ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ αν μέσα μας υπάρχει κάποιο βιολογικό «ημερολόγιο» ή, τέλος πάντων, κάποιος μηχανισμός που να ρυθμίζει (εντελώς ανεξάρτητα) τη διάθεσή μας.

ΠΑΡΑΤΗΡΩ τελευταία, ότι πού και πού, η διάθεσή μου αλλάζει ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.

ΧΩΡΙΣ, δηλαδή, να συμβεί κάτι που να με χαροποιεί, στεναχωρεί ή προβληματίζει.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, αυτό να συνέβαινε πάντα, αλλά όταν ήμουν πιο νέος (και είχα και άλλες…  δουλειές να κάνω) να μην το παρατηρούσα. Ίσως…

ΣΤΟΝ πιο πάνω λόγο, δηλαδή την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής μου, οφείλεται και η απουσία μου την περασμένη Πέμπτη.

ΚΑΜΙΑ διάθεση για δουλειά, γράψιμο και υποταγή στις (συνήθεις) βιοποριστικές ανάγκες της καθημερινότητας, που τελειωμό δεν έχει…

ΗΤΑΝ σαν να κατέβηκε το μυαλό μου (και οι… συνεργάτες του!) σε λευκή απεργία. Έκλεισε το μαγαζί. Κατέβασε ρολά…

ΚΑΙ τι έκανε το μυαλό, κατά τη διάρκεια της…  απεργίας; Βόλτες!…

ΔΟΘΕΙΣΗΣ της ευκαιρίας, το συνέλαβα να ταξιδεύει σε χώρες μακρινές.

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ στην τηλεόραση την είδηση για το πραξικόπημα στις Ονδούρες, θυμήθηκα την πρωτεύουσά τους, την Tegucigalpa.

ΤΟ λεωφορείο είχε ξεκινήσει στις 7 το πρωί από τη Γουατεμάλα και στην Tegucigalpa φτάσαμε γύρω στις 11 το βράδυ.

ΜΙΛΑΜΕ για μια αυτοσχέδια (σχεδόν) πόλη, με παράγκες, κοντόκανες καραμπίνες και πολλά κάγκελα.

ΔΕΝ χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να καταλάβεις ότι τα πράγματα είναι πολύ «ζόρικα» και η ζωή σου δεν αξίζει ούτε ένα δολάριο πάρα πάνω απ’ όσα έχεις στην τσέπη σου.

ΤΑ ξενοδοχεία, στη συγκεκριμένη περιοχή που έφτασε το λεωφορείο, το ένα πιο άθλιο από το άλλο.

ΘΥΜΑΜΑΙ έναν βλοσυρό τύπο που με συνόδευσε (με την καραμπίνα του στο χέρι) σε ένα βρώμικο και γεμάτο κοριούς δωμάτιο.

ΜΠΑΝΙΟ δεν υπήρχε και τα σεντόνια ήταν γεμάτα τρύπες από τις καύτρες των τσιγάρων. Πόσο καιρό είχαν να πλυθούν δεν είχε νόημα, αφού και οι τοίχοι ήταν πιο βρώμικοι από τους δρόμους.

ΣΤΟ επόμενο ξενοδοχείο μάς υποδέχθηκε ένας ξενοδόχος με προτεταμένο περίστροφο (αντί καραμπίνας) και ζήτησε να δει τα διαβατήριά μας πριν ανοίξει την πόρτα.

ΘΥΜΗΘΗΚΑ, επίσης, ότι είχα ορκιστεί να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σ’ αυτή τη χώρα, που η προσωπική σου ασφάλεια, δεν εξαρτιόταν από εσένα, αλλά από τη διάθεση των άλλων.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά και προκειμένου να δραπετεύσω από την εσωτερική «ερημοποίηση» που μου προκαλεί η Μελβούρνη, ευχαρίστως θα ξαναπήγαινα στην Tegucigalpa, ακόμα και αν ήταν να κοιμηθώ σε εκείνο το άθλιο δωμάτιο.

ΣΤΙΣ χώρες της Κεντρικής Αμερικής βρισκόταν το μυαλό μου, προχθές το βράδυ, όταν προσκλήθηκα για φαγητό (έξω) από μια παρέα που είχε έλθει το πρωί της ίδιας μέρας από την Ελλάδα.

ΕΡΗΜΗ πόλη η Μελβούρνη, όταν πέφτει το σκοτάδι, ιδιαίτερα τώρα το χειμώνα. Πλάκα έπαθαν οι άνθρωποι όταν είδαν εντελώς άδειους τους δρόμους στο κέντρο της πόλης στις 8.30 το βράδυ! Δεν πίστευαν στα μάτια τους.

ΟΥΤΕ το δεκαπενταύγουστο δεν είναι τόσο άδεια η Αθήνα. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τούτη την χώρα, αν και έχω περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εδώ, συνεχίζω (ώρες-ώρες) να αισθάνομαι ξένος και «προσωρινός».

