Το καθεστώς του Ιράν ζει τη βαθύτερη κρίση του από τον καιρό που η επανάσταση του 1979 ανέτρεψε τον σάχη και εγκαθίδρυσε την «Ισλαμική Δημοκρατία», χωρίς όμως να απειλείται από κάποιο εξωτερικό εχθρό ή από συγκροτημένες εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις.

 Οι μαζικές διαδηλώσεις, που συγκλονίζουν τις μεγάλες πόλεις, αλλά κυρίως την Τεχεράνη, ξεκίνησαν ως διαμαρτυρία ευρύτατων τμημάτων του πληθυσμού για την ψήφο τους «που χάθηκε», αλλά εκφράζουν την ουσιαστική ανάγκη για ελευθερία, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα.

Το σύγχρονο «ιρανικό παράδοξο» συνδέεται με τη φύση του καθεστώτος και των προεδρικών εκλογών. Το σύστημα που έχει εγκαθιδρυθεί, μετά την επανάσταση του Χομεϊνί, δεν ανέχεται παρά μόνο υποψήφιους οι οποίοι έχουν προκύψει από τη «μήτρα» αυτής της επανάστασης.

Έτσι, απέναντι στον σκληροπυρηνικό Αχμαντινετζάντ, αντιπαρατάχθηκαν τρεις αντίπαλοί του, με περγαμηνές πίστης στον ιδρυτή της «Ισλαμικής Δημοκρατίας», με κυριότερο τον Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί, σκληροπυρηνικό άλλοτε, που θήτευσε και ως τελευταίος πρωθυπουργός του καθεστώτος την εποχή του πολέμου με το Ιράκ. Το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε θεωρήθηκε νοθευμένο από όλους τους αντιπάλους του σημερινού προέδρου, αλλά κυρίως από τον Μουσαβί, ο οποίος είχε σπεύσει να ανακοινώσει ότι ήταν ο νικητής. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, οι λαϊκές μάζες που συρρέουν στους δρόμους, αμφισβητώντας τα αποτελέσματα, υπερβαίνουν με την ίδια την κινητοποίηση και τα αιτήματά τους, τους αντιπάλους του Αχμαντινεντζάντ.

Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των καταγγελιών για νοθεία ή ακόμη και για εσωτερικό πραξικόπημα για να αποτραπεί η νίκη του Μουσαβί, εκείνο που αναδεικνύεται σήμερα είναι η αμφισβήτηση της ίδιας της αντιπροσωπευτικότητας της «Ισλαμικής Δημοκρατίας» – κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις του Μουσαβί και των άλλων υποψηφίων, που ομνύουν στο όνομα του Χομεϊνί.

Είναι γεγονός ότι τον μεταρρυθμιστή πλέον Μουσαβί – που φαίνεται να έχει αλλάξει αρκετά, έπειτα από τόσα χρόνια αποχής από τον πυρήνα της εξουσίας – στήριξε και ο συντηρητικός Ραφσαντζανί, ο οποίος αντιπαρατίθεται εδώ και χρόνια, από θέσεις ισχύος, τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη, τον αγιατολάχ Χαμενεΐ, που καθοδηγεί τον «σεμνό και ταπεινό» Αχμαντινετζάντ.

Αυτή η παράξενη συμμαχία μεταρρυθμιστών και συντηρητικών, εναντίον του Αχμαντινετζάντ, δεν μπορεί, όμως, καθόλου να ερμηνευτεί απλουστευτικά ως ιδανική δημοκρατική διέξοδος, ούτε βέβαια ως αμερικανόπνευστη συνωμοσία για να ανατραπεί το ισλαμικό καθεστώς.
Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα» είναι πραγματικές, έστω κι αν οι συμμαχίες των ηγετών γίνονται με συνυπολογισμό οικονομικών συμφερόντων, προσωπικών αντιζηλιών και πόλων επιρροής μέσα στο κατεστημένο.

Μόνο οι ισοπεδωτικές απλουστεύσεις, όπως αυτές που κάνουν μερικοί ισραηλινοί αξιωματούχοι, που «προτιμούν» τον Αχμαντινετζάντ, γιατί «έτσι φαίνεται καλύτερη η ιρανική απειλή» (!), δεν επιτρέπουν να δει κανείς το θετικό μήνυμα που κρύβεται σε αυτό το λαϊκό ξέσπασμα, που υπερβαίνει κατά πολύ τους επίσημους πρωταγωνιστές.