Είχα διαβάσει κάτι παρόμοιο, όμορφο, συγκινητικό, απλό, στα μικρά διηγήματα του Γάλλου συγγραφέα Alphonce Daudet (Αλφόνς Ντοντέ), από το βιβλίο του «Γράμματα από το Μύλο μου».

Δεν πίστευα ότι θα ζούσα κάτι σχετικό, σε διαφορετικό τοπίο, με αλλιώτικο σκηνικό, αλλά το ίδιο συγκινητικό, απλά δυνατό και όμορφο.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Μιχάλης είναι ο πιο μικρός σε ηλικία από τους λιγοστούς φίλους που έχω. Ζει από χρόνια στην Αθήνα και έχει προχωρήσει αρκετά καλά στον επαγγελματικό τομέα.

Μιλάμε κάπου-κάπου στο τηλέφωνο και ανταλλάσσουμε σημειώματα μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κυρίως πολιτικά σχόλια, περίεργα και καλαμπούρια. Εδώ και καιρό, όλα του τα σημειώματα τελειώνουν με την επωδό «Κωστή, αυτά για σήμερα και ετοιμάσου, γιατί σύντομα θα σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη».

Ο Μιχάλης, μοναχογιός, ζούσε με τη φαμίλια του πριν χρόνια στην Αυστραλία. Η μάνα έφυγε πρόωρα από τη ζωή και ο πατέρας μετά το θάνατο της γυναίκας του, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. (Σ’ ένα από τα τελευταία του σημειώματα, έγραφε πως κάποιος του είπε, ότι ο πατέρας του ζει στα Εμιράτα κι είναι καλά.) Ο Μιχαλιός, τα χρόνια της φοιτητικής του ζωής και τελευταία του στην Αυστραλία, τα πέρασε κάπου στο Preston, κοντά στους γονείς της μητέρας του, τη γιαγιά και τον παππού.  
Τελικά, πριν από λίγες ημέρες, ήλθε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κάποιο σημείωμα σοβαρό και μου ζητούσε τη μεγάλη χάρη.

 «Θέλω να πας να δεις τη γιαγιά Σοφία και τον παππού τον Γιάννη. Είναι ό,τι πολυτιμότερο και ό,τι μου απέμεινε σ’ αυτόν τον κόσμο (72….  Street, Preston). Σε γνωρίζουν, τους έχω μιλήσει για σένα, η γιαγιά που διαβάζει, βλέπει ακόμη απ’ ό,τι λέει, διαβάζει αυτά που γράφεις στην εφημερίδα. Μου λένε ότι είναι καλά στην υγεία τους. Τους βοηθούν, απ’ ό,τι λένε κι απ’ ό,τι ξέρω, άτομα από το Δήμο και την Πρόνοια. Βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού, στα ψώνια, επισκέψεις σε γιατρούς για εξετάσεις.

Ο παππούς έχει και επισκέψεις και εξόδους από τον «οίκο τυφλών» που λέμε. Τυφλώθηκε μεγάλος σε ατύχημα στη δουλειά του. Έχουν χρήματα. Δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα, τους στέλνω και με τρόπο που να μην έχει επιπτώσεις στις συντάξεις και τα επιδόματα. Θέλω να δεις μήπως είναι ώρα να τους πάω σε γηροκομείο. Εσύ θ’ αναλάβεις, που ξέρεις τι γίνεται. Το καλύτερο. Στην Ελλάδα δεν θέλουν να έλθουν. Και τι να κάνουν; Πού να τους πάω; Ποιον να εμπιστευθώ; Το σπίτι τους πρέπει να είναι ετοιμόρροπο, από τότε ήταν, δες τι μπορεί να γίνει. Δεν μπορώ να φύγω αυτή την περίοδο. Τους έχω πει ότι θα έλθω και θα μείνω λίγο κοντά τους. Ίσως με περιμένουν για να πεθάνουν. Είναι κάτι που με φοβίζει. Κάτι μου λέει ότι μόλις με δουν θα μ’ αγκαλιάσουν, θα κλάψουν και θα σβήσουν την ίδια ώρα. Δεν έχουν κανέναν άλλον, εκτός από μένα. Δεν έχω κανέναν άλλον. Πήγαινε και πες μου τι πρέπει να γίνει. Σε παρακαλώ».

