Οι καινούργιες οδηγίες πρόληψης του καρκίνου έχουν ήδη τονίσει πως η χρήση πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων διατροφής δεν έχει κανένα όφελος για την πρόληψη είτε της ασθένειας συνολικά είτε των επιμέρους μορφών της. Οι επιδημιολογικές μελέτες και οι κλινικές δοκιμές συνεχίζονται και έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση πως οι προαναφερθείσες οδηγίες συνεχίζουν να επαληθεύονται από καινούργιες και πολύ πρόσφατες κλινικές δοκιμές.

Έτσι, το Δεκέμβριο του 2008 δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση της αμερικανικής ιατρικής εταιρείας τα αποτελέσματα δύο πολύ πρόσφατων κλινικών δοκιμών, που εξέτασαν την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης Ε, βιταμίνης C και του σεληνίου στην πρόληψη του καρκίνου του προστάτη αλλά και του καρκίνου γενικότερα. Οι κλινικές δοκιμές ονομάζονται «Μελέτη των ιατρών ΙΙ» και «SELECT» αντίστοιχα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι 2 δοκιμές είναι τυχαιοποιημένες (η επιλογή δηλαδή των συμμετεχόντων έχει γίνει με τυχαίο τρόπο) και διπλά τυφλές (δηλαδή ούτε ο ερευνητής ούτε ο συμμετέχων γνώριζε αν αυτό που λάμβανε ήταν συμπλήρωμα ή εικονικό φάρμακο). Η «Μελέτη των ιατρών ΙΙ» περιέλαβε 14.641 γιατρούς των Ηνωμένων Πολιτειών ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης. Η μελέτη «SELECT» περιέλαβε 35.533 γιατρούς των Ηνωμένων Πολιτειών ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης. Η διάρκεια παρακολούθησης των συμμετεχόντων ήταν 8 και 5 χρόνια αντίστοιχα.

Στην πρώτη μελέτη η δοσολογία των συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε και C ήταν 400 διεθνείς μονάδες και 500 mgr αντίστοιχα, τη στιγμή που οι συνιστώμενες ημερήσιες ποσότητες των βιταμινών αυτών είναι 22,5 διεθνείς μονάδες για τη βιταμίνη Ε και 90 mgr για τη βιταμίνη C. Στη δεύτερη μελέτη οι χορηγούμενες ποσότητες βιταμίνης Ε και σεληνίου ήταν 400 διεθνείς μονάδες και 200 μgr αντίστοιχα, τη στιγμή που οι συνιστώμενες ημερήσιες ποσότητες των βιταμινών αυτών είναι 22,5 διεθνείς μονάδες για τη βιταμίνη Ε και 55 μgr για το σελήνιο. Άρα, όσον αφορά τη βιταμίνη Ε η χορήγηση ήταν 22 φορές μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη, για τη βιταμίνη C ήταν 5,5 φορές μεγαλύτερη και για το σελήνιο 4 φορές μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη.

Αναμφισβήτητα, υπάρχουν και μελέτες που έχουν δείξει μια ευεργετική δράση της βιταμίνης Ε, ιδιαίτερα στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης του καρκίνου του προστάτη. Όμως, οι μελέτες αυτές είτε είχαν μικρό αριθμό συμμετεχόντων είτε ήταν περιγραφικές, δηλαδή απλά δείχνουν μια παρατήρηση και δεν μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν η μείωση του κινδύνου οφείλεται στο συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό. Επίσης, δεν μπορούν να λάβουν υπόψη τους διάφορους συγχυτικούς παράγοντες, επειδή ακριβώς έχουν τέτοιο σχεδιασμό ώστε να μην απαντούν σε συγκεκριμένο, επιστημονικά διατυπωμένο, ερώτημα.

Έτσι, βαρύνουσα σημασία αποκτούν τα αποτελέσματα των τυχαιοποιημένων, διπλά τυφλών, κλινικών δοκιμών, οι οποίες είναι μελέτες που απαντούν σε συγκεκριμένο στατιστικά διατυπωμένο ερώτημα. Στην προκειμένη περίπτωση οι δυο κλινικές δοκιμές προσπάθησαν να απαντήσουν στο συγκεκριμένο ερώτημα: «μπορεί η μακροχρόνια χορήγηση των υπό εξέταση συμπληρωμάτων να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη ή καρκίνου γενικότερα;»
Οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνουν ιδιαίτερο νόημα αν αναλογιστεί κανείς πως περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς λαμβάνουν συστηματικά συμπληρώματα διατροφής, με αυτά που περιέχουν τις βιταμίνες E και C να είναι από τα πλέον δημοφιλή. Όμως, ο ίδιος αυτός κόσμος που καταναλώνει αυτά τα σκευάσματα αδυνατεί να κατανοήσει πως υπάρχει μεγάλο κενό επιστημονικής γνώσης όσον αφορά τη δράση τους. Ακόμα και πιθανές ανεπιθύμητες για την υγεία παρενέργειες έχουν φανεί από τη χρήση τους. Η χρήση του σεληνίου έχει συσχετιστεί με κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Οι μεγάλες δόσεις βιταμίνης Ε έχουν συσχετιστεί με κακή επίδραση στη λειτουργία ρυθμιστικών μηχανισμών του οργανισμού, όπως αυτός που περιλαμβάνει το κυτόχρωμα p450. Τα όποια θετικά αποτελέσματα είναι στατιστικά αδύναμα και έχουν φανεί μετά από πολλά χρόνια χρήσης. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και το κόστος τους (αφού πλέον θεωρούνται ‘σκευάσματα lifestyle’ και δεν καλύπτονται από τα ταμεία) σε μια εποχή παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τότε απλά δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να καταναλώνονται από υγιή άτομα με αιτιολογία την αναπόδειχτη πρωτογενή πρόληψη οποιασδήποτε ασθένειας. Ακόμα και στα ηλικιωμένα άτομα που η απορρόφηση συγκεκριμένων βιταμινών είναι μειωμένη, τα επιστημονικά δεδομένα αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά τους.

Η «συνταγή», λοιπόν, πάντα ήταν και εξακολουθεί να είναι μία: Μεσογειακή διατροφή με βάση το ελαιόλαδο, την ποικιλία σε πολύχρωμες σαλάτες και φρούτα. Δημητριακά ολικής άλεσης, ανάλατοι ξηροί καρποί, σπόροι, όσπρια, συχνή κατανάλωση ψαριών, μειωμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και μέτριες ποσότητες φαγητού και κόκκινου κρασιού.


* Ο Βασίλειος, Παπαμίκος είναι νοσοκομειακός διαιτολόγος ΓΝΑ – Κοργιαλένειο Μπενάκειο.