Πιλότος στην Ελλάδα, ψαράς στην ξενιτιά

«Θυσίασε το όνειρό του για να προσφέρει στην οικογένειά του ένα καλύτερο μέλλον» λένε τα παιδιά του


Ο Μάριος Γεωργαράς γεννήθηκε στην Χαλκίδα της Ευβοίας στις 8 Μαΐου 1931, το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Κώστα και της Αικατερίνης.

Άριστος μαθητής και το αγαπημένο παιδί των δασκάλων του, όταν δεν μελετούσε έφτιαχνε αυτοσχέδιες σφεντόνες, κυνηγούσε πουλιά και μάζευε φρούτα και καρπούς για να συμβάλλει κι εκείνος όπως μπορούσε στο φτωχικό οικογενειακό τραπέζι βοηθώντας τους γονείς του στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες εκείνης της εποχής, ο Μάριος κατάφερε να σπουδάσει και να εξασφαλίσει μια θέση στη Σχολή Ικάρων.

«Ο πατέρας μου ήταν πανέξυπνος, δαιμόνιος και αποφασισμένος άνθρωπος και μας έλεγε πάντα ότι ήταν γεννημένος πιλότος και ότι αγαπούσε να ταξιδεύει στους αιθέρες» λέει η κόρη του Κατερίνα. Τελειώνοντας το σχολείο, ο Μάριος κατάφερε να περάσει από διαγωνισμό και να εξασφαλίσει μια θέση στην Πολεμική Αεροπορία. Εκεί ξεχώρισε αμέσως και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους ιπτάμενους εκείνης της εποχής.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια για τις αεροπορικές του επιδόσεις, ενώ εξακολουθούσε να προσφέρει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του στην οικογένειά του στην Εύβοια.

Καθώς ο καιρός κυλούσε και οι οικονομικές πληγές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέχιζαν να είναι ανοικτές, ο νεαρός ιπτάμενος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και τους αιθέρες και να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στην θάλασσα της ξενιτιάς.

Πριν αφήσει την πατρίδα του και μπαρκάρει, ο αφοσιωμένος στην οικογένεια του ομογενής άφησε όλες τις οικονομίες του στους γονείς του με την ελπίδα να καταφέρουν οι ίδιοι μια μέρα να αποκτήσουν το δικό τους καταφύγιο.

Κατέληξε στην Αυστραλία το 1959, όπου μετά από αίτηση του ιδίου οι πόρτες της αυστραλιανής πολεμικής αεροπορίας άνοιξαν διάπλατα.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι αγαπούσε τόσο τα αεροπλάνα, μετά από μικρή έρευνα που έκανε διαπίστωσε ότι τα χρήματα που θα κέρδιζε ως πιλότος δεν ήταν αρκετά για να ενισχύσει την οικογένειά του στην Ελλάδα.

«Μετά από συζητήσεις που είχε με φίλους που είχε γνωρίσει στο μεταξύ, ο πατέρας μου πείσθηκε ότι ήταν προτιμότερο να δοκιμάσει την τύχη του στο ψάρεμα που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη άνθιση στις επαρχιακές παραλιακές πόλεις της Νότιας Αυστραλίας». Έτσι ο Μάριος εγκαταστάθηκε στο Bairds Bay, ένα μικρό ψαροχώρι στην δυτική ακτή της Νότιας Αυστραλίας όπου ο καλός του φίλος Χριστόφορος Κούστος, τον βοήθησε μαθαίνοντάς του την τέχνη και τα μυστικά του επαγγέλματος.

Αποφασισμένος και ανεξάρτητος, οπλισμένος με απίστευτη επιμονή και δύναμη, ο Μάριος εργάστηκε πολύ σκληρά και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να μαζέψει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει την πρώτη του βάρκα και ένα κομμάτι γης. Οι λοιπές οικονομίες του εξακολουθούσαν να καταλήγουν στους γονείς του στην Ελλάδα.

Εκτός, όμως, από χρήματα, ο Μάριος δεν παρέλειπε ποτέ να στέλνει επιστολές στην αγαπημένη του παιδική φίλη, Ελένη, την οποία είχε αφήσει πίσω στο χωριό και η οποία μετά από παρότρυνση του νεαρού ψαρά έφτασε στη Μελβούρνη το 1963. Ο Μάριος και η Ελένη παντρεύτηκαν αμέσως και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κώστα και την Κατερίνα.

«Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα γιατί ο πατέρας μου εργαζόταν πολύ σκληρά από το ξημέρωμα ενώ μαζί με την μητέρα μου, που οδηγούσε χιλιόμετρα σε χωματόδρομους για να παραδώσει την ψαριά την ώρα που ο πατέρας έπεφτε να ξεκουραστεί, οι δυο τους δημιούργησαν ένα αχτύπητο δίδυμο» θυμάται η Κατερίνα.

Το ζευγάρι κατόρθωσε να σπουδάσει και να παντρέψει τα δύο του παιδιά και ήταν αχώριστο μέχρι που η Ελένη έχασε την μάχη με τον καρκίνο το 2012, οπότε ο Μάριος έμεινε μόνος. Ο ίδιος άφησε την τελευταία του πνοή στην Αδελαΐδα στις 5 Οκτωβρίου 2018 σε ηλικία 87 ετών, αφήνοντας πίσω του ακόμα πέντε εγγόνια.

«Η κληρονομιά που αφήνει σε μας τα παιδιά του και τα εγγόνια του είναι ανεκτίμητη. Ο πατέρας μας ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Μας εισήγαγε στον ελληνικό τρόπο ζωής, μας δίδαξε να έχουμε φιλότιμο, να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας και να σεβόμαστε την δουλειά και την οικογένεια μας ενώ μας έλεγε πάντα πως τίποτα στη ζωή δεν γίνεται χωρίς θυσίες γι’ αυτό πρέπει να εκτιμούμε πάντα όσα μας χαρίζει απλόχερα η μοίρα και να μη θεωρούμε τίποτα δεδομένο» καταλήγει η Κατερίνα.