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα και άνοιξα την τηλεόραση να «χαζέψω» λίγο πριν πάω για ύπνο.

ΕΚΕΙΝΗ τη στιγμή και ενώ έκανα ζάπινγκ, μένοντας περισσότερο σε μια ιταλική ταινία που έπαιζε ο σταθμός της SBS, σκέφτηκα ότι το βιολογικό μου «ημερολόγιο» γνωρίζει ότι η πατρίδα έχει καλοκαίρι και ο υπόλοιπος κόσμος «περιμένει» και έθεσε ύπουλα θέμα, μιας και τους προσεχείς μήνες έχω αποφασίσει «να κάτσω στα αυγά μου».

ΕΚΑΝΕ, δηλαδή, ό,τι κάνει πάντα. Χρησιμοποίησε τη διάθεσή μου για να μού επισημάνει, ότι αν δεν αποφασίσω να φύγω, «μαύρο» χειμώνα θα περάσω.

ΜΕ το ένα πόδι στα airbus που πέφτουν και το άλλο στο σαλόνι, αποφάσισα να τηλεφωνήσω στη θεία μου τη Ρεβέκκα που με περιμένει και να τις πω τα…  μαύρα μαντάτα.

ΣΤΟ τηλέφωνο απάντησε ο γιος της ο Λεωνίδας και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν «πότε έφτασες;». Νόμισε ότι τηλεφωνούσα από Αθήνα.

– «ΚΑΘΕ μέρα ξάδελφε, με ρωτά η μάνα μου, πότε έρχεσαι και τις λέω συνέχεια την επόμενη βδομάδα. Σε παρακολουθεί τώρα συνέχεια και ξέρει πού πας και τι κάνεις. Ανησύχησε μάλιστα τελευταία, όταν έγραψες ότι πήγες στα χιόνια και δεν είχε το αυτοκίνητο θέρμανση».

ΜΗ μου πεις, του λέω, ότι άρχισε να μπαίνει στο internet και να διαβάζει «τα ξυράφια»;

– «ΟΧΙ… ακόμα! Αλλά, την ενημερώνουν τα κορίτσια και ο φίλος σου ο Κώστας, που διαβάζουν τη στήλη. Γι’ αυτό και ρωτάει».

Η θεία Ρεβέκκα, όπως έχω ξαναγράψει στη στήλη, είναι εντελώς… τζαζ άτομο και διαθέτει έναν αφοπλιστικό αυθορμητισμό. Χαίρεσαι να συζητάς μαζί της. Λέει απίθανα πράγματα ώρες-ώρες.

– «ΠΟΤΕ έρχεσαι Μπάμπη, να πω και στους ανθρώπους που έρχονται και ρωτάνε; Σε περιμένουμε…».

ΔΕΝ ξέρω ακόμα ρε θεία, της λέω, ούτε πότε θα έλθω ούτε αν θα έλθω. Ίσως πάω πουθενά αλλού… 

– «Ε, αν δεν μπορείς τώρα παιδάκι μου, έλα το Φθινόπωρο να μαζέψουμε από τον κάμπο τα καρύδια και τα κυδώνια, όπως πέρυσι, και να κάνουμε γλυκό. Θα σου μάθω και άλλες συνταγές. Θα σε περιμένω…».

ΟΤΑΝ είναι να μάθεις καινούργιες συνταγές (κομπόστας κυδωνιού), δεν κάθεσαι εδώ. Της είπα, μάλιστα, ότι αν είναι να φτιάχνουμε γλυκά και να συνεχίσουμε τη συζήτηση σε «ποιον κόσμο» θέλει να πάει, θα προσπαθήσω να πάω.

– «ΔΥΣΚΟΛΗ η απόφαση, Μπάμπη. Δεν τον ξέρω τον άλλο τον κόσμο, αλλά, όταν έλθεις, με το καλό, θα τα πούμε».

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ με τους «κόσμους» άρχισε ένα βράδυ στις αρχές Νοέμβρη, την ώρα που καθαρίζαμε με τη θεία Ρεβέκκα τα κυδώνια. Δύσκολη δουλειά σας λέω, σκληρά σαν ξύλα ήταν τα άτιμα.

ΤΑ δελτία των ειδήσεων, ανάλωναν όλο το χρόνο τους τις μέρες εκείνες, στο σκάνδαλο της μονής Βατοπαιδίου. Μοναχοί και ηγούμενοι, πρώτες φάτσες παντού.

– «ΤΟΥΣ παλιανθρώπους, δεν ντρέπονται καθόλου γι’ αυτά που κάνουν», μονολογεί η θεία, βλέποντας τις ειδήσεις, χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς γινόταν.

