αυτά, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ είναι επιθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά όχι έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Ωστόσο, τίποτα δεν θα αλλάζει επί της διαδικασίας, ο Ζάεφ θα προχωρήσει στις συνταγματικές αλλαγές, έχοντας διμέτωπο αγώνα: Από τη μια πλευρά να εξασφαλίσει τουλάχιστον 9 βουλευτές για να περάσει τις αλλαγές στο σύνταγμα, από την άλλη να εξασφαλίσει την έγκριση της Ελλάδας στις αλλαγές του συντάγματος. Αν δεν τα καταφέρει να εξασφαλίσει τη συνεργασία βουλευτών της VMRO, θα οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές (τέλη Νοεμβρίου) με συνοπτικές διαδικασίες για να εξασφαλίσει τα 2/3 με τη βοήθεια αλβανικών κομμάτων. Το τι θα γίνει στην Ελλάδα, εξαρτάται από τις εξελίξεις εκεί. Στο υποθετικό σενάριο ότι όλα καταρρέουν, είναι ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς ότι μια νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα, όποια και να είναι αυτή, θα φέρει καλύτερη συμφωνία, διαπραγματευόμενη κάποτε με εθνικιστές της VMRO. Υπάρχει η πανουργία της Ιστορίας κατά τον Χέγκελ, χωρίς να το συνειδητοποιούν οι σύγχρονοι Μακεδονομάχοι μας ρίχνουν νερό στο μύλο των Σλαβομακεδόνων εθνικιστών. Αν δεν ενδιαφερόμαστε για λύση, τότε παγιώνεται το Republic of Macedonia, εθελοτυφλούμε προσποιούμενοι ότι δεν το βλέπουμε. Kερδισμένοι θα είναι, εκτός από τους Σλαβομακεδόνες, οι Βούλγαροι, κυρίως οι Τούρκοι, και η Ρωσία, και στην Ελλάδα το Ουράνιο Τόξο.

Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, χωρίς τον εφιάλτη της Συμφωνίας των Πρεσπών, επιβιώνει άνετα μέχρι το φθινόπωρο. Ας τρέξουμε μετά να καταλάβουμε να Σκόπια για να τους εξαναγκάσουμε να αλλάξουν την ταυτότητά τους και τη γλώσσα τους, όπως εμείς επιθυμούμε. Δεν θα υπάρξει καλύτερη ευκαιρία για εμάς, αν η Συμφωνία των Πρεσπών ακυρωθεί.

Για την Ελλάδα ήταν απαράδεκτη η επωνυμία Republic of Macedonia και λόγω εδαφικής και λόγω πολιτιστικής απειλής. Μετά τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου της πολιτικής να μην υπάρχει ο όρος Μακεδονία, και καθώς μια σειρά από χώρες είχαν αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, η Ελλάδα χάραξε τη στρατηγική της το 2008 με τη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων, πλην του ΛΑΟΣ: Σύνθετη ονομασία, erga omnes, αναθεώρηση συντάγματος, εξάλειψη αλυτρωτισμού κ.λπ Οι κόκκινες αυτές γραμμές μας ικανοποιούνται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας, αλλά ευνόησε και η διεθνής συγκυρία. Για τους πολιτικούς της ΠΓΔΜ το μείζον θέμα ήταν η ταυτότητα. Εδώ για μας το κομβικό σημείο ήταν η διάκριση Σλαβισμού και Ελληνισμού υπό τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες, ο σαφής διαχωρισμός του ελληνικού, ιστορικού τμήματος της Μακεδονίας από την ΠΓΔΜ, ο αυτοπροσδιορισμός των Σλαβομακεδόνων να μην καταστρατηγεί τον αυτοπροσδιορισμό των Ελληνομακεδόνων. Αυτό το πνεύμα διαχέεται σε όλη τη Συμφωνία Για μας δεν αλλάζει τίποτα. Και Μακεδόνες (ως Έλληνες) θα συνεχίσουμε να αυτοαποκαλούμαστε, ούτε το Αεροδρόμιο Μακεδονίας ούτε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας θα αλλάξει όνομα. Η αρχαία μακεδονική κληρονομιά αποκλείεται από συστατικό τμήμα της ταυτότητά τους που είναι σλαβική. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι Σλαβόφωνοι χρησιμοποιούσαν από τον 19ο αιώνα τον όρο Μακεδόνες (και όχι αποκλειστικά Σλαβομακεδόνες) ως τοπική- γεωγραφική ταυτότητα και ονόμαζαν το γλωσσικό τους ιδίωμα που μιλούσαν μακεδονική διάλεκτο. Εδώ είναι το πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει ο μέσος Έλληνας, άλλη η Αρχαία Μακεδονία, εννοείται ότι όλα συνδέονται με τον Ελληνισμό, και άλλο ο 19ος–20ός αιώνας.

Οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες άλλαζαν περιεχόμενο ανά τους αιώνες. Ο όρος Μακεδών χρησιμοποιούνταν από τις σλαβικές κοινότητες ως ένδειξη τοπικής ταυτότητας και οι σλαβικές διάλεκτοι αποκαλούνταν ως μακεδονικές. Oι Μακεδονομάχοι μας το κατέγραφαν αυτό με έκδηλη αμηχανία.

Για παράδειγμα, ποια ήταν η μακεδονική διάλεκτος στην οποία μιλούσε ο Καπετάν Κώτας στους χωρικούς και ο Πύρζας μετέφραζε στα ελληνικά, διότι ο Παύλος Μελάς δεν την καταλάβαινε; Σίγουρα ήταν σλαβικό ιδίωμα, βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα το αποκαλεί ο ίδιος ο Μελάς σε άλλη του επιστολή, άσχετα αν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποκαλείται μόνο μακεδονική; Τι εννοούσε ο Κώτας με τον όρο ”Εμείς οι Μακεδόνες” όταν μιλούσε σε Σλαβόφωνους χωρικούς;

”Η ευαίσθητη Ευρώπη κλαίει για την ελεεινή κατάσταση των «δύστυχων Μακεδόνων»” έγραφε ειρωνικά ο Ίων Δραγούμης το 1903. Οι «δύστυχοι Μακεδόνες» ήταν προφανώς Σλαβόφωνοι, και οι κλαίοντες στην Ευρώπη ήταν το φιλοβουλγαρικό Βαλκανικό Κομιτάτο στο Λονδίνο με τους αδελφούς Buxton που λειτουργούσε ως Think Tank των αγγλικών κυβερνήσεων, εισηγούμενο την αυτονομία της μείζονος Μακεδονίας ως λύση. Επειδή τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη Βουλγαρία που προσπαθούσε να διαμορφώσει βουλγαρική εθνική συνείδηση μέσω της Εξαρχίας, των σχολείων και των κομιτάτων στους σλαβόφωνους χωρικούς που ως τοπική ταυτότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδόνες και μακεδονική διάλεκτο, εύκολα μπορούσες να δημιουργήσεις τον μύθο ότι από την άποψη του εθνοτικού ή γλωσσικού υποστρώματος πρόκειται για ελληνικό στοιχείο που ανά τους αιώνες δέχτηκε σλαβικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές αναμίξεις και επιδράσεις. Έτσι, ξεπερνούσες την αμηχανία της ταύτισης μακεδονικού και σλαβικού, εφόσον το Μακεδονικό ήταν μια ελληνοβουλγαρική σύγκρουση στην πράξη.

Η εθνική ιδεολογία του (σλαβο)μακεδονισμού αναδυόταν από τη συνειδητοποίηση της βουλγαρομακεδονικής διανόησης, ότι, επειδή ήταν αδύνατη μια βουλγαρική λύση του Μακεδονικού, έπρεπε οι Σλαβόφωνοι να αποξενωθούν από τη βουλγαρική εθνική ιδέα και να διαμορφώσουν εθνική ταυτότητα από την τοπική ταυτότητα Μακεδόνες . Τα ψήγματα αυτής της ιδεολογίας ανιχνεύονται ήδη το 1903, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν, στο έργο του Μισίρκωφ ”Περί μακεδονικών υποθέσεων” και όχι μόνο.

Ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός για την βουλγαρική ή σερβική ταυτότητα του πληθυσμού εκκόλαψε τον (σλαβο)μακεδονισμό τον 20ό αιώνα, «Ως τόσο δεν θέλουν νάναι μήτε ” Μπουλγκάρ” μήτε ”Σρρπ”, μήτε ” Γκρρτς”. Μοναχά ” Μακεντόν ορτοντόξ ”», διαπίστωνε ο αυτόπτης μάρτυρες Στρατής Μυριβήλης το 1916-1918, σε οικογένεια Σλαβοφώνων της περιοχής Μοναστηρίου σε συνθήκες σερβοβουλγαρικής πολεμικής σύγκρουσης. Αυτό προκάλεσε αλλεργικό σύνδρομο στην Ελλάδα και εξοβελίστηκε από τις μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου του “Η Ζωή εν Τάφω”.
Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα εισήγαγαν στον Μεσοπόλεμο τον μακεδονισμό ως εθνική ιδεολογία, για την πολιτική εκμετάλλευση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής στο πλαίσιο της κομμουνιστικής στρατηγικής. Με την ίδρυση της ”Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας” το 1944 άρχισε και η διαμόρφωση της ταυτότητας που παγιώθηκε στα 45 ειρηνικά χρόνια της ύπαρξης της Γιουγκοσλαβίας. Κωδικοποιήθηκε και η γλώσσα (1944-45) με βάση τη μέχρι τότε προφορική διάλεκτο Μοναστηρίου-Περλεπέ. Η (σλαβο)μακεδονική γλώσσα ήταν μία από της επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας μαζί με την σερβοκροατική και τη σλοβενική, σλοβακική και μακεδονική κατατάχθηκαν ως οι νεότερες γλώσσες στην επιστήμη της Σλαβολογίας, κάτι που διδάσκεται ένας πρωτοετής φοιτητής όπου και να σπουδάζει Σλαβολογία στον κόσμο. Εμείς μπορούσε να την αποκαλούμε σλαβομακεδονική.

