Αύξηση ή ανεργία; Είναι το μέγα δίλημμα που θέτουν στον χαμηλόμισθο εργαζόμενο η Επιτροπή Καθορισμού Μισθών και η Αποθεματική Τράπεζα Αυστραλίας, καθώς η πρώτη «παγώνει» το βασικό μισθό και η δεύτερη τους τόκους. Η Επιτροπή Καθορισμού Μισθών πάγωσε το βασικό μισθό 1,3 εκ. εργαζομένων στα $543,78 την εβδομάδα και η Αποθεματική τους τόκους για μετρητά στο 3%.

Το «πάγωμα» των μισθών θεμελιώθηκε σε μία απαισιόδοξη, μάλλον, εκτίμηση της Επιτροπής για την πορεία της αυστραλιανής οικονομίας, ενώ η απόφαση της Αποθεματικής στην αισιόδοξη εκτίμηση ότι η αυστραλιανή οικονομία διαφεύγει τον κίνδυνο ύφεσης καθώς οι οικονομίες της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής παρουσιάζουν σημάδια ανάκαμψης.

Στο σκεπτικό της απόφασής της, η Επιτροπή υπογραμμίζει, ότι πήρε τη σκληρή απόφαση «για να αποτρέψει την αύξηση της ανεργίας», συμμεριζόμενη, προφανώς, τη θεωρία ότι η αυξητική τάση της ανεργίας μπορεί να συνεχιστεί και κατά την περίοδο της ανάκαμψης της αυστραλιανής οικονομίας.
Είναι, όμως, δυνατόν η αύξηση του βασικού μισθού να προκαλέσει ανεργία; Πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατέδειξε ότι «οι μισθολογικές αυξήσεις δεν προκαλούν αύξηση της ανεργίας ενήλικων πολιτών ή στη χειρότερη των περιπτώσεων προκαλούν μηδαμινή αύξηση της ανεργίας. Μπορεί, όμως, να προκαλέσει ανεργία των νεαρών πολιτών».

Επίσης, μελέτη του Κέντρου Διεθνούς Οικονομίας, στην οποία η Επιτροπή Καθορισμού Μισθών θεμελίωσε την απόφασή της να «παγώσει» το βασικό μισθό, δείχνει ότι στην Αυστραλία αύξηση του βασικού μισθού προκαλεί μηδαμινή ανεργία, διότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των εργαζομένων που επηρεάζονται άμεσα από τις αποφάσεις των θεσμοθετημένων οργάνων καθορισμού της αμοιβής των εργαζομένων.

Οι μισθοί των περισσοτέρων εργαζομένων καθορίζονται από κλαδικές συμβάσεις ή ιδιωτικές συμβάσεις απασχόλησης. Στην ουσία, ο ένας στους δέκα εργαζομένους (12% περίπου) επηρεάζονται από τις αποφάσεις του κοινοπολιτειακού οργάνου καθορισμού των αμοιβών των εργαζομένων.

Με αυτά τα δεδομένα, στη χειρότερη των περιπτώσεων η αύξηση του βασικού θα έστελνε στην ανεργία 13.000 εργαζομένους περίπου, με την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι αυτοί απασχολούνταν από μικρομεσαίες επιχειρήσεις με χαμηλά ποσοστά κέρδους, που δεν τους επιτρέπουν να πληρώνουν έξτρα αμοιβές.
 Η ρευστότητα της παγκόσμιας οικονομίας, βέβαια, ενισχύει τους φόβους για παράταση της ανοδικής τάσης της ανεργίας. Η κυβέρνηση προβλέπει άνοδο της ανεργίας στο 8,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας και παράγοντες της αγοράς την πιθανή εκτίναξή της πάνω από 10%. Κατά το Κέντρο Διεθνούς Οικονομίας, αν επαληθευτούν οι χαλεπές προφητείες για αλματώδη άνοδο της ανεργίας, «η αύξηση του βασικού μισθού θα βλάψει περισσότερο την οικονομία».

Υπάρχει και μία τρίτη οικονομική άποψη, όμως, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του βασικού μισθού ενισχύει την εθνική οικονομία, διότι αυξάνει την κατανάλωση. Κατά την άποψη αυτή, «σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι φτωχοί ξοδεύουν, ενώ οι εργοδότες αποφεύγουν να επενδύσουν τα κέρδη τους». Η άποψη αυτή είναι ατεκμηρίωτη, στατιστικά, και δεν στέκει ως επιχείρημα υπέρ της αύξησης του βασικού μισθού.

  Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, λοιπόν, για την Επιτροπή Καθορισμού Μισθών. Προφανώς, ο πρόεδρος της Επιτροπής, καθηγητής Ίαν Χάρπερ, έκρινε ότι ο βασικός μισθός είναι προτιμότερος από το επίδομα ανεργίας, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2010 που θα ξανασυζητηθεί ο βασικός μισθός στο πλαίσιο της νέας εργασιακής νομοθεσίας.

Απογοητευτική, για τον μέσο πολίτη, και η απόφαση της Αποθεματικής να παγώσει τους τόκους, αλλά ενθαρρυντική για το μέλλον. Το Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας της χώρας έκρινε ότι οι «αίσιοι οιωνοί» που εκπέμπουν η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η θετική πορεία της αυστραλιανής οικονομίας δικαιολογούν το «πάγωμα» των τόκων. Αν, παρ’ ελπίδα, αντιστραφούν οι όροι, η Αποθεματική έχει τη δυνατότητα να στηρίξει την εθνική οικονομία με νέα μείωση των τόκων.

Αλλά και η κυβέρνηση Ραντ, που απαιτούσε «μισθολογική εγκράτεια» και εξυπηρετείται κατά βάθος από το πάγωμα του βασικού μισθού, έχει τη δυνατότητα να στηρίξει τους χαμηλόμισθους με νέα μέτρα που θα ενισχύσουν την κατανάλωση και, φυσικά, την οικονομία.