Ένιωσα βαθιά συγκίνηση, και γατί να το κρύψω, και εθνική υπερηφάνεια, όταν διάβασα την ανακοίνωση, στην πρώτη σελίδα του Νέου Κόσμου (2/4/2009), ότι το Γενικό Προξενείο στη Μελβούρνη και το Γραφείο Εκπαίδευσης, θα προβούν στη σύσταση Βιβλιοθήκης Ομογενειακού Βιβλίου.

Ως ευτυχή συγκυρία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ταυτόχρονη θητεία στη Μελβούρνη ενός ανώτατου διπλωμάτη (του Γενικού Προξένου) και ενός εκπαιδευτικού (του Συντονιστή του Γραφείου Εκπαίδευσης), με ευαισθησίες και ενόραση που επεκτείνονται και πέραν από τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
Γιατί δεν νομίζω πως η δημιουργία μιας Βιβλιοθήκης, η οποία θα στεγάζει βιβλία των ομογενών της Αυστραλίας, υπαγορεύεται από τις σχετικές υπηρεσιακές διατάξεις που προσδιορίζουν τα καθήκοντα των εν λόγω αξιωματούχων.

Και εδώ έγκειται το αξιέπαινο της πρωτοβουλίας τους για τη σύσταση της Βιβλιοθήκης. Ότι δηλαδή προέρχεται από τη διάγνωση μιας διαπιστωμένης ανάγκης, σε έναν χώρο ύψιστης πολιτιστικής, αλλά και εθνικής σημασίας, και συνοδεύεται από τη βούληση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ικανοποίησή της.
Ναι, η διάσωση των βιβλίων των ομογενών της Αυστραλίας συνιστά ενέργεια ύψιστης πολιτιστικής σημασίας. Γιατί πράγματι, η Βιβλιοθήκη Ομογενειακού Βιβλίου θα συμβάλει στη διάσωση ενός μεγάλου αριθμού βιβλίων που γράφτηκαν από ομογενείς της Αυστραλίας.

Όπως γνωρίζουμε, η πλειονότητα των βιβλίων ομογενών είναι αυτοεκδόσεις, πράγμα που σημαίνει πως τα βιβλία βρίσκονται στην κατοχή των συγγραφέων τους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μέλη της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς.

Ως εκ τούτου, με τη βιολογική αποδημία των συγγραφέων, τα βιβλία τους, φυλαγμένα σε κάποια κιβώτια, στις περισσότερες περιπτώσεις θα πάρουν το δρόμο της ανακύκλωσης.

Όλος εκείνος ο μόχθος, οι βιωματικές εμπειρίες που σηματοδοτούν τον προβληματισμό, αλλά και καταγράφουν τους αγώνες, και τα επιτεύγματα ολόκληρων γενεών, η τέχνη του λόγου μέσα από τα λογοτεχνικά έργα, τα ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία που περιέχονται σε εξειδικευμένα βιβλία, εν ολίγοις σημαντικές πτυχές της πολιτιστικής μας παράδοσης, και μεταναστευτικές εμπειρίες, θα χαθούν για τις επερχόμενες γενιές, αλλά και για το έθνος στο σύνολό του, αν τα βιβλία αυτά δεν διασωθούν διαμέσου των Βιβλιοθηκών.

Σημαντικό είναι το ότι η Βιβλιοθήκη, παράλληλα με τα βιβλία ομογενών της Αυστραλίας θα φιλοξενήσει και ομογενειακά περιοδικά, Λευκώματα συλλογικών φορέων, καθώς και Αφιερώματα σε επώνυμα πρόσωπα, στα οποία αναγνωρίζεται η προσφορά τους στους χώρους των δραστηριοτήτων τους.
 
ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ, ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τα ελληνικά περιοδικά που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία από το 1916 μέχρι τις ημέρες μας, αν και τα περισσότερα αποδείχθηκαν βραχύβια, από τη μια αποτελούν ορόσημα, που σηματοδοτούν την πορεία που ακολούθησε η ελληνική διανόηση σε αυτήν τη χώρα, και από την άλλη υπήρξαν το βήμα για διαχρονικές αναφορές στην πολιτισμική μας κληρονομιά, για την προβολή και προάσπιση των εθνικών μας θεμάτων, αλλά και για την ενθάρρυνση και καλλιέργεια της ελληνο-αυστραλιανής λογοτεχνίας.

Τα περιοδικά που κυκλοφόρησαν στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε μεγάλο βαθμό αποτελούν αντανάκλαση των εμπειριών από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, και των ιδεολογικών τοποθετήσεων των Ελλήνων που άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αυστραλία σε μεγάλους αριθμούς από τις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Από τη δεκαετία του 1970 τα λογοτεχνικά περιοδικά άρχισαν να φιλοξενούν λογοτεχνικά έργα και νέων της δεύτερης και τρίτης μεταπολεμικής γενιάς, στην ελληνική, αλλά και στην αγγλική γλώσσα, δίνοντάς τους έτσι την αυτοπεποίθηση να επιδιώξουν τη δημοσίευση των έργων τους και σε έγκυρα αυστραλιανά λογοτεχνικά περιοδικά.

Ιδιαίτερα σημαντική, κατά την άποψή μου, υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, η συμβολή των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών στην ενίσχυση της ελληνο-αυστραλιανής λογοτεχνίας.

Ο έντεχνος λόγος – πεζός ή έμμετρος – γίνεται ο καθρέφτης που αντανακλά τα ατομικά βιώματα και τις συλλογικές αναζητήσεις των αποδήμων Ελλήνων, στα χωροχρονικά τους πλαίσια.
Με τα αφιερώματα σε ομογενείς λογοτέχνες, και άλλα πρόσωπα των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών στην Αυστραλία, τα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν συγκεντρώσει ένα πλούσιο υλικό για τα έργα και τις δραστηριότητές τους, που θα αξιοποιηθεί εν καιρώ στη σύνθεση της ιστορίας του ελληνικού στοιχείου στη μακρινή ήπειρο της Αυστραλίας.

Τα περιοδικά ευρύτερης θεματολογίας επανασυνδέουν τις νεότερες γενιές με σημαντικές πτυχές της πολιτιστικής μας παράδοσης, και προσεγγίζουν τα εθνικά μας θέματα διαχρονικά, για την πληρέστερη κατανόηση των διεθνών εξελίξεων που αφορούν σε αυτά.

Σε αυτόν τους το ρόλο, τα ελληνικά περιοδικά στην Αυστραλία λειτούργησαν, και συνεχίζουν να λειτουργούν, ως συνδετικός κρίκος από τη μια μεταξύ των μελών της ομογένειας, και από την άλλη μεταξύ της ομογένειας και των Μητροπολιτικών μας Κέντρων – της Ελλάδας και της Κύπρου. Εξ ου και η αναγκαιότητα συγκέντρωσης και διαφύλαξής τους σε έναν χώρο, όπως η υπό σύσταση Βιβλιοθήκη Ομογενειακού Βιβλίου στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Μελβούρνη.

Μεγάλης ιστορικής σημασίας είναι και τα Λευκώματα συλλογικών ομογενειακών φορέων επετειακού χαρακτήρα. Σε αυτά επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή των συλλογικών φορέων, καταχωρούνται σημαντικές δραστηριότητες, η συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις αναφορικά με τα εθνικά μας θέματα, και αναγνωρίζεται η εθελοντική εργασία και προσφορά διαφόρων στελεχών τους.

Λιγότερα σε αριθμό, αλλά όχι μικρότερης αξίας, είναι τα Αφιερώματα σε επώνυμα πρόσωπα της ομογένειας, τα οποία διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο σε διάφορους οργανισμούς, ή δημιούργησαν αξιόλογο πνευματικό έργο.

Τα Αφιερώματα αυτά, δεδομένου ότι η αναγνώριση της προσφοράς και του έργου των τιμώμενων προσώπων είναι πολυεδρική, με την έννοια ότι γίνεται από άτομα εξοικειωμένα με τις διάφορες πτυχές των δραστηριοτήτων τους, παρέχουν στο μελλοντικό ιστορικό ερευνητή πολύτιμες πρωτογενείς πληροφορίες, αλλά και ευκαιρίες για περαιτέρω έρευνα γύρω από τα επιμέρους ενδιαφέροντά τους.

