«Γιατί τώρα;». Αυτό ήταν το ερώτημα στο οποίο προσπαθούν να απαντήσουν από την περασμένη Δευτέρα έλληνες διπλωμάτες που συμμετείχαν στις συσκέψεις των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, μετά την κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και την επαναφορά της πρότασης για «λύση-πακέτο» διά στόματος του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες όχι μόνο οδήγησαν στην παραπομπή της επίσκεψης της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη στις ελληνικές καλένδες, αλλά ανέδειξαν ξανά τα διλήμματα που θέτει η Άγκυρα στην Αθήνα – αλλά και στην Ε.Ε., γενικότερα – εν όψει και της αξιολόγησης της ενταξιακής της πορείας τον προσεχή Δεκέμβριο. Διπλωμάτες με τους οποίους συνομίλησε «Το Βήμα» εξέφρασαν ανησυχία και προβληματισμό για την άνοδο της θερμοκρασίας στο Αιγαίο. Οι εκτιμήσεις τους καταλήγουν σε τρεις λόγους για τους οποίους η Άγκυρα επέλεξε αυτή τη στιγμή την κλιμάκωση.

Πρώτος λόγος, η εσωτερική πολιτική κατάσταση στη γείτονα. Η απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν να απαγορεύσει στα στρατοδικεία να δικάζουν πολίτες και να επιτρέψει σε πολιτικά δικαστήρια να δικάζουν στρατιωτικούς εξελήφθη από το στρατιωτικό κατεστημένο ως άλλη μια προσπάθεια μείωσης του κύρους του και περιορισμού της επιρροής του. Αυτή η διελκυστίνδα ισλαμιστών και οπαδών του κοσμικού κράτους προκαλεί αναταράξεις που εκδηλώνονται με αντιδράσεις όπως το μπαράζ υπερπτήσεων σε Αγαθονήσι, Φαρμακονήσι και Φούρνους. «Ουδείς γνωρίζει πού θα κάτσει η μπίλια» σημειώνουν χαρακτηριστικά διπλωματικοί κύκλοι.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Τουρκία πιστεύει πως έχει φθάσει η στιγμή να αναγορευθεί επίσημα σε περιφερειακή δύναμη. Αντλεί την πεποίθηση αυτή από τη σημασία που της αποδίδει η νέα αμερικανική κυβέρνηση. Μόλις προχθές μιλώντας στο Κογκρέσο, η κ. Χίλαρι Κλίντον χαρακτήρισε την Τουρκία «αναδυόμενη παγκόσμια δύναμη». Η Άγκυρα δείχνει μια υπερκινητικότητα σε όλα τα μέτωπα, εκδηλώθηκε υπέρ των μουσουλμάνων ακόμη και στην πρόσφατη εξέγερση των Ουιγούρων, γεγονός το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της Κίνας.

Ως τρίτος λόγος προβάλλεται το γεγονός ότι η Άγκυρα, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι η ενταξιακή της πορεία προς την Ε.Ε. δεν έχει πολλές πιθανότητες να ευοδωθεί, επιθυμεί να στείλει ένα μήνυμα ότι έχει πάγιες επιδιώξεις και θέσεις τις οποίες δεν σκοπεύει να αλλάξει μόνο και μόνο επειδή συζητεί για την ένταξή της στην Ε.Ε. Απαντά έτσι ευθέως σε όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει η κ. Μπακογιάννη ότι δεν υπάρχουν εκπτώσεις για την Τουρκία και ότι η ένταξή της θα κριθεί αυστηρά βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων.

Σε αυτό το πλαίσιο ορισμένοι σημειώνουν ότι η πρωτοβουλία της Αθήνας να εμπλέξει τις Βρυξέλλες στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης ώστε να πιέσει την Τουρκία να σεβαστεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με το Πρωτόκολλο Επανεισδοχής του 2001 εξόργισε την Άγκυρα σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισε να αναλάβει δράση. Η ακύρωση της επίσκεψης του κ. Ερντογάν ήταν μόνο η αρχή. Με τις πρόσφατες υπερπτήσεις αμφισβήτησε ξανά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος σε συγκεκριμένες περιοχές, στέλνοντας παράλληλα στην Ε.Ε. το μήνυμα ότι η δραστηριοποίησή της σε επίπεδο π.χ. FRΟΝΤΕΧ θα πρέπει να επανεξεταστεί με το επιχείρημα ότι αυτή δρα σε περιοχές με «γκρίζο καθεστώς».