Το σπίτι ίσα που κρατιόταν. Τα πατζούρια φαίνονταν σαν να είχαν μαρμαρώσει στην ίδια θέση, μισάνοιχτα μισοκλεισμένα, για χρόνια. Οι γλάστρες ζωντανές, «χαμογελαστές» και όμορφες σαν τις κοπελούδες τις στολισμένες το δειλινό, παρατεταγμένες εκατέρωθεν, του άλλοτε πλακόστρωτου διαδρόμου, έμοιαζαν σαν να υποκλίνονταν μπροστά μου και με καλωσόριζαν. Ο μεγάλος ευκάλυπτος της αυλής υποχρεώθηκε από τον ψυχρό άνεμο που φύσαγε ν’ ανοίξει τα φύλλα του και να μου χαμογελάσει. Έμοιαζε σαν να με διαβεβαίωνε ότι όλα είναι εντάξει. Μου φάνηκε πως μουρμούρισε «Όσο είμαι εγώ εδώ, μη φοβάσαι τίποτα».
 Όπως με είχε καθοδηγήσει ο Μιχάλης, κτύπησα ελαφρά την πόρτα και μπήκα μέσα. Με περίμεναν.

Από παιδί πάσχιζα στα γραπτά μου να περιγράψω γερασμένους αγγέλους. Πίστευα πως και οι άγγελοι, που νυχθημερόν τρέχουν να εκτελέσουν τις εντολές Του, κουράζονται, μεγαλώνουν, αντικαθίστανται με νεώτερους, γερνούν και φεύγουν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.

Έτσι είναι οι γερασμένοι άγγελοι σαν τη γιαγιά Σοφία και τον παππού τον Γιάννη.
Χαρακωμένοι με τις βασιλικές ρυτίδες τους (έτσι έχω βαπτίσει τις ρυτίδες των γερόντων) ρυτίδες που μοιάζουν με χαμόγελο που σιγοντάρουν το χαμόγελο των χειλιών, στο «τραγούδι» της αγάπης, της οποιασδήποτε αγάπης.

Χαμόγελο, το Θείο δώρο στον άνθρωπο και μόνο στον άνθρωπο. Μόνο αυτός γελά σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Τι σημαίνει χαμόγελο παιδικό, νεανικό, γυναίκας, ερωτικό, πονεμένο ή χαράς αφήστε να το συζητήσουμε μιαν άλλη φορά.

Γεροντικό χαμόγελο, σαν της γιαγιάς Σοφίας και του παππού Γιάννη σημαίνει χίλια διό. Σημαίνει ελπίδα, χαρά, χάδι ζωής, κι οξυγόνο.
 «-Γιάννη, είναι ο κ. Κώστας, ο φίλος του Μιχάλη μας, ο κύριος που γράφει, σας διαβάζω, το διαβάζω και στον Γιάννη, καθίστε όπου θέλετε. Καθίστε εδώ είναι καλύτερα έχει φως. Μόνο για σας μας μιλάει ο Μιχάλης όταν τηλεφωνάει».

Πλησίασα την αγκάλιασα και την φίλησα. Μοσχοβόλαγε σαπούνι. Ένας γερασμένος όμορφος άγγελος μ’ ένα όμορφο στραβά κουμπωμένο μπλε φουστάνι, μια άσπρη σάρπα ριγμένη στους σκελετωμένους ώμους κι ένα βαθύ μπλε «μπαρέζι» στο κεφάλι, για να σκεπάσει τα πεσμένα κατάλευκα μαλλιά της.
Αν η ομορφιά, όπως λένε, είναι κάτι υποκειμενικό, τότε κανείς δεν μπορεί να μου αποδείξει ότι δεν υπάρχουν όμορφοι, πολύ όμορφοι, γέροντες και γερόντισσες.
Γέροντες με μια κορμοστασιά λυγισμένη, αλλά αρχοντική. Με ρυτίδες που μοιάζουν άλλοτε με σιγόντο χαμόγελου κι’ άλλες φορές με σμιλεμένο πιστοποιητικό πόνου.
Γέροντες που μπορείς να δεις τη «μορφή» της ψυχής τους στην τελευταία αναλαμπή των ματιών τους ή αν τα μάτια τους έχουν σβήσει, όπως του παππού του Γιάννη, στον τόνο και στον ήχο της φωνής τους.

