Μόλις μπει το ελληνικό καλοκαίρι, που το έχω βαπτίσει έτσι για να το ξεχωρίζω από το… «αναποφάσιστο» καλοκαίρι της Μελβούρνης, στην εφημερίδα γίνεται το «έλα να δεις». Ποιος θα μείνει; Ποιος θα φύγει; Πόσο θα λείψει; Ποιος θα τον αντικαταστήσει;

 «Πέρυσι έφυγες και έλειψες έξι εβδομάδες».

«Να, αλλά έφυγα Ιούλιο, ενώ ήθελα τον Αύγουστο».

Τελικά, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά μικρά θαύματα γίνονται, παρά το ότι λένε ότι στην εποχή μας και με την κρίση που μάς δέρνει, δεν είναι εύκολα ούτε τα μικρά θαυματάκια.

Όλοι φεύγουν όποτε θέλουν και γυρίζουν όποτε έχουν κανονίσει ή όποτε τους τελειώσουν τα χρήματα.

Αυτοί που μένουν βγάζουν την εφημερίδα και όλοι μας έχουμε πια πιστέψει ότι είμαστε μια αγαπημένη οικογένεια που ζει και εργάζεται στην Αυστραλία, αλλά έχει υιοθετήσει μόνο τις ελληνικές καλοκαιρινές διακοπές.

Το δικό μου πρόγραμμα διακοπών για φέτος, είναι το κάτι άλλο.

Κατ’ αρχήν, δεν θα περιοριστώ μόνο στις συνηθισμένες διακοπές μου στην Ελλάδα, αλλά θα αντιγράψω, κατά γράμμα, τον φίλο μου τον Θανάση.
Αφήστε με λίγο να σάς μιλήσω γι’ αυτόν και να σας εξηγήσω τον τρόπο που χρησιμοποίησε και απόλαυσε τις περσινές, ανεπανάληπτες σε ομορφιά και ποικιλία, διακοπές του.

Ο φίλος μου δεν είναι πλούσιος, όμως έχει τον τρόπο του. Εκτός τούτου, είναι αυτό που λέμε, ένας έξυπνος και ευρηματικός τύπος.
Είναι γνώστης των απανταχού ατμοπλοϊκών, σιδηροδρομικών και αεροπορικών εταιριών, λουτροπόλεων, κέντρων διασκεδάσεων και ξενοδοχείων πολυτελείας.
Θυμάμαι και δεν το κρύβω, ότι πέρυσι ζήλεψα, όταν μού εξήγησε με λεπτομέρειες το πρόγραμμα των διακοπών του.
«Δροσερά πάρκα, λίμνες, θα χαζεύω τις παρόχθιες επαύλεις, τα βαποράκια, τα καζίνο τις ομορφιές της Ευρώπης. Λάγκο ντι Κόμο, Τυρόλο, στα σύνορα της Ελβετίας. Θα απολαύσω τον αέρα των ελβετικών βουνών, θα μου δροσίσουν το πρόσωπο οι στάλες από τους αφρούς του καταρράκτη και προβλέπεται και μια βόλτα στη λίμνη Κωνστάντια.

Μετά Νορβηγία, φιόρδ, θα ζήσω για λίγο με τους ψαράδες και το βραδάκι θα τα πίνω σε παραθαλάσσιο κέντρο που, απ’ ό,τι μου είπαν, σερβίρουν κάτι ξανθές υπάρξεις του Βορρά, που νομίζεις ότι είναι νεράιδες και βγήκαν από τη θάλασσα για να σε υποδεχθούν».
Σήκωσε τα μάτια του, με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλαμπε και συνέχισε να διαβάζει το λεπτομερές πρόγραμμα των ασυνήθιστα ποικίλων και πολυτελών διακοπών του.

«Μετά έχουμε Μπάντεν-Μπάντεν, Καρλσμπάντ και Ισλ. Προτιμώ τις γερμανικές λουτροπόλεις. Μου αρέσει η ζωή εκεί, μου πάει. Για θάλασσα και για τα μπάνια μου θα αλλάξω τακτική φέτος.

Θα κατέβω προς τη Βρετάνη, Τρουβίλλ, Ντωβίλλ και άλλες μικρότερες, γραφικές παραθαλάσσιες πόλεις, να ξαπλώσω την κορμάρα μου για να πάρει το μπρούτζινο χρώμα της».