Ακόμη πιο ανησυχητικές, πάντως, ήταν οι δηλώσεις του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Μπουράκ Οζούγκεργκιν την Τετάρτη. Η υπενθύμιση ότι η Άγκυρα βλέπει «πολλά προβλήματα» στο Αιγαίο, τα οποία δεν μπορούν να αποκοπούν το ένα από το άλλο, άρα απαιτείται μια λύση-πακέτο, επαναφέρουν στο προσκήνιο την άποψη των Τούρκων ότι οι δύο χώρες πρέπει να καθίσουν και να συζητήσουν διμερώς.

Η Αθήνα επιμένει, διά στόματος και της κ. Μπακογιάννη, ότι υπάρχει μια διαφορά στο Αιγαίο, αυτή του καθορισμού της υφαλοκρηπίδας, η οποία θα μπορούσε να επιλυθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Άγκυρα διαφωνεί και το δείχνει σε κάθε ευκαιρία, εστιάζοντας πλέον την τακτική της στο «γκριζάρισμα» του Αγαθονησίου και του Φαρμακονησίου. Και είναι ανησυχητικό ότι την άποψή της για άμεσο διάλογο φαίνεται να συμμερίζονται οι ΗΠΑ. Άλλωστε, σε πρόσφατο non paper προς την Αθήνα, που αποκάλυψε «Το Βήμα», οι Αμερικανοί φθάνουν στο σημείο να μιλούν ακόμη και για επανεξέταση διεθνών συνθηκών που διέπουν το καθεστώς του Αιγαίου.

Πίσω από την παρατήρηση του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών για την ύπαρξη ενός αμοιβαίου συμβιβασμού που ήδη έχει υπάρξει για ορισμένα ζητήματα, διπλωματικές πηγές διακρίνουν την επαναφορά στο προσκήνιο της Συμφωνίας της Μαδρίτης, της 8ης Ιουλίου 1997 στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ μεταξύ των τότε πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας Σημίτη και Ντεμιρέλ- παρουσία της τότε υπουργού κ. Ολμπραϊτ. Η Συμφωνία προέβλεπε την αναγνώριση για πρώτη φορά των νόμιμων ανησυχιών, δικαιωμάτων και συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο.

Ουσιαστικά, και με αφορμή την επίσκεψη της κυρίας Μπακογιάννη στην Άγκυρα που άγνωστο είναι πλέον αν και πότε θα πραγματοποιηθεί, έρχονται αντιμέτωπες πάλι «οι δύο σχολές σκέψης για τη διαχείριση των διμερών ελληνοτουρκικών διαφορών» κατά έκφραση έλληνα διπλωμάτη. Η πρώτη σχολή προτάσσει την ανάγκη διαλόγου σε σταθερή βάση ως της μόνης οδού διά της οποίας μπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήματα, τα οποία απομυζούν πόρους και στις δύο χώρες. Η άλλη είναι η σχολή του ρεαλισμού. Υποστηρίζει ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για μια συζήτηση με την Τουρκία, ιδιαίτερα όσο εκείνη επιμένει στην αναθεωρητική πολιτική της στο Αιγαίο, ενώ πιστεύει ότι «ο διάλογος για τον διάλογο» προσφέρει άκοπα στην Άγκυρα την έξωθεν καλή μαρτυρία στους Ευρωπαίους… «Δεν γίνεται οι Τούρκοι να μην κρατούν ούτε τα προσχήματα κατά το θερινό μορατόριουμ και εμείς να αναζητούμε νέα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» σχολιάζουν στην Αθήνα.