Όλα τα πρόσωπα φυσικά ή νομικά που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα, είναι, σε γενικές γραμμές υποχρεωμένα να υποβάλλουν τις ετήσιες δηλώσεις φόρου εισοδήματος και να φορολογηθούν με το αναλογούν στο εισόδημά τους φόρο.

Ο νόμος κατατάσσει τους φορολογούμενους – φυσικά πρόσωπα σε δύο φορολογικές κλίμακες: μισθωτών – συνταξιούχων και μη μισθωτών – επαγγελματιών, ανάλογα με την κατηγορία εισοδημάτων που λαμβάνει ο φορολογούμενος. Συγκεκριμένα, προϋπόθεση για να ενταχθεί ένα φυσικό πρόσωπο στην κατηγορία μισθωτών – συνταξιούχων είναι το εισόδημα του από μισθωτές υπηρεσίες να υπερβαίνει το 50 % του συνολικού τους εισοδήματος.

Κάθε κλίμακα φορολογίας προβλέπει ένα ποσό εισοδήματος για το οποίο δεν οφείλεται φόρος (για το έτος 2008, το αφορολόγητο ποσό ανέρχεται σε 12.000 € για την κλίμακα μισθωτών- συνταξιούχων και σε 10.500 € για την άλλη κλίμακα). Το ποσό εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό αυτό φορολογείται με προοδευτικούς συντελεστές.

Για την εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος κάθε κατηγορίας από το ακαθάριστο εισόδημα της, αφαιρούνται ορισμένες δαπάνες, που συνήθως είναι οι δαπάνες που έγιναν για την απόκτηση του εισοδήματος της συγκεκριμένης κατηγορίας. Λαμβάνεται, επίσης, υπόψη και το εισόδημα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση την τεκμαρτή ή πραγματική δαπάνη (δαπάνη για αγορά αυτοκινήτου, ανέγερση ακινήτου στην Ελλάδα, κ.λπ.).

Για τους κατοίκους αλλοδαπής, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο των δύο φορολογικών κλιμάκων (ποσό για το οποίο δεν επιβάλλεται φόρος), επιβάλλεται φόρος που προκύπτει με την εφαρμογή αναλογικού συντελεστή 5%.

Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα, εκτός από το απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κατοικίας στην Ελλάδα, το ακαθάριστο ποσό αυτού, υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο με συντελεστή 1,5%. Ένα η επιφάνεια καθεμιάς από τις κατοικίες αυτές ξεπερνά τα 300 τετραγωνικά μέτρα, επιβάλλεται αυξημένος συμπληρωματικός φόρος 3% επί του ακαθαρίστου εισοδήματος από ακίνητα. Σε καμιά όμως περίπτωση, το ποσό του συμπληρωματικού φόρου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του κύριου φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογούμενου.   
Προβλέπονται, επίσης, μειώσεις του φόρου, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν τον κάθε φορολογούμενο, μειώσεις για ιατρικές δαπάνες και δαπάνες περίθαλψης, μειώσεις του φόρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του τέκνου, δαπανών φροντιστηρίου τους, κ.λπ. Τις μειώσεις αυτές του φόρου δεν δικαιούνται οι κάτοικοι του εξωτερικού, παρά μόνο εάν κατοικούν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 90 % και μεγαλύτερο του παγκοσμίου εισοδήματός τους. Για να αποκτήσει το δικαίωμα αυτό ο κάτοικος αλλοδαπού κράτους μέλους, πρέπει να υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του στην Ελλάδα, πιστοποιητικό για το ύψος του συνολικού παγκοσμίου εισοδήματός του, από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της χώρας που έχει την κατοικία του.

Πέραν του πραγματικού εισοδήματος που δηλώνεται από το φορολογούμενο, το συνολικό εισόδημά του προσδιορίζεται με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και της οικογένειάς του, οι οποίες ορίζονται από το νόμο. Ο προσδιορισμός του εισοδήματος με βάση τις δαπάνες, βασίζεται στη λογική ότι ο κάθε φορολογούμενος καλύπτει τις δαπάνες που πραγματοποιεί με αντίστοιχα έσοδα.

Οι δαπάνες αυτές μπορεί να αφορούν: είτε α) τεκμαρτές δαπάνες που τεκμαίρεται ότι μπορεί να πραγματοποιεί ο κάθε φορολογούμενος με βάση, κατ’ αρχήν, την κυριότητα ή κατοχή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, όπως κατοχή δευτερεύουσας κατοικίας στην Ελλάδα, άνω των 150 τμ., κατοχή επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης είτε σκάφους αναψυχής, αεροσκάφους, κ.λπ., είτε β) πραγματικές δαπάνες δηλαδή δαπάνες για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, χορήγηση δανείων, δωρεών, εξόφληση δανείων.

Για τους κατοίκους της αλλοδαπής, κριτήριο για να ληφθούν υπόψη οι δαπάνες αυτές είναι να πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, είτε το αντικείμενο συναλλαγής να βρίσκεται στην Ελλάδα και γενικά να υπάρχει κάποια σχέση της δαπάνης ή του αντικειμένου αυτής με την Ελλάδα.

Η τυχόν θετική διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των δαπανών (τεκμαρτών ή πραγματικών) και του συνολικού καθαρού εισοδήματος του φορολογουμένου και της συζύγου του που δηλώνεται στην Ελλάδα και φορολογείται, αποτελεί τη διαφορά δαπάνης. Ο φορολογούμενος καλείται να καλύψει ή να περιορίσει τη διαφορά αυτή με βάση ορισμένα εισοδήματα ή άλλα έσοδα (ενδεικτικά αναφέρουμε τραπεζικούς λογαριασμούς, κεφάλαιο προηγουμένων ετών, εισαγωγή συναλλάγματος στην Ελλάδα), ώστε να φορολογηθεί με το πραγματικά δηλούμενο εισόδημα και όχι με το τεκμαρτό. 

«Το παρόν Άρθρο συντάχθηκε από το Δικηγορικό Γραφείο του κ. Ιωάννη Μ. Τριπιδάκη & Συνεργατών www.greeklawyers.gr / tel.: +30 210 8949037»