Οι στόχοι των πλούσιων χωρών για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου είναι πολύ κατώτεροι σε σύγκριση με εκείνους που απαιτούνται για την αποφυγή της καταστροφικής αλλαγής του κλίματος, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ανεπίσημης έκθεσης του ΟΗΕ η μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις πλούσιες χώρες θα πρέπει να κυμανθεί μέχρι το 2020 μεταξύ 16% έως 24%, κάτω δηλαδή  από τα επίπεδα του 1990.

Οι συντηρητικές εκτιμήσεις προτείνουν ότι οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές τους από 25% έως 40% για να αποτραπεί αύξηση της τάξης των 2 βαθμών Κελσίου της παγκόσμιας θερμοκρασίας του πλανήτη.

Μια αύξηση 2 βαθμών Κελσίου θα οδηγήσει στη μαζική μετανάστευση των ανθρώπων, στη λειψυδρία, στην απώλεια ειδών και στη καταστροφή των μεγάλων κοραλλιογενών υφάλων.

Οι τωρινές δεσμεύσεις από τα αναπτυγμένα κράτη είναι κατώτερες από ότι προτείνει ο ΟΗΕ καθώς δε περιλαμβάνουν τις προτάσεις για τους στόχους από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, που καταλαμβάνουν τη δεύτερη και έκτη θέση αντίστοιχα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως.
Μια ξεχωριστή μελέτη που έγινε λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία από  τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, εκτιμά ότι τα πλούσια έθνη προσπαθούν να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου από 8% έως 14%.

Ο κλιματολόγος του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης David Karoly, δήλωσε ότι οι τωρινοί στόχοι είναι ένα θετικό βήμα αλλά όχι αρκετό για την αποφυγή της λειψυδρίας, των καυσώνων και της καταστροφής των οικοσυστημάτων.

Η Ιαπωνία έθεσε ένα νέο στόχο, προσπαθώντας να μειώσει 8% των αερίων του θερμοκηπίου κάτω από τα επίπεδα του 1990.

Η ανάλυση του ΟΗΕ απαίτησε από τις κυβερνήσεις να πάρουν επακριβώς μέτρα για μια νέα συνθήκη.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν αυξήσει τις απαιτήσεις τους στις πλούσιες χώρες, που ευθύνονται για περίπου τρία τέταρτα των ιστορικών βιομηχανικών εκπομπών. Η Κίνα καλεί τις πλούσιες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 40%.

Στην Αυστραλία υπάρχει διακομματική υποστήριξη για μια σειρά στόχων 5% έως 25% κάτω από τα επίπεδα του 2000.