Σε τελευταία ανάλυση με τη Συμφωνία η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει εθνότητα, αλλά υπηκοότητα. Η λέξη Nationality εδώ είναι νομικός όρος. Ο όρος μακεδονική/πολίτες της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονία δηλώνει ιθαγένεια και υπό τον όρο μακεδονική συμπεριλαμβάνονται Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Βλάχοι, Τορμπέσηδες ως πολίτες της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας ( δεν πρόκειται για διαζευτικό ή). Για τη γλώσσα υπάρχει η σαφής επισήμανση ότι εμπίπτει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες και δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων.

Προβάλλεται από ελληνικής πλευράς η ένσταση στη Συμφωνία ότι μια σύνθετη ονομασία που θα επέλεγε η άλλη πλευρά από το πακέτο Νίμιτς θα συμπαρέσυρε υποχρεωτικά και την ταυτότητα και την υπηκοότητα και τη γλώσσα. Σαθρό επιχείρημα, αδολεσχία όψιμων φιλοπάτριδων. Πως ονομάζονται οι κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου (Ηνωμενοβασιλιώτες;) των Ηνωμένων Πολιτειών (Ηνωμενοπολιτειοαμερικανοί; ) ή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (Λαϊκοδημοκρατοκινέζοι;)

Την ταυτότητα δεν την αλλάζει κανείς σαν το πουκάμισο, ανάλογα με το εξωτερικό κοστούμι που φορά. Γι’ αυτούς ήταν κόκκινη γραμμή το θέμα της ταυτότητας. Οριοθετούμε τη σλαβική τους ταυτότητα από το Ελληνισμό, δεν τους εξοντώνουμε για να τους καταστήσουμε άμορφη μάζα, όπως ήταν τον 19ο αιώνα. Είναι Σλάβοι, παρότι χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδόνες, εμείς μπορούμε να τους αποκαλούμε Σλαβομακεδόνες και τη γλώσσα τους Σλαβομακεδονική. Δεν συγκροτούν τώρα ταυτότητα, ούτε τους ”δωρίζουμε” όνομα που δεν είχαν. Όροι όπως Βορειομακεδόνες για την ταυτότητα και Βορειομακεδονική για τη γλώσσα είναι δικά μας ευφυολογήματα, νεολογισμοί, για την υπέρβαση της αμηχανίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζάεφ εστίαζε την διαφωτιστική του τακτική για το δημοψήφισμα στο θέμα της διατήρησης της ταυτότητας, ενώ η αντιπολίτευση τον κατηγορούσε για συνθηκολόγηση στην Ελλάδα και στο θέμα της ταυτότητας που θα οριοθετηθεί και θα δεν διαιωνίζεται το ιδεολόγημα της ”ιστορικής συνέχειας”.

Υπάρχουν στη Συμφωνία οι ασφαλιστικές δικλίδες για να μπλοκάρεις την άλλη πλευρά στην ενταξιακή πορεία προς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αυτή παρασπονδήσει. Για την Ελλάδα, που πάντα πρέπει να παίζει ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια, δεν είναι συμφέρουσα η διαιώνιση της διένεξης με την ΠΓΔΜ. Η Τουρκία μετά το 2008 ασκεί έντονη οικονομική και πολιτιστική διπλωματία στην ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας,

Αν ο Ζάεφ περάσει τον Γολγοθά των συνταγματικών αλλαγών και κατόπιν η Συμφωνία έλθει στο ελληνικό Κοινοβούλιο, άσχετα αν είναι το σημερινό ή το νέο, θα είναι πράξη απερισκεψίας με απρόβλεπτες συνέπειες να μην επικυρωθεί. Θα χαμογελούν οι Βούλγαροι και θα επιχαίρουν οι Τούρκοι. Το αφήγημα της αντιπολίτευσης ότι μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στη Συμφωνία ως μελλοντική κυβέρνηση είναι το ίδιο με αυτό της VMRO στα Σκόπια: Ο Ζάεφ συνθηκολόγησε, έκανε μυστική διπλωματία χωρίς να ενημερώνει την αντιπολίτευση, δεν εκμεταλλεύτηκε την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση της Χάγης, επιτέλεσε εθνική προδοσία, όταν έρθουμε στην εξουσία, θα διαπραγματευτούμε καλύτερη για μας Συμφωνία με την Ελλάδα, άρα χειρότερη για την Ελλάδα μπορεί να συμπεράνει κανείς.

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επωφελής για μας, πρέπει να απεμπλακεί από την έντονη κομματικοποίηση, καλύπτει πλήρως τις κόκκινες γραμμές μας, είναι ισορροπημένη, ίσως να είναι ετεροβαρής για την άλλη πλευρά, αλλά όχι ταπεινωτική. Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιβλαβής για μας, ας μην επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Τότε ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του, αν δεν θέλει λύση.

*Ο Σπυρίδων Σφέτας είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θυεσσαλονίκης.