Η ιδέα δημιουργίας της «Αλεξάνδρειας του Νότου» στη Μελβούρνη υφαίνεται, πάλι, στον παροικιακό αργαλειό.

Πρόσφατα, γίνεται πολύς λόγος στους παροικιακούς χώρους του πνεύματος για την αναβίωση της νεκρής ιδέας του πρώην Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Μελβούρνη, Γεωργίου Βέη, για πνευματική και πολιτισμική «αναβάθμιση» του Ελληνισμού της τρίτης μεγαλύτερης ελληνικής πόλης.

Κάποιοι ντόπιοι εργάτες του πνεύματος, ξανάρχισαν τελευταία να κεντρίζουν το ενδιαφέρον της ομογένειας με αναφορές τους στη δυνατότητα της Μελβούρνης να μεταμορφωθεί σε κέντρο γραμμάτων και τεχνών σαν την φημισμένη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την Αλεξάνδρεια του Καβάφη.

Οι υποκινητές της συζήτησης φαίνονται να πιστεύουν, ότι η ομογένεια της Μελβούρνης έχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τους οικονομικούς πόρους που απαιτεί η δημιουργία πολιτισμού, σαν αυτό που δημιούργησε ο Ελληνισμός της Αλεξάνδρειας το δέκατο ένατο αιώνα. Ή, αν δεν έχουμε τις πνευματικές και οικονομικές δυνατότητες που απαιτεί η δημιουργία νέας Αλεξάνδρειας θα τα αποκτήσουμε συν τω χρόνω.

Η επαναφορά της ιδέας είναι περιστασιακή. Προέκυψε μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης του Γραφείου Εκπαίδευσης του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Μελβούρνη να δημιουργήσει βιβλιοθήκη ομογενών λογοτεχνών στους χώρους του Γενικού Προξενείου. Κάποιοι ομογενείς μας, που ασχολούνται με τα γράμματα και τις τέχνες, άδραξαν την ευκαιρία, ξανάβαλαν την ιδέα της Αλεξάνδρειας στον αργαλειό και άρχισαν να την υφαίνουν με προσδοκίες, αλλά χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις.  

Αν θυμάμαι καλά, κάπως έτσι είχε ξεκινήσει προ ετών η συζήτηση της ιδέας από τον γεννήτορά της, λογοτέχνη και διπλωμάτη Γεώργιο Βέη. Η συζήτηση είχε ξεκινήσει, τότε, από τη λανθασμένη διάγνωση του κ. Βέη, ότι η ομογένεια έχει δυνατότητες να εξομοιωθεί πνευματικά με τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας.

Για να διευκολυνθεί η προσπάθεια, μάλιστα, το Ελληνικό Κράτος «επένδυσε» – με σχετική εισήγησή του κ. Βέη – και στον «κατάλληλο χώρο», το νέο κτίριο του Γενικού μας Προξενείου ώστε το «Αλεξανδρινό Κέντρου του Νότου» να συστεγάζεται με την προξενική Αρχή.

Το κτίριο αγοράστηκε, οι Έλληνες φορολογούμενοι διέθεσαν μέρος του μόχθου τους για την αγορά ενός κτιρίου παντελώς ακατάλληλου – κατά τις εκτιμήσεις της αστυνομίας για τη στέγαση προξενικής αρχής – αλλά η ιδέα δημιουργίας «Αλεξάνδρειας του Νότου» έμεινε απραγματοποίητη.

Όχι, ότι κ. Βέης πίστευε στη δυνατότητα της ομογένειας να εξελιχθεί σε νέα Αλεξάνδρεια. Είναι λογοτέχνης ο ίδιος και γνωρίζει τις προϋποθέσεις δημιουργίας κέντρων πολιτισμού. Απλά, μας κολάκευε, κατ΄ άλλους μας εκμαύλιζε, για να τον επευφημούμε για την εκτίμηση που έτρεφε στην ομογένεια και για να περνά καλά, όσο βρισκόταν κοντά μας.

Θυμάμαι το σκωπτικό σχόλιο της εφημερίδας «Βήμα» των Αθηνών, ότι στην Ελλάδα βγαίνει ένας λογοτέχνης κάθε πολλά χρόνια, σε αντίθεση με την Αυστραλία που παράγει μαζικά λογοτέχνες, που δεν τόλμησαν να αντικρούσουν «οι καλλιεργητές» της ιδέας.

Επί Βέη, δεν άρκεσε η εξασφάλιση στέγης για τη δημιουργία ουσιαστικής πνευματικής κίνησης που να ομοιάζει, έστω, στοιχειωδώς προς την κίνηση της Αλεξάνδρειας, σήμερα θα αρκέσει η δημιουργία βιβλιοθήκης; Αδύνατον, λέει κάθε προσγειωμένος ομογενής, διότι έχουμε άλλες, βασικότερες ελλείψεις.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας λείπει η ελληνική παιδεία που απαιτεί η παραγωγή ποιοτικής λογοτεχνίας. Η «ποίηση της κουζίνας» δεν μας εξομοιώνει με τους Αλεξανδρινούς. Δεύτερον, τα σχολεία «των Γραικών» της Αυστραλίας δεν παράγουν, πλέον, γνώστες της ελληνικής γλώσσας στο βαθμό που απαιτεί η λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση. Τρίτον, η έλλειψη παροικιακής ηγεσίας και σε αρκετές περιπτώσεις το σύμπλεγμα κατωτερότητας που διακρίνει πολλούς παροικιακούς ηγέτες εμπόδισε την αναγνώριση και την υλική στήριξη Ελληνοαυστραλών λογοτεχνών και καλλιτεχνών, αντί να επενδύουμε σε κτίρια που φθείρουν η αχρησία και ο χρόνος. Αναγνωρίζουμε και τιμάμε μετριότητες και αγνοούμε φτασμένους ομογενείς μας, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θεμέλιο της Αλεξάνδρειάς μας. Τέταρτον, η Αυστραλία δεν είναι «πέρασμα» διακεκριμένων και διακρινόμενων Ελλήνων στις τέχνες και τα γράμματα, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια. Δεν υπήρξε η Αυστραλία, ούτε πρόκειται να γίνει ελληνικό πνευματικό «στέκι» όπως ήταν η Αλεξάνδρεια. Πέμπτον, το εθνικό κέντρο που όφειλε να αναγνωρίζει, να στηρίζει, να ενθαρρύνει και να προωθεί τους φτασμένους πνευματικούς δημιουργούς αρκείται σε συγχαρητήρια τηλεγραφήματα, μόνο.

Απαραίτητες οι ιδέες, αναγκαία τα οράματα, αλλά πάντα στα μέτρα των δυνατοτήτων μας για να μην γινόμαστε γραφικοί.