Ένας μικροκαμωμένος άρχοντας, ο παππούς, που μ’ αγκάλιασε, μ’ έσφιξε και με φίλησε με ανείπωτη ανθρώπινη ζεστασιά και μετά έκανε μια υπόκλιση σαν να υποδεχόταν κάποιο επίσημο.

«Καλώς ήλθες στο σπιτικό μας. Αν ήξερα ότι θα έκανε τόσο άσχημο καιρό, θα έκανα μια προσευχή να σταματήσει. Καλώς ήλθες. Ν’ αρθείς μια ημέρα πρωί ν’ ακούσεις και το καναρίνι. Κρυώνεις; Ν’ ανάψω και την άλλη σόμπα; Τι λέω; Όλα μαζεμένα τα είπα. Μου διαβάζει αυτά που γράφεις η Σοφία μου. Τι λέω μου διαβάζει. Συλλαβίζει. Δεν βλέπει καλά και συλλαβίζει. Είναι και η κοπελίτσα που είναι στην κουζίνα, μας βοηθάει, η Κατερίνα, ελληνοπούλα, την στέλνουν από την Πρόνοια να μας βοηθάει στο σπίτι κι’ αυτή μου διαβάζει συλλαβιστά. Δεν λέω τίποτα για να μην το πικράνω και σταματήσει.»
Μιλούσα και παρατηρούσα την εικόνα γύρω μου. Μου φάνηκε πως από την ώρα που μπήκα, από τη χαρά των προσώπων τους, άρχισαν, σιγά-σιγά, να ζωντανεύουν όλα γύρω.

Μου φάνηκε ότι το φως του σκουριασμένου πολύφωτου άρχισε να δυναμώνει, στο κεντητό τραπεζομάντιλο ζωήρεψε το χρώμα και οι φωτογραφίες που έμοιαζαν παγωμένες, ζωντάνεψαν κι’ άρχισαν να χαμογελούν. Τα τσακισμένα μάγουλα κοκκίνισαν και στα σβησμένα μάτια, σαν να φάνηκαν κάτι μικρές φλογίτσες πίσω από τα σκούρα γυαλιά.

Στο διπλανό μικρό υπνοδωμάτιο, συγυρισμένο, πάνω από τα δύο μονά ντιβάνια, η εικόνα του Χριστού και της Παναγίας. Ανάμεσα στις εικόνες η φωτογραφία του Μιχάλη. Μού φάνηκε χαμογελαστός κι ευτυχισμένος. 

Έμεινα αρκετή ώρα. Περιέγραψα το καινούργιο μεγάλο σπίτι του Μιχάλη, χωρίς να το έχω δει. Μίλησα με τον παππού για τον εμφύλιο και μου υποσχέθηκε ότι την άλλη φορά θα μου μιλήσει για τις μάχες που έλαβε μέρος. Με μια πίκρα εξομολογήθηκε ότι το τελευταίο βιβλίο που διάβασε, μόνο τις πρώτες εννέα σελίδες, πριν χάσει τα μάτια του, ήταν το «Αδελφοφάδες» του Καζαντζάκη.

 Τους φίλησα και υποσχέθηκα ότι θα ξαναπάω, ότι θα πηγαίνω να τους βλέπω. Την ώρα που έταξα στον παππού το Γιάννη ότι θα πηγαίνω να του διαβάζω το «Αδελφοφάδες», μου φάνηκε ότι κάποιο διαμάντι άρχισε να λαμπυρίζει στο κάτω μέρος των σκούρων γυαλιών του. Θα πηγαίνω να τους βλέπω.
Τον Μιχάλη θα τον καθησυχάσω. Θα του πω αυτό που έμαθα για να πάψει να φοβάται. Καλύτερα να του το γράψω: «Τα γερασμένα ζευγάρια, τ’ αγαπημένα γερασμένα ζευγάρια, Μιχάλη μου, όταν έλθει εκείνη η ώρα, συγκεντρώνουν τη δύναμη που τους απομένει, σπρώχνουν και ενώνουν τα μονά ντιβάνια τους, πλαγιάζουν, αγκαλιάζονται, σφίγγει ο ένας τον άλλον δυνατά επάνω του, κοιτάζονται στα μάτια, φιλιούνται, χαμογελά ο ένας στον άλλο γλυκά και.. πεθαίνουν. Μη φοβάσαι».