Στην αντεπίθεση πέρασε χθες ο Εισαγγελέας της Βικτωρίας, Jeremy Rapke QC, μετά την κριτική που άσκησαν τα μέσα ενημέρωσης και νομομαθείς της Πολιτείας στην Εισαγγελική Αρχή και την Αστυνομία Βικτωρίας για την υπόθεση Θεοφάνους.

Ο πρώην υπουργός αθωώθηκε πρωτοδίκως από την κατηγορία για βιασμό 45χρονης, πριν δέκα χρόνια, διότι όπως τόνισε στην αγόρευσή του ο πρωτοδίκης, Πίτερ Ρίαρντον, «τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο δεν τεκμηριώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου».

Ο πρωτοδίκης είχε προσθέσει, ότι η κατήγορος του κ. Θεοφάνους δεν ήταν απόλυτα πειστική μάρτυρας σε σημεία της κατάθεσής της και είχε υπογραμμίσει: «Είμαι βέβαιος ότι στο μυαλό της η κατήγορος πιστεύει ότι συνέβη το γεγονός».

Ο κ. Ρίαρντον είχε εκτιμήσει ότι «καμία ομάδα ενόρκων δεν θα καταδίκαζε τον κ. Θεοφάνους για το αδίκημα που κατηγορείτο βάσει των στοιχείων που κατατέθηκαν στο δικαστήριο». Αναφερόμενος, δε, στις καταθέσεις δύο μαρτύρων υπεράσπισης της κατηγόρου, ο κ. Ρίαρντον είχε σχολιάσει ότι «ήταν κατασκευασμένες» και κατέληξε με τη διαπίστωση ότι «τα στοιχεία που κατέθεσε η ενάγουσα Αρχή δεν τεκμηρίωναν την κατηγορία, δεν ήταν αξιόπιστα και αληθή».

Η απόφαση του Πρωτοδικείου προκάλεσε αρνητικά σχόλια των μέσων ενημέρωσης και νομομαθών σε βάρος της εισαγγελικής Αρχής και της Αστυνομίας. Τα μέσα ενημέρωσης επισήμαναν ότι η κατηγορία σε βάρος του κ. Θεοφάνους έπληξε καίρια το κύρος του καθώς και το κύρος της οικογενείας του και κατέστρεψε την πολιτική καριέρα του, ενώ η κατήγορος προστατεύεται πλήρως από την ανωνυμία της.

Τα μέσα ενημέρωσης αμφισβήτησαν «την επάρκεια» της ανακριτικής διαδικασίας και εισηγήθηκαν «προσεκτικότερη»διερεύνηση καταγγελιών σε βάρος δημοσίων προσώπων από τα αρμόδια όργανα του νόμου.

Χθες ο εισαγγελέας πέρασε στην αντεπίθεση με άρθρο του στην εφημερίδα «Sunday Age», στο οποίο υπερασπίζεται τον τρόπο με τον οποίον λειτούργησαν οι ανακριτικές Αρχές, διαβεβαιώνει ότι οι Αρχές λειτουργούν απροκατάληπτα, υπενθυμίζει ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι έναντι του νόμου και εξηγεί ότι τα δικαστήρια απαγορεύουν τη δημοσίευση των προσωπικών στοιχείων θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων για να ενθαρρύνουν την καταγγελία τέτοιων περιστατικών.

«Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας “The Age” (26/7) ο εισαγγελέας, η εισαγγελική Αρχή και εγώ, οφείλουμε να παραπέμπουμε μία υπόθεση στη δικαιοσύνη, μόνον όταν είμαστε βέβαιοι για την επιτυχία καταδίκης. Η υπόδειξη (σ.σ. της εφημερίδας) ήταν ότι συντάχθηκε κατηγορητήριο σε βάρος του κ. Θεοφάνους χωρίς να ερευνηθούν σχολαστικά οι καταγγελίες σε βάρος του. Απορρίπτω αυτό το υπονοούμενο», γράφει ο κ. Rapke.

«Καμία υπόθεση δεν παραπέμπεται χωρίς προηγουμένως να εξετασθεί από ανώτερα στελέχη της αστυνομίας και όταν παραπεμφθείς την εισαγγελική Αρχή από έμπειρους δικηγόρους, ειδικευμένους στην αξιολόγηση μαρτυριών. Οι ανακριτές και οι δημόσιοι κατήγοροι δεν μπορούν να πιστοποιήσουν την αλήθεια και την αξιοπιστία κατηγόρων. Το καλύτερο που μπορούν να πράξουν είναι να εξετάσουν προσεκτικά τις μαρτυρίες, να χρησιμοποιήσουν κατεστημένα νομικά κριτήρια για τη βιωσιμότητα της δίωξης βάσει των υφιστάμενων μαρτυριών και να παραπέμψουν την υπόθεση στο δικαστήριο. Ο κατάλληλος χώρος εκδίκασης καταγγελιών για σεξουαλική επίθεση είναι το δικαστήριο», προσθέτει.

Ο εισαγγελέας εξηγεί, ότι «πολλά μπορεί να συμβούν κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, που μπορεί να επηρεάσουν την έκβαση μίας ποινικής δίωξης, όπως αλλαγή καταθέσεων από μάρτυρες, εμφάνιση άγνωστων στοιχείων, που δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν επιμελείς ανακριτές πριν την ακροαματική διαδικασία».

Αναφερόμενος στην απαλλακτική απόφαση του Πρωτοδικείου, ο κ. Rapke αποφεύγει την εξειδικευμένη ανάλυσή της. Θίγει, όμως, κάποια γενικά στοιχεία της προδικασίας.

Το ένα στοιχείο είναι η δυνατότητα της προδικασίας να φέρει στην επιφάνεια στοιχεία (σ.σ. της υπόθεσης) που δεν είχαν βρει ή δεν ήταν διαθέσιμα στους ανακριτές, πριν την έναρξη της προδικασίας.

«Τα νέα στοιχεία είναι δυνατόν να μεταλλάξουν μία ισχυρή, στα χαρτιά, υπόθεση σε ευμετάβλητη υπόθεση ασυνεπειών. Εάν συμβεί αυτό, μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι οι ανακριτές και οι δημόσιοι κατήγοροι δεν έκαναν καλά τη δουλειά; Ή είναι (σ.σ. μία τέτοια μετάλλαξη) απόδειξη ότι η ποινική δικαιοσύνη λειτουργεί;» ερωτά.

Κατά τον κ. Rapke, η Αστυνομία είναι ιδιαίτερα «προσεκτική και συντηρητική» στη διερεύνηση καταγγελιών για σεξουαλική επίθεση, γι’ αυτό πολλές καταγγελίες δεν παραπέμπονται στο δικαστήριο. Παραπέμπονται στο δικαστήριο καταγγελίες με λογικές πιθανότητες καταδίκης.

«Ο ίδιος εξετάζω, κατόπιν αιτήματος θυμάτων σεξουαλικής επίθεσης, τις καταγγελίες που απορρίπτει η αστυνομία. Σε πολλές περιπτώσεις, παρ’ ότι συμφωνώ με την αξιολόγηση της υπόθεσης από την αστυνομία, είμαι βέβαιος ότι συνέβη σεξουαλική επίθεση, εγκρίνω την (σ.σ. απορριπτική) απόφαση της αστυνομίας διότι δεν είναι πεπεισμένος ότι οι ένορκοι θα καταδικάσουν το δράστη», λέει.

Ο εισαγγελέας διαφωνεί με την άποψη κάποιων σχολιαστών, ότι καταγγελίες που αφορούν δημόσια πρόσωπα και επώνυμους πολίτες επιβάλλουν πιο ενδελεχή έρευνα από άλλες, και αντιπαραθέτει ότι «όλες οι καταγγελίες χρήζουν της ίδιας επιμελούς έρευνας».

Διαβεβαιώνει, ότι η δικαιοσύνη και η εισαγγελική Αρχή αγνοούν ονόματα, επαγγέλματα και θέσεις και επαναλαμβάνει ότι «όλοι είναι πολίτες είναι ίσοι έναντι του νόμου». Οποιαδήποτε άλλη πρόταση προσβάλλει τους ανθρώπους της πολιτείας μας οι οποίοι ασχολούνται με τη δίωξη.

Τέλος, αιτιολογώντας την απαγόρευση της δημοσίευσης του ονόματος της κατηγόρου του κ. Θεοφάνους ο πολιτειακός εισαγγελέας εξηγεί, ότι ελήφθη με αποκλειστικό κριτήριο την προστασία θυμάτων σεξουαλικών υποθέσεων από την ταπείνωση της δημοσιοποίησης γαργαλιστικών λεπτομερειών από τα μέσα ενημέρωσης.