ΜΟΝΑΧΟ, Παρασκευή.- Επαρκώς υγιής, άρα ικανός να ανταπεξέλθει στην κράτησή του στις φυλακές του Σταντελχάιμ του Μονάχου, κρίθηκε ο ουκρανικής καταγωγής Τζον Ντεμιάνιουκ, που κατηγορείται για τη δολοφονία 29.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο εξόντωσης Σόμπιμπορ, στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Πολωνία.

Προερχόμενος από το Οχάιο, ο Ντεμιάνιουκ, 89 χρόνων σήμερα, έφτασε την περασμένη Τρίτη με ιδιωτικό αεροσκάφος στη Γερμανία για να δικαστεί. Από το 2005 προσπαθούσε να αποφύγει την έκδοσή του από τις ΗΠΑ, όπου και κατοικούσε με την οικογένειά του από το 1952. Λίγο πριν εκδοθεί, είπε ότι ήταν άρρωστος, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε στις φυλακές με ασθενοφόρο.

Αν και διαπιστώθηκε ότι η βλάβη δεν είναι ανήκεστος, όμως λόγω ηλικίας θα επακολουθήσουν και άλλες ιατρικές εξετάσεις, ώστε να κριθεί εάν «ένας από τους τελευταίους μεγάλους εγκληματίες της ναζιστικής περιόδου είναι σε θέση να ξαναδικαστεί». Ο ίδιος ο Ντεμιάνιουκ επιμένει ότι είναι αθώος, ότι από στρατιώτης του Ερυθρού Στρατού βρέθηκε στον πόλεμο πεζικάριος της Βέρμαχτ, που κανένα δεν έβλαψε.

Το 1951-1952 κατόρθωσε να μεταναστεύσει μέσω Γερμανίας στην Αμερική, όπου το 1977 άρχισε δικαστική έρευνα για το παρελθόν του με την κατηγορία ότι συνέπραξε με τους ναζί σε στρατόπεδο εξόντωσης. Το 1981 του αφαιρέθηκε η υπηκοότητα, το 1986 εξεδόθη στο Ισραήλ, όπου με βάση σοβιετικά στοιχεία, καταδικάστηκε σε θάνατο ως ο Ιβάν ο Τρομερός, ο εκτελεστής των θαλάμων αερίων στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα. Έμεινε στο κελί των μελλοθάνατων έως ότου διαπιστώθηκε ότι ο Ιβάν ο Τρομερός ήταν άλλο πρόσωπο, οπότε λόγω αμφιβολιών αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Το 1998 ανέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα, την οποία έχασε οριστικά το 2001, αφού το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ξανάνοιξε το φάκελό του επί τη βάσει νέων εγγράφων της ναζιστικής περιόδου, κυρίως της στρατιωτικής ταυτότητας που πιστοποιεί ότι ο Ντεμιάνιουκ ήταν δεσμοφύλακας στο Σόριμπορ και είχε εκπαιδευτεί στο κέντρο των SS στο Τραβνίκι. «Το καλό είναι ότι οι ναζί καταδιώκονται μέχρι την τελευταία πνοή τους», δήλωσε χθες ο Γαλλοεβραίος δικηγόρος Σερζ Κλαρσφέλντ, ο οποίος, μαζί με τη γυναίκα του Μπεάτε, εντόπισαν το 1971 στη Βολιβία τον «Χασάπη της Λυών».