Κατά το ελληνικό δίκαιο, ανίκανοι να συντάξουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης υπάρχει εάν αυτός που συνέταξε την διαθήκη είχε α) έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νού και β) ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.

Για να ακυρωθεί μία διαθήκη πρέπει να αποδειχθεί ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως τέτοια νοείται κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ’ αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, σε νησί του Ιονίου, ο 79 ετών διαθέτης νυμφεύθηκε, μυστικά από τα αδέλφια του, την κατά 25 έτη νεώτερή του οικιακή βοηθό και λίγους μήνες μετά συνέταξε διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την, όχι ευκαταφρόνητη, περιουσία του. Δύο χρόνια μετά την σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης απεβίωσε και τα αδέλφια του τότε μόνο έμαθαν ότι ο αδελφός τους είχε σύζυγο και μάλιστα ότι είχε αφήσει και διαθήκη με την οποία της άφηνε όλη την περιουσία του. Ο διαθέτης προ του θανάτου του έπασχε από διάφορες ασθένειες, για τις οποίες είχαν συνταχθεί ιατρικά πιστοποιητικά και είχε νοσηλευθεί επανειλημμένως. Τα αδέλφια του διαθέτη άσκησαν αγωγή στα δικαστήρια για ακύρωση της διαθήκης, υποστηρίζοντες ότι ο αδελφός τους δεν είχε την ικανότητα να συντάξει διαθήκη λόγω των ασθενειών του. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή τους, το Εφετείο όμως την έκανε δεκτή και ακύρωσε την διαθήκη.

Η σύζυγος του διαθέτη, επιθυμούσα να κριθεί έγκυρη η διαθήκη, προσέβαλε με αναίρεση στον Άρειο Πάγο την απόφαση του Εφετείου. Ο Άρειος Πάγος πράγματι, με την υπ΄ αριθ. 1110/2008 απόφασή του, εδέχθη την αναίρεση, κρίνοντας ότι το Εφετείο είχε περιλάβει στην απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες για την ακύρωση της διαθήκης και η υπόθεση εστάλη πίσω στο Εφετείο για να δικασθεί εκ νέου από άλλους δικαστές και να κριθεί αιτιολογημένως εάν ο διαθέτης ήταν ικανός ή όχι για να συντάξει διαθήκη.

  *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr