Τα θρυλικά φλερτ των ομογενών της Αυστραλίας τις περασμένες δεκαετίες

«Όλα τότε γίνονταν υπό το άγρυπνο βλέμμα κάθε επίδοξου «πεθερού» θυμάται ο ομογενής Σπύρος Σαρρής


Μπορεί σήμερα να διανύουμε την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της απόλυτης σεξουαλικής απελευθέρωσης αλλά και του διαδικτυακού φλερτ, όμως το «κόρτε» και το «ζευγάρωμα» δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση για τους νεαρούς ομογενείς που μεγάλωσαν στην Αυστραλία τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70.

«Εκείνες οι εποχές ήταν πολύ πιο δύσκολες για όλους εμάς που μεγαλώναμε μεν σε ελληνικές οικογένειες αλλά ως έφηβοι δεν μας επιτρεπόταν να εκθέσουμε ή να πλησιάσουμε μια ελληνικής καταγωγής κοπέλα, αν πρώτα δεν είχαμε την έγκριση του πατέρα, της μητέρας ή του μεγάλου αδελφού της» θυμάται ο 70χρονος σήμερα Σπύρος Σαρρής, ο οποίος γεννήθηκε στα Σιάννα Ρόδου και ήρθε στην Αυστραλία όταν ήταν μόλις 6 ετών.

Ο άγραφος νόμος της εποχής ήταν σαφής και συνοψίζονταν στην επικρατούσα άποψη ότι ήταν σχεδόν εγκληματικό να εκθέσει κανείς με τα έργα, τα λόγια και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και το βλέμμα μια νεαρή έφηβη. Αυτό το αδιαπραγμάτευτο status quo ήταν σχεδόν εμποτισμένο στο μυαλό κάθε ελληνικής καταγωγής νεαρού που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σχεδόν υποχρεούταν να παντρευτεί Ελληνίδα, πάλευε όμως την ίδια στιγμή να βρει ένα μέσο και τον καταληλότερο τρόπο να την πλησιάσει, να την γνωρίσει και να επιδιώξει ρομαντική φιλία μαζί της.

Μοναδικός σύμμαχος οι εβδομαδιαίοι χοροί που έδιναν τη δυνατότητα στους επίδοξους γαμπρούς να πλησιάσουν μια κοπέλα και μετά από έγκριση του πατέρα τους να τη ζητήσουν να τους συνοδέψει στην πίστα για έναν χορό.

«Πολλές φορές απλώς κοιτούσαμε τον πατέρα της κοπέλας και εκείνος επιβεβαίωνε με ένα βλέμμα ή ένα νεύμα την έγκριση ή την άρνησή του. Η γνωριμία διαρκούσε όσο ένας χορός κατά τη διάρκεια του οποίου εμείς οι νέοι έπρεπε να συστηθούμε, να αφήσουμε τις καλύτερες εντυπώσεις και να αποσπάσουμε τρεις βασικές πληροφορίες από την συνοδό μας, αν φυσικά ενδιέφερε και τις δύο πλευρές να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε» θυμάται ο κ. Σπύρος. Ο ίδιος κάθε Σάββατο πρωί μαζί με συνομηλίκους του ξεφύλιζε τις «κοινωνικές σελίδες» της μεγαλύτερης νοτιοααυστραλιανής εφημερίδας για να ανακαλύψει τους συλλόγους και τις αίθουσες όπου θα διεξάγονταν οι χοροί των ομογενών για εκείνο το Σαββατοκύριακο.

Το ζευγάρι Σπύρος Χριστίνα σήμερα

Βασικό μέλημα κάθε επίδοξου γαμπρού που ενδιαφερόταν να γνωρίσει καλύτερα μια κοπέλα, δεν ήταν άλλο από το να μάθει πού μένει η οικογένεια της και, φυσικά, πού εκκλησιάζεται.

«Αυτή ήταν η σημαντικότερη πληροφορία γιατί την επομένη του χορού, την Κυριακή, πηγαίναμε στην εκκλησία που μας υποδείκνυε η κοπέλα με την ελπίδα να την ξαναδούμε. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας μας δινόταν η δυνατότητα, με το βλέμμα και πάλι, να αναπτύξουμε σταδιακά μια πιο ουσιαστική επικοινωνία μαζί της» λέει ο Σπύρος, ο οποίος τελικά σε μια από αυτές τις χοροεσπερίδες γνώρισε την επί 45 χρόνια σύζυγό του Χριστίνα Παναγιωτακοπούλου, όταν της ζήτησε να του χαρίσει έναν χορό.

Παρά τις δυσκολίες εκείνη την εποχή, ο Σπύρος παραδέχεται ότι η πρόκληση και το κυνήγι της κατάκτησης αποτελούν σήμερα για τον ίδιο και τους συνομηλίκους του μερικές από τις ωραιότερες και πιο νοσταλγικές αναμνήσεις από την εποχή εκείνη και τον λυπεί που τη σήμερον ημέρα έχει χαθεί η ουσιαστική έννοια του κόρτε όπως την γνώρισαν οι περασμένες γενιές.

«Όλη αυτή η διαδικασία μας έκανε σίγουρα πιο δυναμικούς και πιο γενναίους και μας έδινε την αυτοπεποίθηση να εκτεθούμε μπροστά στα μάτια της αγαπημένης μας και να κάνουμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να την κατακτήσουμε με κάθε τρόπο.

«Ήταν σίγουρα ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος να περάσουμε στην ενηλικίωση», καταλήγει ο κ. Σαρρής.