Χωρίς πρόσβαση σε αυτές τις πρωτογενείς, γι’ αυτό και αυθεντικές, πηγές, με άλλα λόγια χωρίς το ιστοριογραφικό υλικό, είναι απορίας άξιο πώς ο μελλοντικός ιστορικός θα σκιαγραφήσει το συλλογικό πρόσωπο της ομογένειας, έτσι που να αντανακλά τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου, και της κάθε περιοχής της χώρας στην οποία ζει.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τις πληροφορίες που απορρέουν μέσα από τα έργα ομογενών συγγραφέων, τις σελίδες των ομογενειακών περιοδικών, τα επετειακά Λευκώματα συλλογικών φορέων, και τις αποτιμήσεις της προσφοράς επώνυμων συμπατριωτών μας μέσα από τα Αφιερώματα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΕ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΑΣ ΚΕΝΤΡΩΝ

Είναι αξιοσημείωτο το ότι στην ανακοίνωση του Γενικού Προξενείου για τη σύσταση Βιβλιοθήκης Ομογενειακού Βιβλίου σε χώρο του Προξενείου, γίνεται μνεία αφενός της πιθανότητας δημιουργίας παρόμοιων Βιβλιοθηκών σε Πρεσβείες και σε άλλα Προξενεία της Ελλάδας, και αφετέρου της πρόθεσης του Γενικού Προξένου, κ. Χρήστου Σαλαμάνη, να εισηγηθεί τη σύσταση Παραρτημάτων Ομογενειακού Βιβλίου σε μεγάλες Βιβλιοθήκες, Δημοτικές και Πανεπιστημιακές, της Ελλάδας και της Κύπρου.

Θα το χαρακτήριζα ως μεγάλη παράλειψη, για να μην πω αδιαφορία, το ότι τα δύο Μητροπολιτικά Κέντρα του Ελληνισμού, η Ελλάδα και η Κύπρος, δεν έχουν μέχρι σήμερα κινηθεί αυτόβουλα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο Οικουμενικός Ελληνισμός (Μητροπολιτικός και Απόδημος) υπολογίζεται ότι φτάνει τα 17 εκατομμύρια. Από αυτά, τα 11 εκατομμύρια ζουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και τα 6 εκατομμύρια είναι διάσπαρτα σε 140 χώρες.

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κάρολος Παπούλιας, σε μήνυμά του (Δεκέμβριος 2005) προς τον Απόδημο Ελληνισμό με την ευκαιρία των εορτών σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«Ο Ελληνισμός δεν ήταν ποτέ κλειστός στα σύνορά του, και γι’ αυτό μεγαλούργησε. Η γλώσσα μας ως μέσο έκφρασης και διάδοσης της ελληνικής σκέψης, η θρησκεία μας και ο πολιτισμός μας, με τη διαχρονική δύναμή τους, αποτελούν την εθνική μας παρακαταθήκη για το μέλλον. Τα στοιχεία αυτά είναι χρέος όλων μας να τα διαφυλάξουμε και να τα εντάξουμε δημιουργικά στη νέα εποχή».

Μέρος της «εθνικής παρακαταθήκης» είναι και το πνευματικό έργο των Αποδήμων Ελλήνων, το οποίο χρήζει συγκέντρωσης, και διαφύλαξης, στις χώρες διαμονής τους, αλλά και ένταξης στον κορμό της εν γένει γραμματείας του έθνους, στα δύο Μητροπολιτικά του σκέλη, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για το πνευματικό έργο του Οικουμενικού Ελληνισμού, αφού οικουμενική υπήρξε η διάστασή του από τα πανάρχαια χρόνια.
Θεωρούμενη από αυτήν την προοπτική, η απόφαση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Μελβούρνη να συστήσει τη Βιβλιοθήκη Ομογενειακού Βιβλίου, που θα στεγάζεται σε χώρο του Γενικού Προξενείου, είναι άξια επαίνου, και πρέπει να τύχει της αμέριστης υποστήριξης από την ελληνική παροικία.

Γι’αυτό και κάνω έκκληση στους συγγραφείς να προσφέρουν τα βιβλία τους, στους συλλογικούς φορείς τα περιοδικά, τα Λευκώματα και τα Αφιερώματα που έχουν κατά καιρούς εκδώσει, και στους ομογενείς επιχειρηματίες να συμβάλουν στην απαραίτητη επίπλωση της πρώτης Βιβλιοθήκης Ομογενειακού Βιβλίου, αρχής γενομένης από τη Μελβούρνη, την Αλεξάνδρεια των Αντιπόδων.