ΚΑΛΑ, ρε θεία, της λέω, βρίζεις κοτζάμ δεσποτάδες; Δεν πιστεύεις στον θεό;

– «ΣΤΟ θεό πιστεύω παιδάκι μου, αλλά αυτοί είναι παλιάνθρωποι. Μόνο την κοιλιά τους κοιτάζουν». Και συνεχίζει πριν προλάβω να κάνω άλλη ερώτηση. «Δεν βαριέσαι όμως, και αυτοί, όσα και να κλέψουν, στο τέλος, εδώ θα τα αφήσουν όλα. Περαστικοί είμαστε όλοι από αυτόν τον κόσμο».

ΕΠΕΙΔΗ, όπως είπα και πιο πάνω, με τη θεία κάνω φοβερές σουρεαλιστικές συζητήσεις, είπα να συνεχίσω την κουβέντα και συνέχισα:

ΣΥΓΝΩΜΗ θεία, της λέω, αλλά βάζεις στην συζήτηση φιλοσοφικά διλήμματα. Μου λες ότι είμαστε περαστικοί από αυτόν τον κόσμο…

– «ΔΕΝ το λέω μόνο εγώ Μπάμπη μου, το λέει όλος ο κόσμος ότι είμαστε περαστικοί».

ΕΝΤΑΞΕΙ, της απαντώ, αλλά για να είμαστε περαστικοί σημαίνει ότι από κάπου αλλού ερχόμαστε. Από πού ερχόμαστε; Σκέφτηκες ποτέ πού ήσουν πριν έλθεις σ’ αυτόν το «περαστικό» κόσμο;

ΕΜΕΙΝΕ «κόκαλο» η θεία. Παρ’ ολίγο να της πέσει το κυδώνι που καθάριζε από τα χέρια. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό το πράγμα (μου λέει), δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Δεν ξέρω πού ήμουνα…».

ΞΕΡΕΙΣ, όμως, για την άλλη ζωή, αυτή που θα πας όταν πεθάνεις, για να βρεις, όπως μού λες, όλους όσους έχουν πεθάνει.

– «ΝΑΙ, ξέρω ότι υπάρχει θεός και θα τους βρω όλους εκεί στον άλλο κόσμο» Πώς είσαι τόσο σίγουρη ρε θεία, τη ρωτώ. Πώς ξέρεις ότι υπάρχει ο άλλος κόσμος;

– «ΜΑ αν δεν υπήρχε παιδάκι μου, πώς θα έβλεπα όλους τους πεθαμένους κάθε τόσο στον ύπνο μου να μου μιλούν;».

ΒΡΕ θεία, κάθε τόσο μου λες, ότι είσαι 87 χρονών, ότι σε πονούν τα πόδια σου και θέλεις να πεθάνεις γιατί έχεις βαρεθεί τούτο τον κόσμο. Εντάξει; «Ναι, παιδάκι μου, θέλω να πεθάνω. Να ξεκουραστώ…».

ΜΑ σε αυτόν τον κόσμο ζεις μόνο 87 χρόνια και θέλεις να φύγεις γιατί βαρέθηκες, όπως μου λες κάθε τόσο. Στον άλλο κόσμο που θα ζεις αιώνια με τους ίδιους πάλι ανθρώπους που βλέπεις στον ύπνο σου, δεν θα βαρεθείς; Για την αιωνιότητα μιλάμε…

– «ΕΧΕΙΣ δίκιο. Ούτε αυτό το είχα σκεφτεί. Θα μαλώνω, δηλαδή, συνέχεια με τη γιαγιά σου, την Παναγιώτα, και όλους τους άλλους. Μου φαίνεται ότι δεν θέλω να πάω. Δεν το σκέφτηκα ότι εκεί δεν πεθαίνει κανείς για να ησυχάσει…».

ΘΕΙΑ, της λέω, σκέψου το καλά γιατί δεν σου μένουν και πολλά χρόνια, σε ποιον από τους δύο κόσμους θέλεις, τελικά, να πας; Σε αυτό που ήσουν πριν γεννηθείς ή στον άλλο, τον αιώνιο που είναι η πεθερά σου, με την οποία και μάλωνες κάθε μέρα; Συγκεντρώσου.

– «Ε, τότε να πάω σε αυτόν που ήμουν πριν, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Πώς να αποφασίσω; Θα μιλήσω και με τη Δήμητρα αύριο και θα σου πω…»!

Η Δήμητρα είναι Αθηναία και κατεβαίνει στο χωριό με τον άνδρα της που είναι γείτονάς μας. Η συνέχεια της συζήτησης την επόμενη μέρα και τη Δήμητρα είχε ακόμα μεγαλύτερη πλάκα και φόρτωσε τη θεία και με άλλες απορίες και ερωτηματικά.

ΜΙΑ άλλη φορά ίσως μιλήσουμε και για το πώς καταλαβαίνει την ύπαρξη του θεού η θεία Ρεβέκκα. Έχει ενδιαφέρον. Γεια χαρά.