Στην ερώτησή μου «Πότε θα φύγεις και πότε θα γυρίσεις, τυχερέ Θανάση», απάντησε:
«Από μέρα σε μέρα φεύγω. Πότε θα γυρίσω μη με ρωτάς. Θα πάω όπου θέλω να πάω, θα δω ό,τι θέλω να δω και θα σκεφτώ πότε θα γυρίσω στην ανιαρή πραγματικότητα».

Τη λέξη «διακοπές» άκουγα θυμόμουνα το Θανάση. Διαφημίσεις με παραλίες και κρουαζιερόπλοια έβλεπα, πάλι τον Θανάση θυμόμουν.
Δέκα ημέρες μετά πέρασα, συμπτωματικά, από το σπίτι του. Τα παράθυρα ήταν ανοικτά και από μέσα ακουγόταν η Αλεξίου να τραγουδάει «…Και συ Ελένη και κάθε Ελένη της επαρχίας της Αθήνας …»
Υπέθεσα ότι κάποια από τις αδελφές του θα ήταν μέσα να τακτοποιήσει, να ποτίσει τις γλάστρες ή να κοιτάξει τους λογαριασμούς. Σκέφτηκα να κτυπήσω και να ρωτήσω αν είχαν νέα του, να μου πουν που βρίσκεται και να του στείλω χαιρετίσματα. Δεν πρόλαβα να το καλοσκεφτώ, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται χαμογελαστός ο…  Θανάσης.
– Γεια σου Κωνσταντή. Σε είδα από το παράθυρο και βγήκα να σε φωνάξω.
– Καλά δεν έφυγες;
– Μόλις γύρισα από το Αζερμπαϊτζάν. Έχεις πάει;
– Όχι.
– Έλα μέσα, θα πάμε μαζί. Θέλω να το ξαναδώ είναι πολύ όμορφα, θα δεις. Έλα μέσα.
Συμπέρανα ότι ο Θανάσης είχε «σαλτάρει» και στους σαλταρισμένους δεν φέρνεις αντιρρήσεις. Μπήκα στο σπίτι του. Στους τοίχους τουριστικές αφίσες παντού, κάτω διαφημιστικά, ταξιδιωτικοί και τουριστικοί χάρτες διαφόρων χωρών και δεκάδες DVD. Κοίταζα τον Θανάση ο οποίος δεν είχε μαυρίσει, αλλά έλαμπε από χαρά και περίμενα.

«Για να σε βάλω στο πνεύμα, εγώ μόλις γύρισα από το Αζερμπαϊτζάν και θα σε κατατοπίσω, γιατί ίσως το θυμάσαι τότε που ήταν μέρος της Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Σίγουρα ξέρεις ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ Αρμενίας, Γεωργίας, Ιράν και δεν συμμαζεύεται. Πρωτεύουσα το Μπακού. Έχει, όπως θα δεις σε λίγο, θα σε ξεναγήσω κανονικά, απέραντη θέα στην Κασπία.

Καταρράκτες, βουνά, ποτάμια, χαράδρες, λιβάδια και χίλιες δυο άλλες ομορφιές.  Πριν αρχίσουμε το ταξίδι σε πληροφορώ πως στο διάλειμμα θα πιούμε ότι θες και με λίγη φαντασία θα μας σερβίρει η ξανθιά καλλονή που θα δεις να σερβίρει στη βεράντα του πολυτελούς ξενοδοχείου με θέα την Κασπία.»
Πριν προλάβω ν’ απαντήσω η τηλεόραση άρχισε να δείχνει τις ομορφιές του Αζερμπαϊτζάν. Έμπειρος ξεναγός μου ο Θανάσης. Πολύ ωραία περάσαμε.
Για φέτος το έχω προγραμματίσει. Φεύγω σε λίγο. Ευχηθείτε μου Καλό ταξίδι.  Όταν γυρίσω θα μιλήσω στους συνάδελφους για τα ανεπανάληπτα ταξίδια μου. Μπορεί και να τους ξεναγήσω.  Στο κάτω-κάτω, θα τους δανείσω κανένα DVD να πάνε να… ξεναγηθούν μόνοι τους.